«Τι να ξέρει ο κόσμος για τον πόνο που κρύβει μια βαλίτσα»
Π. Ιστράτι
Ο θρύλος θέλει και τους τρεις «καταραμένους». Η Ιστορία τούς προσέφερε τις μελαγχολικές παρενέργειες σ’ αυτό που ήταν το «πρωταρχικό γεγονός» (le fait primitif): πώς να τοποθετηθούν απέναντι στη θαυμαστή αβεβαιότητα και ποικιλομορφία της ύπαρξης χωρίς να αναρωτηθούν ή να τρέμουν από την περιέργεια και την ηδυπάθεια που χαρίζει η αναζήτηση!
Μιλάμε για ένα Ρουμάνο και έναν Ιταλό, γεννημένους την ίδια χρονιά, το 1884 και έναν Σέρβο το 1935.
Η σφραγίδα της «κατάρας» μπήκε και στους τρεις από γεννησιμιού τους, του θριάμβου στη Γαλλία και για τους τρεις, του θανάτου για τον Ιταλό στο Παρίσι το 1920 από φυματίωση, για τον Ρουμάνο στην πατρίδα του το 1935, επίσης από φυματίωση, για τον Σέρβο στο Παρίσι το 1989 από καρκίνο.
Ξέχωρη θέση, με αφορμή τα 80χρονα από τον θάνατό του, κατέχει για μας ο ξενηστικωμένος Ρουμάνος με τις ελληνικές ρίζες όχι γιατί απέτυχε να κόψει τον λαιμό του το 1921 στις Κάνες, αλλά γιατί το γράμμα που βρέθηκε δίπλα του ήταν η αφορμή για τον Ρομέν Ρολάν (1866-1944) να ανακαλύψει ένα σπάνιο ταλέντο που το υποχρεώνει να γράψει στα γαλλικά, μια γλώσσα που τη μαθαίνει με τη βοήθεια ενός Εβραίου διανοούμενου, του Ιούδα, και μετά μόνος του. (Ο ίδιος θα γράψει αργότερα ότι η ρουμάνικη γλώσσα οφείλει το μεγαλείο της σε τρεις Ιουδαίους καθηγητές, τους Σεϊνεάνου, Τικτίν και Γκάστερ, συντάκτες του Dictionar Universal at Limbei Romane.)
Πάνω από όλα η Αίγυπτος
Τη χρονιά της αποτυχημένης αυτοχειρίας του Ρουμάνου (1921) ιδρύεται στο Λιβόρνο το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά ο Ιταλός δεν θα βρίσκεται στη γενέθλια πόλη. Πεθαίνει στο Μονπαρνάς την προηγούμενη πλάι σ’ ένα άδειο ποτήρι αψέντι, μια φέτα ψωμί και τους πίνακές του.
Ο Ιταλός είναι ο Αμεντέο Mοντιλιάνι, γνωστός ως Μοντί, ένα υπερβολικά προφανές λογοπαίγνιο, μια μοιραία παρήχηση αφού το γαλλικό maudit (μοντί) σημαίνει «καταραμένος».
Ηταν το τέλειο θέμα για ένα θρύλο που είχε ως επιστέγασμα την αυτοκτονία της εγκύου γυναίκας του, Ζαν Εμπιτέρν, δυο μέρες μετά την κηδεία του.
Ο Αμεντέο, τέταρτο παιδί μιας εύπορης εβραϊκής οικογένειας, γεννιέται τη μέρα που τους κάνουν έξωση, η επιχείρηση του πατέρα έχει πτωχεύσει, πρέπει ν’ αφήσουν όσα ήξεραν!
Η δραστήρια μητέρα καλλιεργεί τη δίψα του παιδιού για τη γλυπτική και το 1906 τον στέλνει στο Παρίσι.
Ομως η γλυπτική θέλει χώρο και αυτός κοστίζει. Ο Μοντί πέφτει στον καμβά με ερωτικά γυμνά, προσωπογραφίες και Αφρικανές Καρυάτιδες που συνθέτουν την ξεχωριστή εξωτική του ιστορία απέναντι στον ατάραχο Σηκουάνα.
Η Αννα Αχμάτοβα που τον βρίσκει το 1911 σημειώνει: «Ηταν απορίας άξιον το πώς επιβίωνε. Ονειρευόταν την Αίγυπτο και έλεγε ότι όλα τα άλλα ήταν ανάξια προσοχής».
Στην ταβέρνα του κυρ-Λεωνίδα
Στα 12 του, με τέσσερα χρόνια στο Δημοτικό κι έπειτα παιδί της ταβέρνας του κυρ Λεωνίδα για 16 μήνες στη γενέθλια Βραΐλα, πλάι στον Δούναβη, γιος μιας Ρουμάνας που ξενοδούλευε και ενός Κεφαλονίτη (ονόματι Βαλσάμη) που έγινε καπνός, ο Ρουμάνος θα είχε να αφηγηθεί πολλά για την Αίγυπτο στον Ιταλό του Μονπαρνάς αν η τύχη τα έφερνε ώστε να σμίξουν μετά το 1911 στο Παρίσι.
Γιατί ο Παναΐτ Ιστράτι, όπως λέγανε τον Ρουμάνο που δούλεψε στην ταβέρνα για να μάθει ελληνικά, μια και η πελατεία ήταν κυρίως Ελληνες, πήγε το 1906, χωρίς διαβατήριο και εισιτήριο, άφραγκος μια ζωή, στην Αίγυπτο με πρόσχημα τον πλούσιο θείο, ονόματι Βαγγέλη, που τον βρήκε μα αρνήθηκε την προσφορά του να προκόψει εκεί για να μην προδώσει έναν καρδιακό φίλο, τον Μιχαήλ, που συνταξίδευαν και που κατέληξαν να εμπορευτούν σε Κάιρο και Αλεξάνδρεια χάντρες σε χρώμα ρουμπινί για ένα κομμάτι ψωμί.
Οταν το 1909 ξαναπήγε, εκτός από ελληνικά ξανάκουσε γαλλικά αλλά και ιταλικά με λατινικές προσχώσεις στα ρουμάνικα.
Και τότε, στα περίχωρα του Καΐρου, καταμεσής της ερήμου, ένα πολυγωνικό κιόσκι φιλοτεχνημένο με ανάγλυφα και όλα τα πολύχρωμα μυστήρια της ανθρώπινης πανουργίας τον καθήλωσε.
Βρισκόταν μπροστά σ’ ένα παραμυθένιο αναψυκτήριο. Λιμπίστηκε μια λεμονάδα που την πρόσφερε το αφεντικό με όλη του την καρδιά, γινήκαν φίλοι. Τον λέγανε Μπακάρ.
Την επόμενη χρονιά, που ξαναπήγε, το κιόσκι δεν το βρήκε, ούτε τον δημιουργό του. Τυχαία, ξεφυλλίζοντας μιαν εφημερίδα του Καΐρου διάβασε ότι στη Σόφια συνελήφθη ο σεσημασμένος παραχαράκτης με το παρατσούκλι Μπακάρ και καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλακή.
Αν τα άκουγε αυτά ο Ιταλός από το Λιβόρνο, δυο φορές θα ονειρευόταν την Αίγυπτο. Ο εξωτισμός, ως ανάμνηση αυτού που ήθελε να γνωρίσει μα δεν το γνώρισε, θα στοίχειωνε διπλά τις Καρυάτιδές του.
Αλλά ο Ιστράτι δεν έψαχνε στη Γαλλία για ακροατή, μεροκάματο ήθελε: πορτιέρης, σερβιτόρος, χαμάλης. Και όταν έφτασε στις Κάνες η απόγνωση συνάντησε το μαχαίρι.
Αν το γράμμα που βρέθηκε δίπλα του δεν έπεφτε στα χέρια του Ρολάν και αν ο Ιστράτι δεν ριχνόταν στο γράψιμο από το 1923 έως το τέλος της ζωής του, δεν θα θυμόμασταν κάποιον Ρουμάνο maudit με τις ελληνικές ρίζες.
Σε τέτοιο σημείο ώστε να διαβάζουμε σήμερα τα βιβλία του σε μετάφραση(!) από τα γαλλικά*.
Στην Αθήνα τον βρίσκουμε το 1907 στην ταράτσα μιας ταβέρνας κοντά στην Ακρόπολη συντροφιά με ένα φίλο, τον Αδριανό και είκοσι χρόνια μετά (1927) σε διάλεξη για την ΕΣΣΔ που του στοίχισε την απέλαση.
Ο θάνατός του το 1935 κινητοποίησε την ευαισθησία Γάλλων και Ελλήνων στο Παρίσι, ο σύλλογος των θαυμαστών του ανθρώπου που ταξίδευε για να γνωρίσει τον κόσμο με τροφή την περιπλάνηση ήταν έτοιμος.
Η μηχανή Σίνγκερ της μητέρας
Την ίδια χρονιά, 1935, γεννιέται στη Σουμπότιτσα της Σερβίας το αγόρι που τα πρώτα χρόνια τα περνάει στην Ουγγαρία. Θυμάται «το χαμόγελο του ψωμιού στο πανέρι της μητέρας, τη μητέρα να ράβει στη μηχανή Σίνγκερ.
Στο παιδικό δωμάτιο φύτρωσε ένα παρτέρι με κρεμμύδια, στη θέση της μηχανής μια τριανταφυλλιά και στο προσκεφάλι του μεγάλωσε μια μηλιά».
Ο πατέρας-ποιητής, χαμένος ανεπίστρεπτα σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, το μοναδικό ημερήσιο γεύμα από «τβάρτσι» (μικρές μπουκιές χοιρινού λίπους με ελάχιστο κρέας, ίδιο με αυτό του Παναΐτ στην ταβέρνα του κυρ Λεωνίδα), ο ποταμός Κέρκα, ο δρόμος με τις αγριοκαστανιές και τα άλλα τιμαλφή του παρελθόντος θα ανταμώσουν τον Σέρβο της Σουμπότιτσα στις αναμνήσεις του, όπως έγινε με τον Ρουμάνο της Βραΐλα.
Είναι ο Ντανίλο Κις, σπουδασμένος στο Βελιγράδι, λέκτορας της σερβικής γλώσσας στα πανεπιστήμια Στρασβούργου, Μπορντό και Λιλ, ήδη μεταφρασμένος σε πολλές χώρες**, που έσπρωξε τον εξωτισμό πιο πέρα από την περιπλάνηση, μέσω της εξάρθρωσης της νοσταλγίας στη σοφίτα τού εγώ.
Συμφωνεί με τον Ιστράτι που έλεγε ότι έχουμε το μυαλό όχι για να εξηγήσουμε το ανεξήγητο αλλά για να μην πέσουμε πάνω στο δέντρο. Από το 1983 ο Ντανίλο ξέρει ότι τον κυνηγάει η επάρατος και σχεδιάζει τον κύκλο των «Απάντων» του. Είναι ο πιο πρόσφατος «καταραμένος» των Βαλκανίων.
*Από τις εκδ. Κάκτος, «Ο σφουγγαράς» και «Ο Μιχαήλ» το 1979.
** Από τις εκδ. Κέδρος «Πρώιμα βάσανα» 2004 και από τις εκδ. Ινδικτος «Σοφίτα».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας