Αν δουλεύατε περί τα 25 χρόνια στο Δημόσιο και φτάνατε σε συντάξιμη ηλικία και κάτι παραπάνω, στα 70 ας πούμε, τι θα κάνατε; Μα βεβαίως τα χαρτιά σας για τη σύνταξη. Σωστά; Κι όμως, δεν είναι έτσι. Για να καταλάβετε πόσο μακριά και βαθιά νυχτωμένοι είμαστε και πόσο δυσκοίλιο είναι το κράτος (εκτός αν θέλει να μην είναι), μια ιστορία θα σας πω, σαν σκοτεινό παραμύθι, σαν καφκική ξεπατικωτούρα, που όμως είναι πέρα για πέρα αληθινή. Το όνομα και όλα τα στοιχεία του πρωταγωνιστή της είναι στη διάθεση της εφημερίδας μας.
Ας τον ονομάσουμε λοιπόν Κεμάλ. Ο Κεμάλ στη δεκαετία του 1980 δραπετεύει από την πατρίδα του λίγο πριν τον προλάβει ο θάνατος μέσα στις φυλακές. Αφήνει πίσω του οικογένεια, γυναίκα και νεογέννητο παιδί. Κουβαλάει μαζί του το πιο βαρύ φορτίο: τον φόβο – όχι μόνο γιατί πηγαίνει στο άγνωστο, όχι μόνο γιατί οι μυστικές υπηρεσίες της πατρίδας του είναι σίγουρο πως θα τον κυνηγήσουν, αλλά γιατί θα υποφέρουν πίσω οι δικοί του άνθρωποι πιεζόμενοι να μαρτυρήσουν πού βρίσκεται.
Κόβει μαζί τους κάθε επαφή. Εντούτοις μαθαίνει από άλλους πατριώτες ότι το σπίτι του, το γραφείο του, τα σπίτια φίλων του τα έχουν ψάξει όλα, φύλλο και φτερό. Τα ρήμαξαν…
Φτάνει από τη θάλασσα στην Ελλάδα, στην Αθήνα. Οι σύντροφοί του τού προτείνουν να συνεχίσει το ταξίδι: Γερμανία, Σουηδία… Αποφασίζει να μείνει στην κοιτίδα του πολιτισμού, της δημοκρατίας (τα θεωρητικά μαθήματα του σχολείου).
Ζητάει και παίρνει πολιτικό άσυλο. Αλλά παίρνει και επτά απόπειρες δολοφονίας του – οι πράκτορες βρίσκονται ήδη πίσω του. Κάνει τα πάντα για να εξαφανιστεί, να μην υπάρχει. Αλλάζει το όνομά του, παίρνει την ελληνική υπηκοότητα (Ελληνας πολίτης με βούλα και ταυτότητα) και πορεύεται κάνοντας διάφορες δουλειές ώσπου βρίσκεται και του προτείνεται μια θέση στο Δημόσιο. Καταθέτει όσα χαρτιά του ζήτησαν, τα βρίσκουν όλα σωστά και γίνεται ο διορισμός.
Ο Κεμάλ όλα αυτά τα χρόνια της υπηρεσίας του στο Δημόσιο και επειδή είναι πολιτικό πρόσωπο γνωρίζει τους πολιτικούς άπαντες, είτε γιατί ζητούσαν τις γνώσεις του είτε γιατί συναντιούνταν σε κοινές εκδηλώσεις. Με τα χρόνια (ίσως γιατί «έσβησε» τα ίχνη του, ίσως λόγω της μετρημένης ζωής του, ίσως επειδή έκοψε κάθε επαφή –φανερή τουλάχιστον– με την πατρίδα του) οι διώκτες του αδράνησαν.
Δεν χρειάζονται άλλες λεπτομέρειες.
«Θα κινδυνεύσουν οι δικοί μου»
Και φτάνουμε στη σύνταξη. Αυτοί που επιλήφθηκαν το συνταξιοδοτικό του ζητούν πρωτότυπους πανεπιστημιακούς τίτλους. Τους λέει πως ό,τι έχει ο φάκελός του αυτό υπάρχει και πως από την πατρίδα του δεν μπορεί να ζητήσει τίποτα απολύτως. «Εχω αλλάξει τα πάντα. Δεν μπορώ να ζητήσω από κει κανένα δημόσιο έγγραφο. Θα είναι σαν να τους λέω πως υπάρχω. Και εμένα προσωπικά δεν με ενδιαφέρει, αλλά θα βάλω σε κίνδυνο τους δικούς μου ανθρώπους, την οικογένειά μου».
Του προτείνουν να μην πάρει σύνταξη Π.Ε. (Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση) αλλά Μ.Ε. Ο Κεμάλ συμφωνεί αλλά και πάλι του ζητούν απολυτήριο Γυμνασίου. Τους επαναλαμβάνει πως δεν μπορεί να πάρει κανένα κρατικό έγγραφο. Οι υπουργοί προϊστάμενοί του, όταν τους ενοχλεί, καμώνονται πως καταλαβαίνουν και του υπόσχονται πως θα βρεθεί λύση. Τον παραπέμπουν σε γραμματείς και φαρισαίους, στα πολιτικά τους γραφεία. Το σωματείο των εργαζομένων, για το οποίο έτρεχε σε κάθε εκλογές, αδιαφορεί (συνδικαλιστές!), οι βουλευτές καμώνονται πως δεν τον γνωρίζουν. Μάχιμοι πολιτικοποιημένοι δικηγόροι τον χτυπούν με κατανόηση στην πλάτη και προσπερνούν. Οι πρωθυπουργικοί γραμματείς βρίσκουν κωλύματα. Ολοι φίλοι... Δηλαδή δεν δικαιούται σύνταξη; Τι έγιναν οι τόσες κρατήσεις; Πώς τον πλήρωναν τόσα χρόνια και μάλιστα έπαιρνε και τις όποιες αυξήσεις για την προϋπηρεσία του; Αυτοί που προχώρησαν στον διορισμό του πώς τα είχαν βρει όλα σωστά; Τι πολιτικό ξεκαθάρισμα γίνεται; Ποιος είναι ο λύκος σ’ αυτήν την ιστορία;
«Είμαι απελπισμένος. Πραγματικά δεν ξέρω τι να κάνω. Ο δρόμος, θα μου πεις, για τα δικαστήρια είναι ανοιχτός, αλλά δεν θέλω αυτή η υπόθεση να πάρει καμία δημοσιότητα. Πάνω από τη σύνταξη είναι οι άνθρωποί μου πίσω. Πολλά τράβηξαν με τη δική μου πολιτικοποίηση». «Μα κάτι πρέπει να γίνει», του αντιτείναμε. «Εδώ μοιράζουν πτυχία και τίτλους για διορισμούς σε θέσεις ακριβοπληρωμένες – από διοικητές και πάνω», σκεφτήκαμε, αλλά δεν το είπαμε, γιατί ντραπήκαμε να κατηγορήσουμε την πατρίδα μας απέναντι σε έναν άνθρωπο που τη θεωρεί και δική του, δεύτερη πατρίδα.
Αυτοί που άκουσαν για την υπόθεση του Κεμάλ νομίζουμε πως πρέπει να σταματήσουν να κρύβονται. Ενας συνάνθρωπός μας ζητάει ό,τι δικαιούται – τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο.
Και δεν θέλουμε να τον αφήσουμε με τους στίχους του Γκάτσου: «Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ. Καληνύχτα...». Επιτέλους, ας μην είναι έτσι.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας