Ο Πικετί διατρέχει τρεις αιώνες ιστορίας του κεφαλαίου και ερευνά την εξέλιξη της κατανομής του πλούτου και της δομής των ανισοτήτων στη μακρά διάρκεια. Ο Γάλλος οικονομολόγος συλλέγει, επεξεργάζεται, αναλύει και ερμηνεύει μια πελώρια ποσότητα δεδομένων που αναφέρονται στα εισοδήματα και τις περιουσίες σε περισσότερες από είκοσι χώρες. Το ζήτημα της κατανομής του πλούτου είχε απασχολήσει και την κλασική πολιτική οικονομία.
Δύο αιώνων θεωρητικός στοχασμός για τις οικονομικές ανισότητες γέννησε μια σειρά από επιχειρήματα και υποθέσεις, που περιστρέφονται συνήθως γύρω από δύο πόλους. Από τη μια μεριά είναι η παράδοση που εγκαινίασε ο Μαρξ, ο οποίος πίστευε ότι ο καπιταλισμός θα αυτοκαταστραφεί επειδή δεν μπορεί να αναχαιτίσει την τάση συγκέντρωσης του κεφαλαίου.
Στον αντίποδα τοποθετείται το έργο του Σάιμον Κούζνετς, ο οποίος στα μέσα του εικοστού αιώνα υποστήριζε ότι οι εισοδηματικές ανισότητες τείνουν να μειώνονται στην προχωρημένη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Ο Πικετί καταδεικνύει ότι καμιά από αυτές τις δύο θέσεις δεν ευσταθεί και δεν αντέχει στον έλεγχο και τη δοκιμασία της εμπειρικής έρευνας. Ο καπιταλισμός δεν οδηγήθηκε ούτε στην κατάρρευση που προέβλεπε ο Μαρξ ούτε στην αρμονική σταθεροποίηση που διαπίστωνε ο Κούζνετς.
Το λάθος του Μαρξ ήταν ότι παραγνώρισε την πιθανότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το λάθος των φιλελεύθερων ήταν ότι πίστευαν πως ο ανταγωνισμός και η ανάπτυξη μπορούσαν να επιλύσουν το πρόβλημα των ανισοτήτων, καθώς έβλεπαν την οικονομική μεγέθυνση σαν «μια παλίρροια που σηκώνει όλες τις βάρκες».
Στην πραγματικότητα η περίοδος 1914-1980, κατά την οποία μειώθηκαν πράγματι οι ανισότητες, ήταν μια εξαίρεση, μια σχετικά σύντομη παρένθεση στην ιστορία της ανθρωπότητας και ιδιαίτερα της Ευρώπης.
Ο ιστορικός κανόνας ήταν αντίθετα η ύπαρξη και διαιώνιση πελώριων και ανυπόφορων ανισοτήτων. Ολες οι κοινωνίες του παρελθόντος, ακόμα και πριν από τη βιομηχανική επανάσταση και τον καπιταλισμό, μπορούν να θεωρηθούν «περιουσιοκρατικές», επειδή αυτό που τις χαρακτηρίζει είναι ένας κληρονομημένος πλούτος που συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια.
Αυτός ο πλούτος γεννούσε ένα εισόδημα για τους κατόχους του, το οποίο μεγάλωνε περισσότερο και πιο γρήγορα από όσο το συνολικό εισόδημα μιας χώρας. Καταλήγαμε έτσι σε κοινωνίες στις οποίες το 10% των πλουσιότερων κατείχε το 80% του συνολικού πλούτου και από αυτούς το 1% των πάμπλουτων κατείχε το 40%, ενώ το μεγαλύτερο και φτωχότερο τμήμα του πληθυσμού δεν κατείχε σχεδόν τίποτα. Η Γαλλική Επανάσταση δεν άλλαξε ουσιαστικά αυτή την εικόνα. Διαψεύστηκε έτσι η αισιοδοξία του Κοντορσέ που έβλεπε να κατισχύει η τάση προς την ισότητα.
Η ιστορική εμπειρία επιβεβαιώνει αντίθετα ότι η ισότητα των δικαιωμάτων και των ευκαιριών δεν οδηγεί από μόνη της στην ίση ή έστω δίκαιη κατανομή του πλούτου. Η δημοκρατική εποχή των χρόνων 1789-1914, εποχή διάδοσης της γνώσης και σταδιακής καθιέρωσης της καθολικής ψήφου, δεν έφερε τη μείωση των ανισοτήτων. Το 1810 το 1% των πλουσίων κατείχε σχεδόν το 50% του κεφαλαίου και το 1910 κατείχε το 60%. Αυτό που μείωσε για μια περίοδο τις ανισότητες δεν ήταν ούτε οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί ούτε η οικονομική πρόοδος.
Ηταν αντίθετα οι καταστροφές που προκάλεσαν οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι του εικοστού αιώνα και ο πληθωρισμός που ακολούθησε. Συνέβαλαν βέβαια σημαντικά και η καθιέρωση της προοδευτικής φορολογίας του εισοδήματος, η οικοδόμηση του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας και οι νέες πολιτικές ρύθμισης και δημόσιου ελέγχου του κεφαλαίου.
Ο οικονομικός εκδημοκρατισμός μετά το 1945 δεν πήρε ωστόσο τη μορφή μιας γενικής αναδιανομής του πλούτου. Το 50% του πληθυσμού εξακολουθούσε να μην κατέχει τίποτα. Το νέο στοιχείο, αυτό που αποτελεί την κύρια διαρθρωτική αλλαγή της κατανομής του πλούτου στον εικοστό αιώνα, είναι η ανάδυση μιας «μεσαίας περιουσιακής τάξης» στις αναπτυγμένες χώρες. Είναι εκείνο το 40% που βρίσκεται μεταξύ του πλουσιότερου 10% και του φτωχότερου 50% και που κατέχει το 35% της συνολικής περιουσίας μιας κοινωνίας.
Οι ανισότητες αρχίζουν και πάλι να αυξάνονται εκρηκτικά από τις δεκαετίες του 1970 και 1980. Είχε μεσολαβήσει αρκετός χρόνος από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο ώστε να μεγαλώσουν ξανά οι ιδιωτικές περιουσίες και η νεοφιλελεύθερη στροφή του Ρέιγκαν και της Θάτσερ, με τη μείωση της φορολογίας, την απορρύθμιση και τις ιδιωτικοποιήσεις, έκανε τα υπόλοιπα. Ετσι στις αρχές του 21ου αιώνα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα νέο «περιουσιοκρατικό καπιταλισμό», που μοιάζει πολύ με εκείνον του 19ου αιώνα.
Ο Πικετί φωτίζει τη λειτουργία εκείνων των μηχανισμών που οδηγούν στη συγκέντρωση του πλούτου μιας χώρας σε λίγα χέρια, στο 1% του πληθυσμού. Και συμπεραίνει ότι η κύρια πηγή των ανισοτήτων είναι η διαφορά ανάμεσα στο ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου (ποσοστό που είναι 4 έως 5%) και στον ρυθμό αύξησης της παραγωγής και του εισοδήματος (που σπάνια υπερβαίνει το 1 ή 1,5%).
Με απλά λόγια: αν στην πορεία του χρόνου το εισόδημα αυτών που είναι ήδη πλούσιοι και ζουν από την περιουσία τους αυξάνεται ταχύτερα από το εισόδημα εκείνων που δεν είναι πλούσιοι και ζουν από την εργασία τους, τότε οι ανισότητες μεγαλώνουν αναπόφευκτα. Ο Πικετί προτείνει τέλος τη φορολόγηση των μεγάλων περιουσιών, τη «χρήσιμη ουτοπία» ενός παγκόσμιου και προοδευτικού φόρου στο κεφάλαιο, που θα μπορούσε αρχικά να εφαρμοστεί σε περιφερειακή κλίμακα και ειδικότερα στην Ευρώπη.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας