Σε τι θα μπορούσαμε να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας από το συγγραφικό έργο του I. Kant, τριακόσια χρόνια από τη γέννησή του; Μάλλον στα εξής δύο σημεία, για την ώρα τουλάχιστον:
Η ενεργός δημοσιότητα των «διανοουμένων»
Δεν πρόκειται εδώ να επεκταθώ στην εννοιολόγηση των «διανοουμένων», όπως ακριβέστερα την υπονοεί το «Manifeste des intellectuels» (1898), δηλαδή ως συλλογικής παρέμβασης «επώνυμων»-καταξιωμένων (στο πεδίο των επιστημών και των γραμμάτων) στην τρέχουσα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα με γνώμονα «αξίες» που την υπερβαίνουν. Προφανώς θα περιοριστώ στα οικεία συμφραζόμενα των επεξεργασιών του Kant για τον Διαφωτισμό. Κατά τις δεκαετίες που έχουν προηγηθεί των Δοκιμίων του ο «homme de lettres» (που προσδιορίζεται και με τα συνώνυμα «philosophe», «patriote» και «citoyen») αποκτά σε μεγάλο βαθμό την οικονομική του ανεξαρτησία, έχοντας ένα ολοένα διευρυνόμενο κοινό για να διαθέσει αρκετά ανεμπόδιστα την πνευματική του εργασία ή να προσφέρει συναφείς «υπηρεσίες» στην ανασυντασσόμενη θεσμικά κοινωνία της εποχής τους. Ετσι έχει την ευκαιρία να συζητά και έξω από το αυλικό περιβάλλον για τα χρόνια και τα νέα κοινωνικά προβλήματα ως ειδικός για την επίλυσή τους, ονομάζοντας με την ευθυκρισία του Βολτέρου τους κατεστημένους διαχειριστές «διάσημους παλιανθρώπους» («illustres méchants»).
Στον Βολτέρο επίσης χρεώνεται το άρθρο «Gens de lettres» της Encyclopédie: οι «άνθρωποι των γραμμάτων» καθίστανται «χρήσιμοι» στο κοινωνικό σύνολο επειδή κατέχουν τον σύνδεσμο όλων των πεδίων της γνώσης, χωρίς να φαντάζονται ότι καλλιεργούν την «καθολική επιστήμη». Είναι οι αρχαίοι γραμματικοί με σύγχρονη μορφή που δεν αγνοούν τη «γεωμετρία, τη φιλοσοφία, τη γενική και την ειδική ιστορία» καθώς και την «ποίηση και τη ρητορική». Ο καντιανός ορισμός του Διαφωτισμού ως «Ausgang des Menschen aus seiner selbst verschuldeten Unmündigkeit» ανταποκρίνεται στην κοινωνική και πολιτική λειτουργία των «διανοουμένων». Ο «λόγιος» («Gelehrter») νομιμοποιείται στη «δημόσια χρήση» της λογικής του δύναμης, ενώ κατά τον Wieland που συμμετείχε στη συζήτηση για τον Διαφωτισμό επεκτείνεται αυτή η αρμοδιότητα «διαφωτισμού της ανθρωπότητας» στους ράφτες και τους τσαγκάρηδες. Μια τέτοια αξίωση, που διατυπώνεται λίγες εβδομάδες πριν από την έκρηξη της γαλλικής επανάστασης, δεν απείχε από την πραγματικότητα, αν υπομνήσω ότι οι «πολιτικοποιημένοι» τσαγκάρηδες δραστηριοποιήθηκαν στην κατάληψη της Βαστίλης, λειτουργώντας ως «εργάτες-διανοούμενοι και ιδεολόγοι», με ρόλους «δημοσιογράφου και στιχοπλόκου, ρήτορα και ομιλητή, συγγραφέα και εκδότη». Στον Kant όμως η «δημόσια χρήση του Λόγου» αντιστοιχεί σε μια σχέση συγγραφέα και αναγνωστών που «κατά κύριο λόγο» διαμεσολαβείται με τον έντυπο λόγο. Κι αν επαναλαμβάνει το «Caesar non est supra grammaticos», δεν παραβλέπει ότι η διαφώτιση μιας εποχής αποτελεί έργο «πολύ μακράς διάρκειας». Στα επιτρεπόμενα πάντως όρια της κρατικής εξουσίας οι «ελεύθεροι διδάσκαλοι του δικαίου» ή οι φιλόσοφοι ως διαφωτιστές συχνά διαβάλλονται ως «διαβόητοι» και «επικίνδυνοι» για το καθεστώς. Δίχως να δρουν ως συνωμότες, διδάσκουν «δημόσια τον λαό» τα καθήκοντα και τα δικαιώματά του «απέναντι στο κράτος», χωρίς συνάμα να τους λείψει ο «σεβασμός» προς αυτό.
Σε μια χώρα μάλιστα που βρίσκεται πάνω από εκατό μίλια μακριά από το «θέατρο της επανάστασης», η «αθώα πολιτικολογία» δεν ταυτίζεται με τον ιακωβινισμό και τον σχηματισμό «συμμοριών επικίνδυνων για το κράτος». Συνακόλουθα, στοιχειοθετείται η ίδια μετρημένη αντιμετώπιση του «ενθουσιασμού» («δεν είναι να τον επιδοκιμάζει κανείς εντελώς») και η διαφοροποίησή του από τον «αληθινό ενθουσιασμό» που «πάντοτε αναφέρεται μόνο στο ιδανικό» («Idealische») και μάλιστα στον «καθαρά ηθικό». Με μια λέξη, προκρίνεται η «Evolution» και όχι η «Revolution», με το να «μεταρρυθμίζεται» το κράτος «από καιρό σε καιρό», δηλαδή να «προοδεύει σταθερά προς το καλύτερο». Στη συγκυρία του θανάτου του Φρειδερίκου-Γουλιέλμου (1797) μπόρεσε ο Kant να διεκδικήσει και να λάβει το «imprimatur» της πρωσσικής λογοκρισίας, συνταξιούχος πια που μετέχει με κείμενα από το συρτάρι του, στην «Εριδα των πανεπιστημιακών σχολών» οριοθετώντας τη θεσμικά, κατά τη διάκριση της εξουσίας, «κατώτερη» Φιλοσοφική Σχολή ως επιστημονική κοινότητα «ελεύθερη να κρίνει τους πάντες», ασχολούμενη με το «συμφέρον της επιστήμης, δηλαδή με την αλήθεια, όπου ο λόγος θα πρέπει να δικαιούται να μιλήσει δημόσια». Πρόκειται για την αυτοκατανόηση του πανεπιστημιακού δασκάλου της φιλοσοφίας ως διαφωτιστή που υποδεικνύει στους συναδέλφους του της Νομικής Σχολής να περιλάβουν το γεγονός της γαλλικής επανάστασης στην ανατοποθέτηση του δημοσίου δικαίου, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη το κριτήριο της «δημοσιότητας» και της «γενικότητας». Με άλλη διατύπωση, πρόκειται για την «ελπίδα της παγκόσμιας ιστορίας». Κι αν οι διατυπώσεις αυτές τοποθετούνται προς το τέλος της συγγραφικής σταδιοδρομίας του Kant, η αρχική ωστόσο ώθηση εντοπίζεται στα ερεθίσματα που του πρόσφερε η μελέτη του Rousseau, περίπου στα μισά της δεκαετίας του ’60, παραμερίζοντας την «περιφρόνηση των μαζών» και στο όνομα των κοινών εργατών» αξιώνοντας την «αποκατάσταση των δικαιωμάτων της ανθρωπότητας»;
⇒ H συνέχεια του άρθρου στις επόμενες Νησίδες.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας