Πριν από 64 χρόνια ο γνωστός Βρετανός φυσικός επιστήμονας και λογοτέχνης Τσαρλς Πέρσι Σνόου (Charles Percy Snow) χρησιμοποίησε τον όρο «οι δύο κουλτούρες» για να περιγράψει την εξαιρετικά προβληματική κατάσταση της συνύπαρξης, κατά την ίδια ιστορική εποχή και στο πλαίσιο ενός πολιτισμού, δύο «εκ φύσεως» διαφορετικών γνωστικών προσεγγίσεων, όπως είναι οι λεγόμενες «φυσικές» και «ανθρωπιστικές» επιστήμες. Οι οποίες, ως γνωστόν, τόσο ως προς τα αντικείμενα μελέτης όσο και ως προς τις γλώσσες περιγραφής τους είναι όχι μόνο γνωσιολογικά εναλλακτικές αλλά και μεθοδολογικά αλληλοαποκλειόμενες!
Εντούτοις, για τον δυτικό πολιτισμό, από τις αρχές της νεωτερικής εποχής μέχρι σήμερα, οι δύο τόσο διαφορετικές κουλτούρες θεωρούνται αμφότερες εξίσου σημαντικές, απολύτως αναγκαίες και άρα ως δύο γνωστικά αποδεκτές προσεγγίσεις της πραγματικότητας. Γεγονός, εξάλλου, που αποτυπώνεται ρητά και θεσμικά στα αντίστοιχα προγράμματα των εγκυκλίων σπουδών όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων.
Ενα ιστορικό, γνωσιολογικό και κοινωνικό «παράδοξο», που πρώτος διατύπωσε ρητά ο Τ. Π. Σνόου σε δύο εντυπωσιακές διαλέξεις που έδωσε στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ τον Μάιο του 1959. Και οι οποίες δημοσιεύτηκαν αμέσως στο περιοδικό «Encounter», τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, ενώ την ίδια χρονιά αυτά τα δύο άρθρα με μία εισαγωγή κυκλοφόρησαν τελικά σε ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Οι δύο κουλτούρες και η Επιστημονική Επανάσταση» (Two cultures and the Scientific Revolution). Ενα εσκεμμένα προκλητικό ανάγνωσμα που τα επόμενα χρόνια θα γνωρίσει διεθνώς μεγάλη επιτυχία και αμέτρητες επανεκδόσεις, αφού υπήρξε το αντικείμενο σφοδρότατων αντιπαραθέσεων μεταξύ ορισμένων ιδιαίτερα ενοχλημένων «ανθρωπιστών» και κάποιων πιο καλλιεργημένων πολιτισμικά «επιστημόνων».
Η νεωτερική αντιπαράθεση Ανθρωπισμού και Επιστήμης
Φανερά επηρεασμένος από τον θόρυβο και τις (απρόσμενες;) πολεμικές που προκάλεσαν οι ιδέες του, ο συγγραφέας προχώρησε το 1963 σε μια δεύτερη, αναθεωρημένη έκδοση του αρχικού βιβλίου, προσθέτοντας μια νέα ενότητα με τίτλο «The Two Cultures: a second look», και αυτή η τελική εκδοχή του μεταφράστηκε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Σε αυτή τη δεύτερη εκδοχή του βιβλίου του, ο Τ. Π. Σνόου θα διατυπώσει, μάλιστα, την υπόθεση ύπαρξης -ή μάλλον την ελπίδα διαμόρφωσης- μιας «τρίτης κουλτούρας» που θα μπορούσε ενδεχομένως να λειτουργήσει ως «γέφυρα επικοινωνίας» ανάμεσα στα δύο ιστορικά και πολιτισμικά καθιερωμένα συστήματα γνώσης, παρέχοντας στα αντίστοιχα γνωστικά υποκείμενα, δηλαδή στους «ανθρωπιστές» και τους «επιστήμονες», μια κοινά αποδεκτή γλώσσα επικοινωνίας και άρα «μετάφρασης» των διαφορετικών τύπων γνώσης που παράγουν.
Εκτοτε πολυάριθμοι κορυφαίοι ανθρωπιστές και «θετικοί» επιστήμονες έχουν προτείνει διαφορετικές «λύσεις» στο δυσεπίλυτο πρόβλημα της επικοινωνίας και της αλληλοκατανόησης ανάμεσα στις δύο κουλτούρες. Ενα οξύτατο πρόβλημα που αποκαλύπτεται ακόμα και στους όρους με τους οποίους το διατυπώνουμε: για παράδειγμα, μιλάμε για «θετικές» ή «αυστηρές» ή «εμπειρικές» επιστήμες ή για «θετικούς»… επιστήμονες, υπονοώντας ότι οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες-θεωρίες είναι μόνο «αρνητικές», «ανακριβείς» ή, ακόμη χειρότερα, μη εμπειρικά τεκμηριωμένες και άρα, λίγο-πολύ, γνωσιακά αυθαίρετες!
Πρόκειται ασφαλώς για αποβλακωτικές κοινοτοπίες, που, ενώ τίποτα δεν μας μαθαίνουν για τις ιδιαίτερες γνωστικές-μεθοδολογικές προσεγγίσεις των δύο διαφορετικών και υποτίθεται αντίπαλων γνωστικών συστημάτων, υιοθετούνται ευρέως και χρησιμοποιούνται με περισσή γλωσσική ελαφρότητα.
Πάντως, σύμφωνα με τον Τ. Π. Σνόου, η αμοιβαία δυσπιστία, η καχυποψία και η εύκολη απαξίωση κατά τη γνωστική αντιπαράθεση ανάμεσα στις «δύο κουλτούρες», οφείλονται κυρίως σε παρανοήσεις λόγω ελλιπούς αλληλοκατανόησης που, με τη σειρά της, «εξηγείται» από την απουσία διαύλων επικοινωνίας και μιας κοινά αποδεκτής «γλώσσας» για την περιγραφή της κοινής ανθρώπινης πραγματικότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται από τις διαφορετικές οπτικές γωνίες των διαφόρων ανθρωπιστικών-καλλιτεχνικών επιστημών και των διαφόρων φυσικών επιστημόνων.
Μια φαινομενικά πολύ εύλογη «εξήγηση», που ωστόσο αμφισβητείται επειδή, εν τω μεταξύ, έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη πολύ σοβαρών μεθοδολογικών διαφοροποιήσεων και κυρίως γνωστικών-εννοιολογικών ασυμμετριών στο εσωτερικό τόσο των ίδιων των ανθρωπιστικών όσο και των φυσικών επιστημών!
Ισως τελικά οι ιστορικές-κοινωνικές αναλύσεις μπορούν να διαφωτίσουν κάπως καλύτερα αυτή τη σχετικά πρόσφατη πολιτισμική παθολογία, δηλαδή τη συνύπαρξη κατά τη νεωτερική εποχή δύο, τουλάχιστον, παράλληλων -και θεωρητικά μη αλληλεπιδρώντων- συστημάτων για τη γνωστική ιδιοποίηση και τη σχέση του ανθρώπινου νου με την πραγματικότητα. Διότι, βέβαια, η Ιστορία μάς διδάσκει ότι κατά την αρχαιότητα κανένα διαζύγιο δεν υπήρξε μεταξύ φυσικών και ανθρωπιστικών επιστημών.
Εξάλλου, οι περισσότεροι αρχαίοι στοχαστές ήταν «φυσικοί φιλόσοφοι», που καλλιεργούσαν συστηματικά και προέκριναν -τόσο γνωσιακά όσο και ηθικοπολιτικά- την αναγκαιότητα αυτών των δύο συμπληρωματικών γνωστικών προσεγγίσεων. Μια ενιαία προσέγγιση της φυσικής-νοητικής πραγματικότητας των ανθρώπων, που θα αμφισβητηθεί και θα υποχωρήσει μόνο κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, λόγω των κυρίαρχων τότε υπερβατικών-μαγικών αναζητήσεων και της θρησκευτικής βαρβαρότητας.
«Απάνθρωπη» επιστήμη ή «αφύσικος» ανθρωπισμός
Αραγε, πώς κατάφερε να επιβληθεί ιστορικά η εμφανώς σχιζοειδής και μεροληπτική νεωτερική διάκριση των φυσικομαθηματικών επιστημών από τις ανθρωπιστικές-κοινωνικές επιστήμες; Και πώς εξηγείται η μέχρι σήμερα εντυπωσιακή αδυναμία επικοινωνίας μεταξύ τους, που, απ’ ό,τι φαίνεται, σχετίζεται άμεσα και συμβάλλει στην επιδείνωση των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους;
Πράγματι, στις μέρες μας οι άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια κατάσταση διαρκούς κρίσης, η οποία εκδηλώνεται ως συλλογική και ατομική ανισορροπία. Ενα σχεδόν καθολικό και παρατεταμένο αίσθημα νοητικής ανισορροπίας, που πολλαπλασιάζεται και συντηρείται λόγω της διαρκούς απορρύθμισης των ανθρώπινων σχέσεων από τις αλλεπάλληλες -σχεδόν καθημερινές- κοινωνικές, εργασιακές, οικονομικές και οικολογικές ανατροπές.
Βαθύτατες κοινωνικές και γνωστικές αλλαγές που προκύπτουν, αφενός, από τις καταιγιστικές τεχνοεπιστημονικές εξελίξεις και τις αλόγιστες εφαρμογές τους και, αφετέρου, από την απουσία μιας ενιαίας πολιτικο-οικονομικής διαχείρισης ή, έστω, μιας στοιχειωδώς νομότυπης πολιτικής ελέγχου απέναντι στις πιο καταστροφικές συνέπειες από τη μαζική άλλά άκριτη υιοθέτηση αυτών των νέων τεχνολογικών καινοτομιών.
Η πλήρης απουσία, δηλαδή, πολιτικών σχεδιασμού και πλανητικού ελέγχου, που θα έπρεπε ήδη να υπάρχουν και να εφαρμόζονται παντού, με γνώμονα όχι τα πρόσκαιρα «συμφέροντα» των λίγων διεθνών εταιρειών, αλλά το κοινό καλό και τη διασφάλιση ενός βιώσιμου μέλλοντος για το ανθρώπινο είδος.
Μια τέτοια πρωτοφανής και πλανητικών διαστάσεων κατάσταση ανισορροπίας επηρεάζει προφανώς την καθημερινότητα της ζωής μας και βιώνεται ως μια κατ’ ανάγκη σχιζοειδής επιλογή: μεταξύ της ανάγκης μας για ισότητα σε ένα άνισο και εμφανώς ανορθολογικό κοινωνικό περιβάλλον, ή ως το ασυμβίβαστο της καπιταλιστικής «ευζωίας» με την ανάγκη αποφυγής της οικολογικής-κλιματικής κατάρρευσης που συνεπάγεται η ικανοποίησή της.
Ωστόσο, η διάψευση του νεωτερικού ονείρου για μια αέναη και χωρίς κόστος πρόοδο της ανθρωπότητας, παρά τη διαρκή ανανέωση και την εξέλιξη των γνώσεων και των εφαρμογών της τεχνοεπιστήμης, δεν αντισταθμίστηκε από την παρουσία ενός εναλλακτικού σχεδίου πολιτικο-οικονομικής διαχείρισης των κρίσεων μέσω της αποδοχής ενός ρεαλιστικού μοντέλου συμβίωσης των ανθρώπων μεταξύ τους, αλλά και με τον πλανήτη που τους φιλοξενεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δυστυχώς, η τρέχουσα πλανητική ανισορροπία του είδους μας όχι απλώς συντηρείται αλλά και επιδεινώνεται από την κυρίαρχη δυϊστική μας προκατάληψη!
Συνεπώς η κυρίαρχη μέχρι σήμερα δυϊστική θεώρηση μιας δήθεν παντοδύναμης, υπεριστορικής και άρα «αντιανθρωπιστικής επιστήμης», όσο και η εναλλακτική θεώρηση ενός μη ρεαλιστικού -και εξίσου υπεριστορικού- «αντιεπιστημονικού ανθρωπισμού», έχουν δημιουργήσει από κοινού μια βαθύτατα προβληματική στάση νοητικής-πολιτισμικής προκατάληψης, που καθιστά αναποτελεσματική, όταν δεν την απαξιώνει εντελώς, κάθε προσπάθεια γνωστικής ή, έστω, πρακτικής υπέρβασης αυτής της δυϊστικής παγίδας.
Ομως, για τις αυτοκαταστροφικές συνέπειες του ανθρώπινου, πολύ ανθρώπινου ανορθολογισμού -στις ανθρωπιστικές όσο και στις θετικές επιστήμες- θα πούμε περισσότερα στο επόμενο άρθρο. Και θα τις διερευνήσουμε με τη βοήθεια του Γιώργου Ευαγγελόπουλου, ο οποίος θα μας μιλήσει για όλα αυτά με αφορμή την κυκλοφορία του νέου βιβλίου του για τις «Θεωρητικές και Θετικές Επιστήμες».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας