Κάποιες παράξενες και ακατάληπτες φράσεις στο νεκροκρέβατο της μητέρας του συγγραφέα το δύσκολο και κρίσιμο πολιτικά καλοκαίρι του 2015 είναι η αφορμή για μία αφήγηση που κειμενικά ανήκει στο είδος της «αυτομυθοπλασίας». Είναι ο «Ηχος της σιωπής της» του Δημοσθένη Κούρτοβικ που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του «βιβλιοπωλείου της Εστίας». Ο ίδιος το ονομάζει μυθιστόρημα και έτσι θα το δεχθούμε, καθώς αρκεί και ένα ελάχιστο στοιχείο μυθοπλασίας για να χτίσει μία αφήγηση με πολλές διακλαδώσεις και εκτροπές. Ικανότατος γραφιάς, έχει προ πολλού καταθέσει το κριτικό και ερευνητικό του στίγμα στην ελληνική λογοτεχνία.
Σ’ αυτό το έργο η βιογραφία συνυπάρχει αρμονικά με το δοκίμιο ιστορικών καταγραφών και κοινωνιολογικών προσεγγίσεων, υπό τον τόνο όμως μιας πολύ προσωπικής γραφής, ακόμη και όταν γράφει για θέματα συλλογικά. Μιλώντας για τη μητέρα του, μιλά ταυτόχρονα για την πατρίδα, για την Ελλάδα έναντι της οποίας κρατά την ίδια αμφίθυμη στάση που κρατούσε ως γιος απέναντι στη μητέρα. Μία ενεργή διαπλοκή γενεάς και εθνικής καταγωγής.
Ο συγγραφέας δηλώνει πως γεννήθηκε δέκα ετών στα Σεπόλια. Από κει ξεκινά η μνημονική διαδρομή από την ταπεινή συνοικία και την ιδιότυπη αστική γενεαλογία έως το καλοκαίρι του 2015, έτος ορόσημο της κρίσης, που πεθαίνει η μητέρα του στην ηλικία των εκατό ετών. Καταφεύγει στα Σεπόλια μετά τον θάνατο του συζύγου της και πατέρα του συγγραφέα, ενός χαρισματικού αλλά ασταθούς ανθρώπου.
Από τις πρώτες σελίδες δηλώνει ότι η σχέση του μαζί της δεν ήταν ποτέ αδιατάρακτη και δεν ήταν σχέση αμοιβαίας στοργής. Συνάπτει κατάλογο των πραγμάτων που ήξερε γι’ αυτήν και των πραγμάτων –από τα πολλά– που δεν ήξερε γι’ αυτήν, ενώ αμέσως ακολουθεί ένα σχεδίασμα ομιλίας για την κρίση ταυτότητας. Η «ντετεκτιβική» επιστροφή στα Σεπόλια έπειτα από σαράντα χρόνια, η ανασκόπηση παλιών φωτογραφιών, οι συνομιλίες με την αδερφή του είναι τα κειμενικά ευρήματα για να ανατρέξει στη μνήμη και στην ιστορία.
Με μία μοναδική πύκνωση λόγου πατάει στις μεγάλες περιοχές της σύγχρονης ιστορίας της χώρας που τυπικά προσδιορίζεται από την πρωτοχρονιά του 1945 και εντεύθεν. Μυρωδιές και παλιές πινακίδες των τότε καταστημάτων, επαγγέλματα που έχουν πλέον χαθεί και ανθρωπότυποι ενός άλλου ήθους, ντοκουμέντα ιστορικά, συναισθήματα και ενδοστρεφείς ομολογήσεις, παλιοί έρωτες και αγαπημένα πρόσωπα γίνονται ενεργήματα καταγραφής αφενός μιας μεγάλης ιστορικής περιόδου που συμπίπτει με τη ρέουσα ζωή του συγγραφέα, αφετέρου βοηθούν στην αναζήτηση της ταυτότητας τόσο της προσωπικής όσο και της συλλογικής ως έθνους. Η μαθητεία του στη Γερμανία, η ευρωπαϊκή του αύρα, η θεωρητική του κατάρτιση και η ιδεολογική του προσέγγιση κάνουν την αναζήτηση αυτή να μοιάζει ένα γοητευτικό ταξίδι καθώς διαπιστώνει ότι Ιστορία δεν είναι μόνο τα μεγάλα γεγονότα που καταγράφηκαν αλλά και αυτά που διέφυγαν την προσοχή, όπως στις παλιές φωτογραφίες έψαχνε στις λεπτομέρειες «για στοιχεία μιας άλλης ιστορίας, συμπληρωματικής ή και διαφορετικής από τις καθιερωμένες εκδοχές».
Ο συγγραφέας δεν διεκδικεί την επιβολή μιας ερμηνευτικής εκδοχής της νεότερης ιστορίας. Αντίθετα είναι εμφανής η προσπάθεια αγωνιώδους κατανόησης του εαυτού στη σχέση με τα σχήματα του χρόνου. Η μητέρα και το προγονικό παρελθόν, η Ελλάδα του παρόντος και του μέλλοντος. Ο Κούρτοβικ αναιρεί τις ταυτοτικές βεβαιότητες καθώς εισέρχεται στη «σπηλιά» (μέρος της ακατάληπτης φράσης, που εκστόμισε η μητέρα του πριν από τον θάνατό της), γιατί δεν συμφιλιώνεται με το γνώριμο και το οικείο, δεν συμφιλιώνεται με την ακινησία των φωτογραφιών, αλλά πιστεύει πως «τίποτα δεν είναι βέβαιο στα ανθρώπινα», όπως γράφει όταν ανακάλυψε μία προπολεμική εφημερίδα διαπιστώνοντας ότι υπήρξε εποχή που ο Χίτλερ αποκαλούνταν «κύριος».
Στο έργο του «Η ελιά και η φλαμουριά» έγραφε πως η μετακίνηση προς την υποκειμενικότητα δεν σημαίνει αυτομάτως επικέντρωση σε ιδιωτικά θέματα, αλλά την ανάγκη του ατόμου να διερευνήσει την καινούργια πραγματικότητα αυτόνομα. Αυτή η ιδέα βρίσκω πως συνέχει τον «Ηχο της σιωπής της». Η σιωπή της μητέρας του μπορεί να σημαίνει πόσο λίγο τελικά γνωρίζουμε τους γεννήτορές μας. Και συνακόλουθα πόσο λίγο μπορεί να γνωρίζουμε τον εαυτό μας και τη θέση μας στον κόσμο. Θέτει λοιπόν το μεγάλο ερώτημα που τελικά δεν είναι μόνο δικό του αλλά και των ανθρώπων της γενιάς του: «Το σπίτι μου. Πού να βρω το σπίτι μου; Πού να βρω μία θέση στον κόσμο;». Στον οραματικό διάλογο με τη μητέρα στο τέλος του βιβλίου καταθέτει αυτό που κατάλαβε ως στίγμα της γενιάς του, ότι δηλαδή οι άνθρωποι δεν ήταν αυτό που ήθελαν να είναι και που θα μπορούσαν να γίνουν, για να λάβει την τραγική διαπίστωση «Δεν υπάρχει “εαυτός”, παιδί μου, υπάρχουμε μέσα από τους ρόλους μας στη ζωή».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας