1. Γενικά
Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε όλα τα ΜΜΕ σε δύο χοντρικά περιόδους: (πρώτη περίοδος) μέχρι και την τηλεόραση, όπου το κοινό που τα κατανάλωνε (λ.χ. παρακολουθώντας τα προγράμματά τους) δεν συμμετείχε ενεργά πέρα από την κατανάλωσή τους και (δεύτερη περίοδος) στα νέα ΜΜΕ, ουσιαστικά το διαδίκτυο και οι διάφορες εκφάνσεις του, όπου το κοινό δεν κατανάλωνε απλά το περιεχόμενο των ΜΜΕ, αλλά ήταν περισσότερο δραστήριο, ανεβάζοντας βίντεο, μουσική, συμμετέχοντας σε ομαδικές συζητήσεις ,στέλνοντας μηνύματα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail), ποστάροντας selfies, κλικάροντας για να εκφράσει την προτίμησή του σε κάτι που διαβάζει/βλέπει/ακούει και, γενικά, χρησιμοποιώντας τις πολλαπλάσιες δυνατότητες που παρείχε πλέον το διαδίκτυο και οι όποιες μετεξελίξεις του, σε σχέση με όλα τα προηγούμενα ΜΜΕ.
Το κοινό του διαδικτύου είναι ταυτόχρονα και καταναλωτής αλλά και παραγωγός περιεχομένου. Στην πρώτη περίοδο, τα πράγματα είχαν ρυθμιστεί με μια κανονικότητα τα έσοδα των ΜΜΕ προέκυπταν κατά βάση από τη διαφήμιση, η οποία ουσιαστικά είχε ποσοτικοποιηθεί. Με άλλα λόγια, η τιμή, λ.χ., ενός διαφημιστικού σποτ αποτελούσε συνάρτηση της ποσοτικής εκτίμησης του κοινού που παρακολουθούσε την εκπομπή η οποία περιελάμβανε το σποτ.
Το πρόβλημα αρχίζει να γίνεται φανερό κατά τη δεύτερη περίοδο, όπου ακόμη δεν έχει υπάρξει μια ρύθμιση ανάλογη με την πρώτη περίοδο -υπάρχουν αρκετοί τρόποι ποσοτικοποίησης, με κανέναν τους να μην έχει επικρατήσει, με την έννοια του κοινού νομίσματος για την ποσοτική εκτίμηση, δηλαδή σαν μια κοινά αποδεκτή ποσοτικοποίηση της αναγνωσιμότητας (για τα έντυπα), της ακροαματικότητας (για το ραδιόφωνο), και της τηλεθέασης (για την τηλεόραση).
Η αδυναμία ή, μάλλον, η πολυγλωσσία στην απόδοση μιας ποσοτικής εκτίμησης, δηλαδή η ανυπαρξία ενός κοινού νομίσματος για τα νέα ΜΜΕ, προκαλεί ουσιαστικά προβλήματα στην αντιστοίχιση του κοινού με έναν αριθμό - και καθιστά δυσχερέστατη αν όχι αδύνατη την ποσοτικοποίησή του, που είναι ο πυρήνας της απόδοσης αξίας στις περισσότερες κοινωνίες. Κατά την πρώτη περίοδο, το διαφημιστικό σποτ -ενταγμένο σε μια εκπομπή- ήταν συνδεδεμένο με μια ποσοτική εκτίμηση του κοινού, και κατά συνέπεια θα μπορούσε να του αποδοθεί μια τιμή που θα του επέτρεπε να θεωρείται εμπόρευμα. Kαι ως ποσοτικοποιημένο εμπόρευμα θα εντασσόταν στον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, με την προσδοκία κέρδους, στον βαθμό που εμπόρευμα είναι κάτι που παράγεται και εντάσσεται στο κύκλωμα των ανταλλαγών, με σκοπό το κέρδος.
Το κύριο πρόβλημα της δεύτερης περιόδου είναι ότι η προσδοκία του κέρδους δεν είναι ανάλογη με αυτήν της πρώτης περιόδου με άλλα λόγια, η κερδοφορία αυτής της δεύτερης περιόδου παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσχέρειες και αδυναμίες σε σχέση με την πρώτη περίοδο.
Και ενώ κάποιοι από τους επιχειρηματίες των ΜΜΕ της πρώτης περιόδου θεωρούσαν το διαδίκτυο κάτι σαν μετα-τηλεόραση, που θα τους εξασφάλιζε μιαν άνετη κερδοφορία, σύντομα απογοητεύθηκαν. Η επίτευξη κερδοφορίας στο περιβάλλον του διαδικτύου ήταν ένα σισύφειο παιχνίδι, αν τελικά υπήρχαν κάποια κέρδη, και μάλιστα ιδιαίτερα περιορισμένα σε σχέση με αυτά της πρώτης περιόδου. Και απαιτείται βαθιά γνώση, ιδιαίτερη σκέψη και σταδιακή υιοθέτηση τελείως διαφορετικών κανόνων από αυτούς που εφαρμόστηκαν σε όλη την πρώτη περίοδο.
2. Μία εφαρμογή - Η ενημέρωση
Ένα από τα βασικά περιεχόμενα των ΜΜΕ, τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης περιόδου, είναι ο κύριος μηχανισμός σταθεροποίησης της ζήτησης για την ενημέρωση. Ο λόγος είναι ότι η σταθεροποίηση της ζήτησης μεταφράζεται σε ποσοτικά δεδομένα, και αυτά με τη σειρά τους σε έσοδα, άρα σε κερδοφορία. Και συνεκτικός ιστός γι’ αυτό είναι η αξιοπιστία της ενημέρωσης. Δηλαδή, μια εμπιστοσύνη που εκπορεύεται από το κοινό, που παρακολουθεί το περιεχόμενο των ΜΜΕ, αν αυτή η ενημέρωση αποτελεί περιγραφή μιας είδησης που διαθέτει καλές σχέσεις με αυτό που όντως συνέβη. Με βάση μια σχετικά πρόσφατη έρευνα της εταιρείας Public Issue (http://www.publicissue.gr [1]) που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 13 και 20 Οκτωβρίου 2014, διαπιστώνεται αύξουσα κρίση εμπιστοσύνης των ελληνικών ΜΜΕ, που αναδύεται από το κοινό τους. Συγκεκριμένα, η απάντηση στην ερώτηση «Μάλλον δεν εμπιστεύομαι», τα τελευταία οκτώ έτη, μεταξύ των ετών 2007 και 2014, σημειώνει σημαντικά άλματα Δυσπυστίας:
Οι εφημερίδες αποτελούν το ΜΜΕ με τη μεγαλύτερη απώλεια αξιοπιστίας, με δεύτερη την τηλεόραση, η οποία ήδη από το 2007 κατείχε το μεγαλύτερο ποσοστό δυσπιστίας, με τρίτο το ραδιόφωνο και τέταρτο το διαδίκτυο. Η κύρια έλλειψη στην ενημέρωση είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν παρέχει τη μεγάλη εικόνα, το ευρύτερο πλαίσιο, μέσα στο οποίο ο αναγνώστης/θεατής/ακροατής να μπορέσει να εντάξει τη συγκεκριμένη ιστορία για να βγάλει νόημα.
Αυτά που παρουσιάζονται σαν ενημέρωση από τα συστημικά (τα ονομαζόμενα καθεστωτικά) ΜΜΕ είναι μια συλλογή από διαστρεβλώσεις και παραμύθια μαζί με εμμονές και φαντασιώσεις (ανάλογα με την πολιτική και οικονομική ατζέντα του κάθε ΜΜΕ) παρουσιασμένα αποσπασματικά, με καμία σύνδεση μεταξύ τους, πασπαλισμένα με σημαντικές δόσεις εντυπωσιασμού, με αποκλειστικό στόχο την απόσπαση της προσοχής του ακροατή ώστε αυτός να μη μετακομίσει σε άλλο ΜΜΕ.
Ασφαλώς υπάρχουν και ΜΜΕ που προσπαθούν να οικοδομήσουν τη μεγάλη εικόνα, αλλά συνήθως έχουν ένα περιορισμένο κοινό, αν και η εντεινόμενη συρρίκνωση της αξιοπιστίας των καθεστωτικών ΜΜΕ πιθανόν να στρέψει ένα αυξανόμενο μέρος του κοινού σε αυτά. Ένα υποθετικά ισχυρό χαρτί των ΜΜΕ στις μέρες μας είναι η ταχύτητα μετάδοσης της είδησης (διαφημίσεις των ΜΜΕ ισχυρίζονται ότι «σας μεταδίδουμε τώρα αυτό που συμβαίνει τώρα», ένας πρωταθλητισμός της είδησης που στερείται την οποιαδήποτε σημασία.
Το ιδανικό για τα συστημικά ΜΜΕ θα ήταν να παρεμβάλλονται διαφημίσεις μετά την κάθε είδηση, διαμορφώνοντας έτσι έναν χυλό ενημέρωσης, όπου τίποτε δεν θα μπορούσε να συνδεθεί με τίποτε, αδειάζοντας το σύνολο από το όποιο νόημά του. Ωστόσο ένα βασικό στοιχείο των ειδήσεων είναι ακριβώς ότι συνήθως δεν υπόκεινται σε επαλήθευση, δεν ελέγχονται με άλλα ΜΜΕ για να διακριβωθεί αν όντως έχει συμβεί μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων. Μία από αυτές τις γκάφες ήταν η επίσκεψη του προέδρου Ερντογάν στην Αθήνα με την ευκαιρία των εγκαινίων του Μουσείου της Ακρόπολης, πράγμα που δεν συνέβη ποτέ, και οι καθεστωτικές (ονομαζόμενες έγκριτες) εφημερίδες που δημοσίευσαν αυτήν την είδηση (όπως «Το Βήμα» - και όχι μόνο) γελοιοποιήθηκαν για αρκετό διάστημα στα μάτια του κοινού τους.
Στα νέα ΜΜΕ αυτά συμβαίνουν με ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα αρκετοί γνωστοί συγγραφείς και ηθοποιοί έχουν διαψεύσει τον θάνατό τους μέρες μετά την ανακοίνωσή του από υποτίθεται σοβαρούς ενημερωτικούς ιστότοπους. Επιστρέφοντας στη διαπίστωση ότι από τα νέα ΜΜΕ και πέρα η δυνατότητα για την αυγατισμένη κερδοφορία των ΜΜΕ τείνει να καταστεί ολοσχερώς ανύπαρκτη, μπορούμε να παρατηρήσουμε και τον θρίαμβο του copy paste μια «είδηση» (που δεν ελέγχεται, εξαιτίας του mantra του περιορισμού της όποιας δαπάνης) αντιγράφεται από σωρεία ιστότοπων και γίνεται «είδηση» μόνο από το γεγονός ότι έχει αναφερθεί σαν είδηση σε πολλούς ιστότοπους. Με αυτούς τους τρόπους (έχω καταγράψει μερικούς μονάχα) εθιζόμαστε στη σκουπιδοφαγία. Όπως το κακό νόμισμα διώχνει το καλό, έτσι και το κακό ΜΜΕ-περιεχόμενο διώχνει το καλό.
Οι όποιες καλές εκπομπές που είχε η τηλεόραση μοιάζουν τώρα πια, στη σημερινή πολυκάναλη εποχή της υπερέκθεσης στην ατέλειωτη ροή των μηνυμάτων, με τηλεοπτικούς σταθμούς να είναι σε προφανές οικονομικό αδιέξοδο, σαν μια μακρινή και μάλλον ευχάριστη ανάμνηση με κάποιες ρομαντικές αποχρώσεις. Αρκετές από τις σημερινές εκπομπές των ΜΜΕ χαρακτηρίζονται από ένα ολοένα διευρυνόμενο ποσοστό συμπολιτών μας, και κυρίως νέων ατόμων «σκουπίδια». Και αυτός ο χαρακτηρισμός δεν έχει μόνο αισθητικές διαστάσεις, αλλά αφορά την ίδια την ουσία τους, δηλαδή το ίδιο το νόημα που παράγουν (αν παράγουν κάποιο νόημα). Φαίνεται όμως ότι αυτή η σκουπιδοφαγία έχει αρχίσει να μεγαλώνει επικίνδυνα και να καταλαμβάνει ένα αυξανόμενο τμήμα της καθημερινότητάς μας.
Έχουμε, πέρα από τα προγράμματα-σκουπίδια και τις ειδήσεις-σκουπίδια, και εμπορεύματα-σκουπίδια, φαγητά-σκουπίδια, ιδέες-σκουπίδια, σχέσεις-σκουπίδια, παιδεία-σκουπίδια, που περιθωριοποιεί συστηματικά κάθε αμφισβήτηση και κριτική σκέψη, καθημερινότητα-σκουπίδια. Ιδιαίτερα οι ειδήσεις-σκουπίδια, ή το αποτέλεσμα της εργασίας των αποκαλούμενων «δημοσιογράφων-παπαγάλων» που αποδομούν εντελώς την πραγματικότητα, δημιουργούν πολίτες που ζουν σε ένα αέναα φοβικό καθεστώς, ευεπίφοροι στην όποια κινδυνολογία. Και παράλληλα, αυτή η πρακτική κάνει τη μεγαλύτερη δυνατή ζημιά στην ίδια την έννοια της δημοσιογραφίας, στον ίδιο της τον πυρήνα.
Σαν αποτέλεσμα, η πτώση της κυκλοφορίας των ίδιων των εφημερίδων, αλλά και της αξιοπιστίας τους, είναι πια περισσότερο από ορατή. Βέβαια, η απάντηση κάποιων «κύκλων» είναι ότι τα νέα ΜΜΕ, όπως το διαδίκτυο, είναι αυτά που επηρεάζουν πλέον την καθημερινότητα. Χωρίς τη στοιχειώδη ενδοσκόπηση, όλα αυτά αποτελούν «προφάσεις εν αμαρτίαις», αποτελούν υπεκφυγές και τίποτε άλλο από μια συγκάλυψη της ζώσης πραγματικότητας.
Αφού συμβαίνουν όλα αυτά, και ταυτόχρονα μάλιστα, δεν θα ήταν άδικο να πούμε πως γινόμαστε εθισμένοι στη σκουπιδοφαγία. Και όλα αυτά οδηγούν σε καταστάσεις ιδιαίτερα δύσκολα αντιστρέψιμες. Αντιστρέψιμες μόνο με συνεχή προσπάθεια και συστηματικότητα. Μοιάζουν αυτά τα διαρκή φαινόμενα να τείνουν να συνεισφέρουν σε αυτό που ολοένα και πιο καθαρά μοιάζει με τέλος εποχής.
*Αν. καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας