Συμφωνίες δισεκατομμυρίων δολαρίων, ευρωπαϊκών στην πλειονότητά τους οικονομικών συμφερόντων, απειλεί να κάνει στάχτη η αποχώρηση των ΗΠΑ από την πολυεθνική συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν.
Η προχθεσινή ανακοίνωση του Αμερικανού προέδρου για επαναφορά των κυρώσεων εναντίον του Ιράν στους επόμενους 3-6 μήνες άναψε νέες φιτιλιές στις ήδη τεταμένες εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ με τις κυβερνήσεις των μεγάλων οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς επιφέρει σημαντικά χτυπήματα στις μεγάλες εταιρείες τους που δραστηριοποιούνται στη χώρα της Μέσης Ανατολής μετά την άρση του εμπάργκο.
Η συμφωνία του 2015, που ήρε τις κυρώσεις σε βάρος του Ιράν, οδήγησε σταδιακά σε εκτόξευση των εμπορικών σχέσεών του με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο όγκος εμπορίου μεταξύ των δύο εταίρων αυξήθηκε από τα 9,2 δισ. δολάρια το 2015 στα 16,4 δισ. δολάρια το 2016 και τα 25 δισ. δολάρια το 2017.
Πληθώρα οικονομικών συμφωνιών μεταξύ της Τεχεράνης και ευρωπαϊκών κολοσσών δρομολογήθηκαν (μεταξύ άλλων) στους τομείς του πετρελαίου, των αερομεταφορών και της αυτοκινητοβιομηχανίας. Μεγάλες επιχειρήσεις από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία ή τη Βρετανία, όπως η Αirbus, η Siemens, η Renault, η PSA, η Shell και η Β.Ρ., έτρεξαν να επωφεληθούν του ανοίγματος και να διεισδύσουν.
Μεταξύ αυτών η Royal Dutch Shell συνήψε συμφωνία για την ανάπτυξη των σημαντικών πετρελαϊκών κοιτασμάτων στο Azadegan, το Yadavaran και το Kish, η γαλλική Total για την ανάπτυξη του μεγαλύτερου κοιτάσματος φυσικού αερίου του Ιράν, η Airbus για την κατασκευή και πώληση 100 αεροσκαφών, οι Renault, PSA και Daimler για τη δημιουργία γραμμών παραγωγής εκατοντάδων χιλιάδων αυτοκινήτων ετησίως, η Siemens για την πώληση τουρμπίνων κ.λπ.
Το μεγάλο δίλημμα
Η προχθεσινή απόφαση του Τραμπ τροφοδοτεί όμως τεράστια αβεβαιότητα για το αν όλες αυτές οι συμφωνίες -που υπογράφηκαν την τελευταία διετία- μπορούν πλέον να υλοποιηθούν. Οι ευρωπαϊκές και οι υπόλοιπες ξένες επιχειρήσεις, αν επιλέξουν να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται στο Ιράν, αργά ή γρήγορα θα βρεθούν αντιμέτωπες με τις αμερικανικές κυρώσεις και πάνω απ’ όλα με το ενδεχόμενο αποκλεισμού των προϊόντων τους από την τεράστια αγορά των ΗΠΑ.
Μπροστά σε αυτό το δίλημμα, η θέση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και κυβερνήσεων δεν είναι ακόμη ξεκάθαρη. Κάποιες επιχειρήσεις και ενώσεις αυτών είναι υπέρ μιας ηχηρής απάντησης στον Τραμπ, κάποιες άλλες όμως ζητούν χρόνο για να μελετήσουν τις επιπτώσεις.
Σε επίπεδο κυβερνήσεων, το Βερολίνο κοινοποίησε χθες μέσω εκπροσώπου ότι προσπαθεί να αξιολογήσει κατά πόσο θα υπάρξουν συνέπειες στις επιχειρήσεις της χώρας από την απόφαση του Αμερικανού προέδρου. Από την άλλη πλευρά η γαλλική προεδρία διεμήνυσε χθες ότι οι Ευρωπαίοι «θα κάνουν τα πάντα για να προστατεύσουν τα συμφέροντα των επιχειρήσεών τους στο Ιράν».
Ο εκπρόσωπος της γαλλικής κυβέρνησης, Μπενζαμέν Γκριβό, προειδοποίησε μάλιστα ότι οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα προσφύγουν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου προσβάλλοντας οποιοδήποτε μονομερές μέτρο πλήττει τα συμφέροντα ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Από τις αντιδράσεις δεν έλειψαν και οι συνήθεις κορόνες, όπως αυτή του νέου Αμερικανού πρέσβη στο Βερολίνο, ο οποίος ώρες αφότου ανέλαβε καθήκοντα τουίταρε ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις οφείλουν να διακόψουν άμεσα τη δραστηριότητά τους στο Ιράν. Οι ΗΠΑ δεν θα πρέπει να θεωρούν τον εαυτό τους οικονομικό μπάτσο του πλανήτη, αντέτεινε από τη «Φιγκαρό» ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρούνο Λε Μερ.
Πολιτικό όπλο
Το μεγάλο ερώτημα βέβαια είναι αν οι Ευρωπαίοι θελήσουν να αξιοποιήσουν το μεγάλο τους όπλο προκειμένου να προστατεύσουν τις επιχειρήσεις τους από τις αμερικανικές κυρώσεις. Οι Βρυξέλλες έχουν βάσει κανόνων την ισχύ («blocking statute») να απαγορεύσουν τη συμμόρφωση των εταιρειών της Ε.Ε. στις αμερικανικές κυρώσεις και να μην αναγνωρίσουν οποιαδήποτε δικαστική απόφαση επιβάλλει τις ποινές των ΗΠΑ.
Ωστόσο, το όπλο δεν αξιοποιήθηκε ποτέ ώς σήμερα στην πράξη από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (παρά μόνο ως απειλή στο εμπάργκο του Μπιλ Κλίντον σε Λιβύη, Κούβα και Ιράν το 1999). Αποτελεί περισσότερο πολιτικό όπλο.
«Ξέφυγε» το πετρέλαιο
Η απόφαση του Τραμπ δεν προκάλεσε προβληματισμό πάντως μόνο στην Ευρώπη. Κίνα, Ινδία και Ν. Κορέα, οι χώρες που εισάγουν το περισσότερο από το πετρέλαιο που εξάγει η Τεχεράνη, μετρούν και αυτές τις ενδεχόμενες απώλειες από την επαναφορά των κυρώσεων.
Η τιμή του αργού πετρελαίου μπρεντ εκτοξεύθηκε χθες περισσότερο από 2,8% υψηλότερα φτάνοντας έως τα 77,20 δολάρια ανά βαρέλι, που είναι το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 3,5 ετών. Οι τιμές ενισχύονται φέτος περισσότερο από 50%.
Το Ιράν είναι η τρίτη μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα του ΟΠΕΚ παράγοντας 2,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως ή το 3% της παγκόσμιας ζήτησης. Παρότι οι υπόλοιπες πετρελαιοπαραγωγοί χώρες του κόσμου είναι σε θέση να καλύψουν το ενδεχόμενο κενό που θα σημειωθεί με την επαναφορά των κυρώσεων, αρκετοί οικονομικοί αναλυτές εκφράζουν την ανησυχία τους για την αβεβαιότητα που θα τροφοδοτήσει στην τεταμένη αγορά αλλά και τις πιθανές επιπτώσεις που θα έχει στην οικονομία.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας