Αθήνα, 20°C
Αθήνα
Βροχοπτώσεις μέτριας έντασης
20°C
20.9° 18.4°
1 BF
71%
Θεσσαλονίκη
Σποραδικές νεφώσεις
21°C
21.6° 19.3°
2 BF
61%
Πάτρα
Αραιές νεφώσεις
19°C
22.0° 19.4°
2 BF
75%
Ιωάννινα
Σποραδικές νεφώσεις
17°C
16.9° 16.9°
1 BF
63%
Αλεξανδρούπολη
Ελαφρές νεφώσεις
18°C
17.9° 17.9°
3 BF
72%
Βέροια
Αυξημένες νεφώσεις
20°C
20.2° 20.2°
2 BF
74%
Κοζάνη
Αυξημένες νεφώσεις
15°C
15.4° 15.4°
2 BF
59%
Αγρίνιο
Αυξημένες νεφώσεις
21°C
21.2° 21.2°
1 BF
67%
Ηράκλειο
Ασθενείς βροχοπτώσεις
20°C
21.4° 18.8°
4 BF
73%
Μυτιλήνη
Ελαφρές νεφώσεις
19°C
19.9° 18.2°
2 BF
61%
Ερμούπολη
Σποραδικές νεφώσεις
19°C
19.4° 19.4°
3 BF
61%
Σκόπελος
Ελαφρές νεφώσεις
20°C
19.7° 19.7°
2 BF
68%
Κεφαλονιά
Ελαφρές νεφώσεις
20°C
20.3° 19.9°
4 BF
73%
Λάρισα
Αυξημένες νεφώσεις
21°C
21.2° 21.2°
2 BF
57%
Λαμία
Σποραδικές νεφώσεις
19°C
19.1° 18.9°
1 BF
59%
Ρόδος
Σποραδικές νεφώσεις
19°C
19.8° 18.8°
4 BF
79%
Χαλκίδα
Αραιές νεφώσεις
21°C
20.5° 20.5°
2 BF
46%
Καβάλα
Σποραδικές νεφώσεις
20°C
20.5° 18.3°
3 BF
66%
Κατερίνη
Αραιές νεφώσεις
21°C
21.3° 21.3°
2 BF
64%
Καστοριά
Αυξημένες νεφώσεις
17°C
17.0° 17.0°
2 BF
64%
ΜΕΝΟΥ
Πέμπτη, 24 Απριλίου, 2025
Ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, με τα κιάλια ανά χείρας, εν μέσω τουρκικού στρατιωτικού αποσπάσματος | Λ. ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, «ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ» (ΘΕΣ/ΝΙΚΗ 2004)

Μια Πρωτοχρονιά στη Μακεδονία

«Κυλίουσι σήμερον οι Τούρκοι τον λίθον του Σισύφου, μετ’ αυτών δε και ημείς»

Σταμάτιος Κιουζέ-Πεζάς, Ελληνας πρόξενος Μοναστηρίου (3/10/1902)

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 1902. Στη Ζαγορίτσανη της Καστοριάς, ένα σλαβόφωνο κεφαλοχώρι 3.000 κατοίκων που το 1928 θα μετονομαστεί σε Βασιλειάδα, ο κόσμος γιορτάζει όπως πάντα την έλευση του νέου χρόνου με τα σούρβα, το τοπικό καρναβάλι.

Ομάδες μασκαράδων πηγαινοέρχονται από σπίτι σε σπίτι για να συγκεντρωθούν κατόπιν στην κεντρική πλατεία, όπου θα διεξαχθούν συμβολικές μάχες ανάμεσα σε «κλέφτες» και «μούτρα», και το γλέντι θα κλείσει με ομαδικό χορό.

Το χαρούμενο γιορταστικό κλίμα σε τίποτα δεν θυμίζει ούτε όσα έχουν προηγηθεί ούτε όσα έμελλε να ακολουθήσουν.

Λειτουργία με το πιστόλι

Ακολουθώντας ένα άλλο πατροπαράδοτο έθιμο, την παραμονή των Χριστουγέννων είχε καταφτάσει στο χωριό ο επιχώριος μητροπολίτης για την ετήσια λειτουργία του εκεί.

Σε παλιότερους καιρούς, η άφιξή του θα συνοδευόταν απλώς από την είσπραξη της προβλεπόμενης επιχορήγησης του αρχιερέα από το ποίμνιό του, η αυστηρότητα της οποίας ποίκιλλε ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία (και τις ορέξεις) του εκάστοτε ιεράρχη.

Από τον Γενάρη του 1894 ωστόσο, η Ζαγορίτσανη ήταν χωρισμένη σε δύο διαφορετικές εκκλησιαστικές κοινότητες.

Σύμφωνα με απόρρητη στατιστική της μητρόπολης Καστοριάς (8/3/1902), 110 οικογένειες έμεναν πιστές στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, ενώ 350 άλλες είχαν προσχωρήσει στη Βουλγαρική Εξαρχία.

Τον Αύγουστο του 1897 η πατριαρχική «μερίδα» προσχώρησε μάλιστα για ένα διάστημα στην Εξαρχία, από αίσθημα ίσως αυτοσυντήρησης μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο εκείνης της χρονιάς, για να επανέλθει την επόμενη διετία στα πατροπαράδοτα.

Η πλειοψηφική ένταξη του χωριού στην Εξαρχία υπήρξε το επιστέγασμα ζυμώσεων που χρονολογούνταν από το 1868-1872, όταν στο χωριό υπηρέτησε ως ελληνοδιδάσκαλος ο Σαλονικιός εθναπόστολος του «βουλγαροσλαβισμού» Γεώργιος Ντίνκας.

Αντανακλούσε όμως πιθανότατα και μια μακρά μεταναστευτική παράδοση που συνέδεε το χωριό με την Πόλη και τη Βουλγαρία· αυτή τουλάχιστον την εξήγηση έδωσε, εν έτει 1944, ένας ντόπιος συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού (και του ΕΛΑΣ) σε Βρετανό αξιωματικό (N.G.L. Hammond, The Allied Military Mission and the resistance in West Macedonia, Θεσ/νίκη 1993, σ. 141-142).

Στη Ζαγορίτσανη είχε άλλωστε γεννηθεί όχι μόνο ένας συνταγματάρχης του βουλγαρικού στρατού με ενεργό δράση στα κομιτάτα των αρχών του αιώνα (Αναστάς Γιάνκοφ), αλλά και ο πατριάρχης του βουλγαρικού σοσιαλισμού Ντίμιταρ Μπλαγκόεφ.

Το ανταγωνιστικό αίτημα των δύο «κομμάτων» για αποκλειστική χρήση του τοπικού ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου διευθετήθηκε από τις οθωμανικές αρχές με επιβολή της «εκ περιτροπής λειτουργίας».

Τα Χριστούγεννα του 1901 ήταν σειρά των εξαρχικών να χρησιμοποιήσουν την εκκλησία.

Την προηγούμενη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο (1899), ο μητροπολίτης Αθανάσιος τους είχε παραχωρήσει μεν προτεραιότητα, τέλεσε όμως κατόπιν δική του λειτουργία, προκαλώντας διαμαρτυρίες για «αντικανονική» χρήση του χώρου.

Τούτη τη φορά η διπλή λειτουργία θα πραγματοποιούνταν κοινή συναινέσει, κάτω από επεισοδιακές όμως συνθήκες.

Προκαθήμενος της «εμπερίστατης» μητρόπολης της Καστοριάς είχε γαρ αναλάβει από τον Μάρτιο ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ένας ιεράρχης αποφασισμένος να πατάξει με κάθε τρόπο το «μόλυσμα» του «βουλγαρισμού» και της ένοπλης επαναστατικής προπαγάνδας των κομιτατζήδων.

«Αν έμειναν εκ των πολλών βουλγαροφώνων χωρίων και τινα πιστά μέχρι σήμερον εις ημάς, και ταύτα τεχνητώς συγκρατούνται», διαπίστωνε σε επιστολή του τον Απρίλιο, αποφαινόμενος ότι, για την ανάσχεση του κακού, «πρέπει να φοβίσωμεν τους σχισματικούς».

Στα απομνημονεύματα που υπαγόρευσε αργότερα στην Πηνελόπη Δέλτα, ο Καραβαγγέλης περιγράφει αρκετά εύγλωττα τη μέθοδο με την οποία «επιβλήθηκε» στους χωρικούς της Ζαγορίτσανης εκείνα τα Χριστούγεννα:

«Μου στέλνουν λοιπόν επιτροπή από το χωριό να με πείση ότι είναι καλύτερα να λειτουργήσουν αυτοί πρώτα. “Οχι”, τους απαντώ, “η εκκλησία έγινε με Ελληνικό φιρμάνι από το Ελληνικό Πατριαρχείο και εγώ είμαι Αρχιερεύς. Λοιπόν πρώτος θα λειτουργήσω”.

Τότε σηκώθηκαν και έφυγαν χωρίς να μου δώσουν τα κλειδιά. “Εμίν”, φωνάζω στον καβάση [σωματοφύλακά] μου, “πήγαινε στον καϊμακάμη, να πης να μας στείλη στρατό”. Αυτοί τάκουσαν και μου στείλαν τα κλειδιά.

Ετσι τα μεσάνυχτα πήγα συνοδευόμενος από δυο δικούς μας ανθρώπους, με το ρεβόλβερ στο χέρι, και ο Εμίν με το γκρα. [...] Πίσω από το θρόνο ήταν ένας δικός μας που στάθηκε όλη την ώρα με το πιστόλι στο χέρι. Ετσι λειτούργησα και φθάσαμε στα Αγια» (Γερμανός Καραβαγγέλης, «Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα», Θεσσαλονίκη 1958, σ. 11-12).

Ο οπλαρχηγός Βασίλ Τσακαλάροφ. | H.N. BRAILSFORD, MACEDONIA (ΛΟΝΔΙΝΟ 1906)

Λιγότερο ηρωική είναι η εκδοχή που καταχώρισε αυθημερόν στο ημερολόγιό του ο κομιτατζής οπλαρχηγός Βασίλ Τσακαλάροφ από το Σμαρντές (νυν Κρυσταλλοπηγή), που μαζί με μια σαρανταριά αντάρτες του κρυβόταν τότε στο ίδιο χωριό:

«25 Δεκεμβρίου. Στις 8 [μ.μ.] ο Ελληνας μητροπολίτης λειτούργησε στην εκκλησία με τον όρο να ελευθερώσει την εκκλησία για τους Βουλγάρους στις 10» (Васил Чекаларов, «Дневник», Σόφια 2001, σ. 62).

Μαζί με τον Τσακαλάροφ περιόδευε στην περιοχή κι ένα ανώτατο στέλεχος της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ), ο Γκότσε Ντέλτσεφ.

Από τις αναμνήσεις ενός απλού αντάρτη πληροφορούμαστε πως ο ντόπιος καπετάνιος -και πρώην βουλγαροδιδάσκαλος- Κουζμάν Στέφοφ πρότεινε να χτυπήσουν τον μητροπολίτη μέσα στην εκκλησία, όμως ο Ντέλτσεφ τους απέτρεψε τονίζοντας τις συνέπειες μιας τέτοιας ενέργειας (Стойче Кузманов, «Гоце Делчев в с. Загоричани», περ. Илюстрация Илинден, τχ. 49-50 [9-10.1933], σ. 21).

Κομιτατζήδες της Καστοριάς. Φωτογραφία του Καστοριανού Λεωνίδα Παπάζογλου

Ενας άλλος κομιτατζής, ο Σλαβέικο Αρσοφ, καμαρώνει στα δικά του απομνημονεύματα ότι, παρόλο που ο Καραβαγγέλης επισκέφθηκε «τα γρεκομανή σπίτια, κανείς δεν του ανέφερε τίποτα» για την παρουσία της ανταρτοομάδας (Славейко Арсов, «Въстаническото движение в югозападна Македония», Σόφια 1925, σ. 24).

Η εχεμύθεια αυτή διαψεύδεται πάντως από τις αναμνήσεις του μητροπολίτη, που αποτυπώνουν απλά μια αμφίπλευρη ισορροπία του τρόμου (όπ. π., σ. 11-12).

Οι αντάρτες και ο πράκτορας

Τι έκανε όμως η ανταρτοομάδα των κομιτατζήδων χριστουγεννιάτικα στη Ζαγορίτσανη; Ο,τι ακριβώς έκανε κατά τις επισκέψεις της, εκείνα τα χρόνια, σε κάθε χριστιανικό μακεδονικό χωριό: επαφές και συνεννοήσεις με τα ήδη μυημένα μέλη της ΕΜΕΟ, στρατολόγηση νέων, έλεγχο των λογαριασμών του τοπικού επαναστατικού ταμείου και διευθέτηση των όποιων τριβών ανάμεσα στα ντόπια στελέχη.

Βασική καινοτομία της οργάνωσης, σε σχέση με όσα αλυτρωτικά κινήματα είχαν προηγηθεί, δεν ήταν άλλωστε τόσο η επαγγελία της για μια μελλοντική αυτόνομη Μακεδονία, πολιτικό σχέδιο που στην πράξη συνδυαζόταν με αρκετές δόσεις βουλγαρικού εθνικισμού, όσο η πρωτοπόρα οργανωτική της πρακτική: η συγκρότηση ενός μυστικού «παράλληλου κράτους» επαναστατικών κοινοτήτων που προετοιμάζονταν επί μακρόν για την τελική ένοπλη εξέγερση.

Καθόλου τυχαία, η ΕΜΕΟ θεωρείται σήμερα ως το αρχέτυπο των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων του εικοστού αιώνα, όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά και στον Τρίτο Κόσμο.

Με βάση το μοντέλο παλλαϊκής οργάνωσης που εισήγαγε ο Ντέλτσεφ, οι χριστουγεννιάτικες ζυμώσεις κορυφώθηκαν σε μια γενική συνέλευση των ανδρών της Ζαγορίτσανης, «μυημένων» και μη, τη νύχτα της 29ης Δεκεμβρίου.

Το δίωρο κήρυγμα του Ντέλτσεφ συνοψίστηκε από έναν παριστάμενο ως εξής:

«Τι πολυτιμότερο για έναν λαό από το να είναι ελεύθερος. Πως γι’ αυτό πρέπει να σπάσουν οι αλυσίδες της σκλαβιάς και να καταργηθεί η τουρκική τυραννία. Ακριβώς γι’ αυτό ο ίδιος και άλλοι σαν κι αυτόν γυρνάνε πόλεις και χωριά, βουνά και δάση, για να παρακινήσουν τον λαό να ετοιμαστεί για αγώνα με τους προαιώνιους εχθρούς. Επειδή αυτός ο αγώνας είναι πια κοντά, καλεί όλους τους συγκεντρωμένους να εφοδιαστούν με τουφέκια. Γιατί το τουφέκι είναι τώρα πολύ πιο απαραίτητο απ’ οτιδήποτε άλλο».

Η συνέλευση έκλεισε με την ομαδική ορκωμοσία όσων δεν ήταν ήδη μέλη της ΕΜΕΟ και την εκλογή ενός επταμελούς λαϊκού δικαστηρίου, στο οποίο θα κατέφευγαν στο εξής οι χωρικοί για την επίλυση των διαφορών τους, μποϊκοτάροντας την οθωμανική Δικαιοσύνη.

Μεταξύ των εκλεγμένων δικαστών συγκαταλέγονταν οι δυο δάσκαλοι κι ένας από τους πατριαρχικούς ιερείς του χωριού (Кузманов, όπ. π., σ. 21-22).

Σύμφωνα με την ίδια αφήγηση, ένας μόνο χωρικός -ο Ιλκο Ποπαναστάσοφ ή Ηλίας Παπαναστασίου- δεν κλήθηκε στη νυχτερινή συνέλευση, λόγω των σχέσεών του με τη μητρόπολη και των συνακόλουθων υποψιών που τον βάραιναν για κατασκοπία σε βάρος της οργάνωσης.

Υποψιών που, όπως διαπιστώνουμε από μεταγενέστερη επιστολή του (13/12/1903), που φυλάσσεται στο αρχείο Στέφανου Δραγούμη (φ. 215, εγγρ. 31), ήταν απόλυτα δικαιολογημένες.

Τον Απρίλιο του 1901, διαβάζουμε, ο Ελληνας πρόξενος στο Μοναστήρι Σταμάτιος Κιουζέ-Πεζάς, «μετά προηγουμένην συνεννόησιν μετά του τότε Βαλή Αβδούλ Κερίμ Πασσά, μοι είχεν αναθέσει την εμπιστευτικήν αποστολήν να περιέλθω όλην την επαρχίαν Καστορίας επισκοπών μεν αφ’ ενός μεν τας κινήσεις και ενεργείας του Βουλγ. Κομιτάτου και το φρόνημα συγχρόνως του λαού και επιθεωρών αφ’ ετέρου τα σχολεία της επαρχίας».

Η αποστολή ολοκληρώθηκε τον Μάιο με υποβολή δύο εκτενέστατων εκθέσεων.

Ο πρόξενος έμεινε ευχαριστημένος και τον Ιούλιο πρότεινε στον Παπαναστασίου να αναλάβει «μονίμως πλέον» καθήκοντα όχι μόνο σχολικού επιθεωρητή αλλά «και εθνικού αποστόλου υπό το πρόσχημα ιεροκήρυκος, περιβαλλόμενος προς τούτο τήβεννον και εν γένει αμφίεσιν καλογερικήν».

Η απάντηση ήταν θετική, με μοναδικό όρο την «προστασίαν της πτωχής οικογενείας» του πράκτορα σε περίπτωση δολοφονίας του από τους κομιτατζήδες.

Η ελληνοτουρκική σύμπραξη που αποτυπώνεται στις παραπάνω συνεννοήσεις ίσως ξενίζει τον αναγνώστη· αποτελούσε όμως πάγια πρακτική της τότε ελληνικής διπλωματίας, που ως πυλώνα της πολιτικής της στη Μακεδονία έθετε την «προσωρινή» στήριξη της εκεί οθωμανικής κυριαρχίας απέναντι στον δυναμικότερο βουλγαρικό εθνικισμό.

Η στήριξη αυτή εξελίχθηκε μάλιστα σε απόλυτη ταύτιση μετά την εμφάνιση της ΕΜΕΟ και τη διαπίστωση της απήχησης των απελευθερωτικών κηρυγμάτων της στους «ημέτερους» σλαβόφωνους χωρικούς.

Από την άνοιξη του 1900 τα ελληνικά προξενεία διαβιβάζουν στις οθωμανικές αρχές κάθε διαθέσιμη πληροφορία για τα επαναστατικά πρόσωπα και πράγματα, στις αρχές δε του 1901 θα εκμαιευτεί εγκύκλιος του Πατριαρχείου για τη συστηματική «υποβοήθησιν των τοπικών αρχών εις ανακάλυψιν των ανατρεπτικών στοιχείων».

Η αντεπαναστατική αυτή συνεργασία έφερε με τη σειρά της τη στοχοποίηση των στελεχών του ελληνικού μηχανισμού από την ΕΜΕΟ, έναν αιματηρό φαύλο κύκλο παραδειγματικών εκτελέσεων και περαιτέρω συρρίκνωση της ελληνικής επιρροής.

«Κυλίουσι σήμερον οι Τούρκοι τον λίθον του Σισύφου, μετ’ αυτών δε και ημείς, μέχρις ότου εξαντληθώσιν αι δυνάμεις και ημών και αυτών», αποφαίνεται έτσι μελαγχολικά σε έκθεσή του ο Κιουζέ-Πεζάς (3/10/1902, αρ. 567).

Διαφυγή και τιμωρία

Ας επιστρέψουμε όμως στην πρωτοχρονιάτικη Ζαγορίτσανη και την απροσδόκητη περιπέτεια του Ηλία Παπαναστασίου.

Επισκεπτόμενος κάποιο φιλικό σπίτι, διαβάζουμε σε σχετική προξενική έκθεση (10/1/1902, αρ. 12), ο τελευταίος «ευρέθη εξαπίνης προ μιας επταμελούς ομάδος» κομιτατζήδων, οι οποίοι «προσεπάθησαν να [τον] κατηχήσουν εις τα απελευθερωτικά σχέδια των Σλάβων αδελφών».

Λιγότερο ειδυλλιακά περιγράφει τα συμβάντα ο ίδιος, στη μεταγενέστερη αφήγησή του:

«Ενέπεσα απροσδοκήτως εις χείρας της συμμορίας Πετρώφ και Στέφωφ και εκρατήθην εν τινι οικία επί τέσσαρας ώρας· και ενώ εσχεδίαζον την νύκτα εκείνην να με θανατώσωσι μεταφερόμενον εκτός του χωρίου, κατώρθωσα να διολισθήσω των αιμοβόρων χειρών αυτών και κατέφυγον εις την τουρκικήν συνοικίαν του παρακειμένου χωρίου Κομανιτσόβου».

Περιγράφοντας -σε τρίτο πρόσωπο- τα συμβάντα στο βιβλίο που εξέδωσε ψευδώνυμα στην Αθήνα την ίδια χρονιά, διευκρινίζει πάντως ότι «έλαβε λεπτομερή γνώσιν των επαγγελιών του Κομιτάτου διά του στόματος του Πετρώφ» (Γρ. Π. Κώνστας, «Ενέργειαι και δολοφονικά όργια του Βουλγαρικού κομιτάτου», Εν Αθήναις 1902, σ. 47).

Οι μαρτυρίες της άλλης πλευράς προδίδουν μια εμφανή αμηχανία των κομιτατζήδων μετά την απρόσμενη συνάντηση.

Ασφαλέστερη, αν και υπερβολικά λακωνική, είναι η σχετική εγγραφή στο ημερολόγιο του Τσακαλάροφ:

«Ο Ιλκο Ποπαναστάσοφ, με ράσο διάκου, εξαγορασμένος από τον Ελληνα μητροπολίτη για να κατασκοπεύει και να παρακολουθεί τα έργα του κομιτάτου, μπήκε απρόοπτα στο σπίτι που βρισκόταν ο Πετρόφ με κάμποσα παιδιά. Με ενημέρωσαν, τι να τον κάνουν. Είπαμε να τον δέσουν ίσαμε το βράδυ και να μας τον φέρουν. Γύρω στις 10 και μισή μου ανέφεραν πως ο Ιλκο τόσκασε από τον Πετρόφ και πήρε πιλαλώντας το δρόμο για την Καστοριά» (Чекаларов, όπ. π., σ. 64).

Την εικόνα συμπληρώνουν οι αναμνήσεις κάποιων άλλων κομιτατζήδων.

«Η δασκάλα Μασλίνα Γκριντσάροβα, που εκείνη την ώρα βρισκόταν στο ίδιο σπίτι, τον συμβούλευε να παρατήσει αυτή τη δουλειά», γράφει ένας απ’ αυτούς, εξηγώντας πως ο Παπαναστασίου «κατατρομοκρατήθηκε και παρακάλεσε τον βοεβόδα Πετρόφ να βγει στην αυλή για την ανάγκη του»· βγαίνοντας όμως έξω, «είδε την πόρτα του δρόμου ανοιχτή» και το ’σκασε, αιφνιδιάζοντας τον αντάρτη που τον συνόδευε (Кузманов, όπ. π., σ. 22).

Σαφώς δηκτικότερος είναι στα απομνημονεύματά του ο ημιεπίσημος ιστοριογράφος της ΕΜΕΟ, που έφτασε στο χωριό την επομένη:

«Η ντόπια δασκάλα Μασλίνα αρχίζει να τον προκαλεί και να τον φοβίζει, προειδοποιώντας τον ότι δεν πρόκειται πια να βγει από εκεί ζωντανός. Ομως ο αιχμάλωτος εκμεταλλεύεται μια στιγμή, όταν τα παιδιά είχαν αφαιρεθεί με τους μασκαράδες, ορμά έξω και χάνεται στον κάμπο» (Христо Силянов, «Писма и изповеди на един четник», Σόφια 1972, σ. 72).

Για μοιραία «χαλάρωση» των φρουρών του Παπαναστασίου λόγω της παρουσίας «μασκαράδων» στο σπίτι κάνει λόγο στις αναμνήσεις του και ο πολιτικός καθοδηγητής Μιχαήλ Νικόλοφ από τη γειτονική Μπόμπιστα, παρών επίσης στο χωριό εκείνες τις ώρες (М. Николов, «Революционното движение в Костурско», Σόφια 1937, σ. 97).

«Τον τσακώνουν, τον περιπαίζουν, τον απειλούν και τον χάνουν από τα χέρια τους», συνοψίζει -τέλος- την όλη υπόθεση ο Πάντο Κλιάσεφ (Пандо Кляшев, «Освободителната борба в Костурско», Σόφια 1925, σ. 66).

Τη διαφυγή του «ψευδοκαλόγερου» ακολούθησε η έννομη καταστολή.

«Περί την χαραυγήν της επομένης», αφηγείται ο ίδιος, «ο έπαρχος Καστορίας διά νυκτός ειδοποιηθείς κατέφθασεν εις Κομανίτσοβον μετ’ ισχυράς ενόπλου δυνάμεως και κατηυθύνθημεν αμέσως εις Ζαγοριτσάνην. Ητο όμως αργά, διότι η συμμορία έσχε πλέον ή επαρκή καιρόν ίνα εγκαταλίπη ασφαλώς και ακινδύνως το χωρίον. Εντούτοις κατήγγειλα επτά συγχωρίους μου, οίτινες ενώπιόν μου είχον έλθη εις άμεσον επικοινωνίαν μετά των δολοφόνων».

Ολοι οι συλληφθέντες, ανάμεσά τους κι η δασκάλα, καταδικάστηκαν σε τριετή φυλάκιση αλλά απολύθηκαν με την αμνηστία του 1903.

«Οι συμμορίται εγένοντο άφαντοι, συνελήφθησαν δε και ετέθησαν υπό ανάκρισιν οι φιλοξενήσαντες αυτούς οικοδεσπόται», ενημερώνει απ' την πλευρά του την Αθήνα ο Ελληνας πρόξενος. «Ο δε ημέτερος επόπτης μεθ’ απάσης της οικογενείας του ηναγκάσθη νυν οικογενειακώς να μετοικήση εις Καστορίαν».

Ούτε η Καστοριά ήταν όμως πια ασφαλής για τους συνεργάτες των αρχών.

Μια μέρα μετά την άφιξη εκεί της οικογένειας Παπαναστασίου, ένας Φλωρινιώτης κομιτατζής ονόματι Ρίστο σκότωσε στο κέντρο της πόλης τον Τραγιάν Στογιάνοφ από το Κονομπλάτι, πάλαι ποτέ μέλος της ΕΜΕΟ που είχε εξελιχθεί σε επαγγελματία καταδότη.

Ο Παπαναστασίου πήρε έτσι την άγουσα για την Αθήνα, με 7,5 λίρες που του κατέβαλε «εκτάκτως» ο Καραβαγγέλης ως «απρόβλεπτη δαπάνη» του ελληνικού προξενείου.

Με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, το κεντρικό ταμείο του κράτους θα του χορηγήσει στα τέλη Φεβρουαρίου άλλα 500 χρυσά φράγκα, ως αμοιβή «διά τας εις εθνικάς υποθέσεις ενεργείας του».

Η απόδειξη καταβολής των 7,5 λιρών από τον μητροπολίτη Καραβαγγέλη στον φυγάδα Ηλία Παπαναστασίου, «λόγω απροόπτων εξόδων» (31/1/1902) | Λ. ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, «ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ» (ΘΕΣ/ΝΙΚΗ 2004)

Πίσω στη Μακεδονία, η Ζαγορίτσανη έμελλε να πληρώσει βαρύ φόρο αίματος μέσα στην επόμενη τριετία:

◼ Τον Δεκαπενταύγουστο του 1903, κατά την εξέγερση του Ιλιντεν, καταστράφηκε συθέμελα και 26 κάτοικοί της σφαγιάστηκαν από τον οθωμανικό στρατό, στον οποίο είχαν ενσωματωθεί ως ανιχνευτές οι πρώτοι Κρητικοί μακεδονομάχοι.

Οι περισσότεροι χωρικοί επέζησαν καταφεύγοντας στο γειτονικό μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων και καταβάλλοντας λύτρα στους αξιωματικούς για τη σωτηρία τους.

Στις 19 Αυγούστου επέστρεψαν τελετουργικά στο Πατριαρχείο με «συγχωρητική» λειτουργία του μητροπολίτη στη γειτονική Κλεισούρα, επανέκαμψαν όμως στην Εξαρχία το 1904.

◼ Στιγματισμένο σαν «μικρή Σόφια» και εν μέρει μόνο ανοικοδομημένο, το χωριό ξανακάηκε στις 25 Μαρτίου 1905 από τους μακεδονομάχους, σε μια τρομοκρατική επιδρομή με 59 νεκρούς μεταξύ των κατοίκων (52 άντρες και 7 γυναίκες).

Τον τυφλό χαρακτήρα του μακελειού επιβεβαιώνει το γεγονός ότι δεκατέσσερα τουλάχιστον θύματα ήταν πατριαρχικοί («σλαβόφωνοι μεν αλλά πολύτιμοι», σχολιάζει ο Καραβαγγέλης στα απομνημονεύματά του), ενώ σκοτώθηκε κι ένας περαστικός Εβραίος από την Καστοριά.

Στις στράτες του Ελληνισμού

Ως πολιτικός πρόσφυγας, ο Ηλίας Παπαναστασίου θα αναζητήσει τα επόμενα χρόνια απασχόληση που να συνδυάζει τον βιοπορισμό με την εθνική στράτευση.

Για τη διαδρομή του αυτή, στοιχεία αντλούμε από τα βιβλία που ο ίδιος εξέδωσε, από το αρχείο του ΥΠΕΞ και την αλληλογραφία του με την οικογένεια Δραγούμη:

● Στις 16/6/1902 προγραμματίζει διάλεξη για την τρομοκρατία της ΕΜΕΟ στην «Εταιρεία των Φίλων του Λαού».

Τελικά η εκδήλωση ματαιώνεται, «ένεκα ενδεχομένης αποτυχίας του σκοπού αυτής», και αποφασίζεται η έκδοση της ομιλίας σε φυλλάδιο.

Θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο και αποτελεί το πρώτο εγχώριο δείγμα πτωματολογικής «αντισυμμοριακής» φιλολογίας (βλ. παραδίπλα).

● Τον Δεκέμβριο του 1903 διαμαρτύρεται στον Στέφανο Δραγούμη, στον Μακεδόνα δικηγόρο Αθανάσιο Αργυρό και στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών (πρόεδρο της καθ’ ύλην αρμόδιας «Επικούρου των Μακεδόνων Επιτροπής») για διακρίσεις σε βάρος των σλαβόφωνων προσφύγων και αποκλεισμό τους από τις δημόσιες υπηρεσίες.

● Το 1904 διδάσκει τα σλαβομακεδόνικα στους αξιωματικούς που πρόκειται να σταλούν στη Μακεδονία (Κων/νος Μαζαράκης, «Μακεδονικός Αγών 1903-1908», Θεσ/νίκη 1937, σ. 12).

● Τον Αύγουστο του 1904 το όνομά του συζητιέται στο ΥΠΕΞ για διορισμό ως δασκάλου και πράκτορα σε κάποιο σλαβόφωνο χωριό των Σερρών.

Ο πρόξενος Θεσσαλονίκης Λάμπρος Κορομηλάς τον χαρακτηρίζει «λίαν εγγράμματον, γιγνώσκοντα πολλάς γλώσσας», υπερβολικά όμως απαιτητικό («υποθέτω ότι θα ζητήση τουλάχιστον 35-40 λίρας»), αμφιβάλλει δε «εάν θα στέρξη να διδάξη εν επικινδύνω σημείω».

● Τις ίδιες μέρες ο Παπαναστασίου εγκαινιάζει μια εναλλακτική σταδιοδρομία: «διαφωτιστικές» διαλέξεις περί Μακεδονίας (με εισιτήριο) στην ελληνική επαρχία και διασπορά.

Η πρώτη δόθηκε στις 8/8/1904 στη Χαλκίδα· μέχρι τις 29/1/1908 θα πραγματοποιήσει ακόμη 64 σε διάφορα σημεία του βασιλείου, στη Σάμο, την Αλεξάνδρεια, την Οδησσό και την Κύπρο.

Η δραστηριότητά του αυτή προκαλεί ωστόσο διαβολές αντιζήλων, κυρίως του ανταγωνιστικού προς τους Δραγούμηδες «Μακεδονικού Συλλόγου» των αδελφών Γερογιάννη, που τον διαβάλλουν επανειλημμένα ως «Βούλγαρο», προκαλώντας αποτυχία κάποιων διαλέξεων ή και την προσωρινή κράτησή του.

● Το 1906 εργάζεται στον επιτελικό μηχανισμό του Μακεδονικού Αγώνα, όμως «διά της διαγωγής του παρέχει καθ’ εκάστην πράγματα» στους προϊσταμένους του και ζητά τελικά να αποχωρήσει («Αρχείο Μακεδονικού Αγώνα περιοχής Βερμίου», Νάουσα 2002, σ. 374).

● Τον Μάρτιο του 1908 αναμιγνύεται στο αρχιεπισκοπικό ζήτημα της Κύπρου, συνηγορώντας στον Ιωνα Δραγούμη υπέρ του ενός από τους δύο υποψηφίους και καταγγέλλοντας την υποστήριξη του προξένου Λάρνακας προς τον αντίπαλό του.

Στη Λεμεσό «θερμοκέφαλός τις νέος» χειροδικεί σε βάρος του, επίθεση που ο ίδιος αποδίδει στις συκοφαντίες των Γερογιάννηδων.

● Το 1908 εκτυπώνει το δεύτερο βιβλίο του στη Λευκωσία και τα Χανιά και, λίγο αργότερα, αναλαμβάνει τη σύνταξη «Ελληνομακεδονικού λεξικού» για λογαριασμό της «Πανελληνίου Οργανώσεως» (διαδόχου του αθηναϊκού Μακεδονικού Κομιτάτου).

Τα χειρόγραφά του θα κατασχεθούν όμως από τις αρχές της Μικράς Ασίας και ο ίδιος θα καταλήξει το 1910 στις φυλακές της Σινώπης.

Μετά την απελευθέρωσή του διαμένει το 1911 στην Πόλη, αναζητώντας μάταια μια θέση στον εκεί ελληνικό πολιτικοδιπλωματικό μηχανισμό.

Η επιβράβευση

Η απελευθέρωση του 1912 θα βρει τον Ηλία Παπαναστασίου στη Θεσσαλονίκη, ανοίγοντάς του νέες προοπτικές.

Στις 2/2/1913 ο υπουργός Εξωτερικών Κορομηλάς τον συστήνει στην ελληνική διοίκηση ως «λίαν κατάλληλον» για «την αστυνομικήν υπηρεσίαν της πόλεως», καθώς «τυγχάνει γνώστης των επιτοπίων γλωσσών».

Τον Μάρτιο του χορηγείται έκτακτο επίδομα 150 δρχ., αυτός όμως διεκδικεί «δημοσίαν θέσιν, ει δυνατόν παρά τω Γραφείω του Τύπου», προκειμένου να επιδοθεί στη μελέτη «της γλώσσης και της φυλετικής υποστάσεως των μικτοφώνων συμπατριωτών» του.

Προεξοφλώντας τη μακροπρόθεσμη «ανάγκη συντάξεως Μακεδονοελληνικού και Ελληνομακεδονικού Λεξικού», προτείνει επίσης να συγγράψει «κατάλληλα βιβλιάρια, ουχί μόνον εις απλοελληνικήν αλλά και εις την εγχωρίαν γλώσσαν με ελληνικούς και βουλγαρικούς ακόμη χαρακτήρας, δεδομένου ότι αναρίθμητοι βουλγαρίζοντες Μακεδόνες αγνοούσι και γλώσσαν και γραφήν ελληνικήν».

Δεν παραγνωρίζει ούτε τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες της νέας διοίκησης στο κρίσιμο μεταίχμιο μεταξύ των δύο Βαλκανικών Πολέμων.

Επικαλούμενος την αντίστοιχη προϋπηρεσία του το 1901, προτείνει έτσι στον Κορομηλά (1/4/1913) και στον Ιωνα Δραγούμη (18/4/1913) να τριγυρίσει «τα παρ’ ημίν κατειληφθέντα μέρη μικτοφώνων πληθυσμών, ίνα εκ του σύνεγγυς αντιληφθώ τας διαθέσεις και τα αισθήματα των βουλγαριζόντων ως προς την ημετέραν κατοχήν, προσποιούμενος τον βούλγαρον και υποβάλλων υμίν εγκαίρως την δέουσαν έκθεσιν».

Η τελευταία πληροφορία που έχουμε γι’ αυτόν προέρχεται από επιστολή του που φυλάσσεται στο αρχείο του Ιωνα Δραγούμη, συντάχθηκε στις 10/6/1914 και αφορά τον διορισμό του ως κοινοτάρχη της γενέτειράς του «αυτεπαγγέλτως, κατόπιν ενεργειών του Λάκη Πύρζα».

Η είδηση συνοδεύεται από την ενημέρωση του διπλωμάτη παραλήπτη για τους εθνικούς κινδύνους που εξακολουθούν να ελλοχεύουν:

«Οι ιδικοί μου συμπατριώται εκεί κάτω εις την επαρχίαν Καστορίας εξωκειώθησαν μεν με την νέαν κατάστασιν, αλλά δύναμαι αυθεντικώς να είπω ότι μόνον φαινομενικώς και τον βουλγαρικόν ιόν επιτηδείως προσπαθούν να τον κρύπτουν εις τα στήθη των. Ου φροντίς, όμως, Ιπποκλείδη!».

Η πρώτη «πτωματολογία»

Το πρώτο «αντι-αντάρτικο» πόνημα της νεοελληνικής γραμματείας εκδόθηκε το 1902 (αριστερά). Η ταυτοποίηση του πραγματικού συγγραφέα προκύπτει από το δεύτερο, εν μέρει ψευδώνυμο, έργο του (δεξιά). | ΓΕΝΝΑΔΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Υπήρξε το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε στην Ελλάδα με θέμα την εγκληματικότητα ενός αντάρτικου κινήματος.

Η έκδοσή του εγκαινίασε τη μακρά παράδοση της εγχώριας αντεπαναστατικής «πτωματολογίας», που από τη δεκαετία του 1940 και δώθε έμελλε να γνωρίσει πεδίον δόξης λαμπρόν.

Ο λόγος για το φυλλάδιο «Ενέργειαι και δολοφονικά όργια του βουλγαρικού κομιτάτου εν Μακεδονία και ιδία εν τη επαρχία Καστορίας», που κυκλοφόρησε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1902 με συγγραφέα κάποιον Γρ. Π. Κώνστα, «φυγάδα δημοδιδάσκαλον εκ Μακεδονίας» σύμφωνα με το εξώφυλλο· σε εσωτερική υποσημείωση διευκρινίζεται μάλιστα ότι προερχόταν «εκ Λουβράδων [της] Καστορίας» (σ.κγ').

Πίσω από το ψευδώνυμο «Γρ. Π. Κώνστας» κρυβόταν ο Ηλίας Παπαναστασίου.

Η ταυτοποίηση προκύπτει από το επόμενο βιβλίο που εξέδωσε με άλλο ψευδώνυμο έξι χρόνια αργότερα, αποκαλύπτοντας στο οπισθόφυλλο το πραγματικό ονοματεπώνυμό του (Λ.Π. Νικολαΐδης, «Διάλεξις περί της συγχρόνου γενέσεως και εξελίξεως του βουλγαρισμού εν Μακεδονία», Λευκωσία 1908).

Μια υποσημείωσή του εκεί αναλαμβάνει την πατρότητα του προηγούμενου φυλλαδίου, δημοσιοποιώντας ταυτόχρονα τα ονόματα των τότε χρηματοδοτών του – επιφανών, ως επί το πλείστον, Μακεδόνων της Αθήνας (σ.η').

Αλλά και η έκδοση του δεύτερου βιβλίου είχε προαναγγελθεί ήδη από το πρώτο, με πλήρη μάλιστα παράθεση του τίτλου του (σ.ζ').

Παντελώς αβασάνιστη αποδεικνύεται έτσι η πρόσφατη υπόθεση εργασίας ενός πανεπιστημιακού καθηγητή που, παραγνωρίζοντας αυτά τα δεδομένα και συγχέοντας το ψευδώνυμο του συγγραφέα μ’ εκείνο του μητροπολίτη Καραβαγγέλη («Κώστας Γεωργίου»), αποδίδει το φυλλάδιο του 1902 «πιθανότατα» σ’ αυτόν τον τελευταίο (Βασίλης Γούναρης, «Το Μακεδονικό Ζήτημα από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα. Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις», εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010, σ. 50).

Τι περιλαμβάνει όμως αυτό το πρώτο «πτωματολογικό» πόνημα;

Ξεκινά με την εξιστόρηση της δράσης των πρώτων ανταρτοομάδων της ΕΜΕΟ στην περιοχή της Καστοριάς, η αντιοθωμανική δραστηριότητα των οποίων υποβαθμίζεται σε σχέση με την εκκαθάριση στελεχών του ελληνικού κόμματος που κατηγορήθηκαν ως χαφιέδες του καθεστώτος, για να κορυφωθεί με τη λεπτομερή καταγραφή αυτών των πολιτικών δολοφονιών – 22 συνολικά, δύο από τις οποίες οφείλονταν μάλλον σε ληστρική συμμορία και όχι σε κομιτατζήδες (σ. 15-17 & 36-47).

Σε κάποιες περιπτώσεις, η προηγούμενη δράση των θυμάτων ως καταδοτών επιβεβαιώνεται ρητά από τον συγγραφέα.

Για την πτωματολογία που εγκαινίασε ο συγγραφέας, είχε μπροστά της πεδίον δόξης λαμπρόν | Γ. ΠΕΤΣΙΒΑΣ, «ΤΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΟΥ ΙΛΙΝΤΕΝ»

Σε αντίθεση με τη μετέπειτα ομοειδή φιλολογία, το βιβλιαράκι του Παπαναστασίου αποφεύγει πάντως κάθε αλυτρωτική αναφορά, τονίζοντας επανειλημμένα τη νομιμοφροσύνη του συγγραφέα προς το οθωμανικό καθεστώς.

Οι «Μακεδόνες Ελληνες» αποκαλούνται «πιστοί υπήκοοι της Α.Α.Μ. του Σουλτάνου» (σ.θ'), η δε ΕΜΕΟ καταδικάζεται ρητά ως «αποτρόπαιον ανατρεπτικόν σωματείον» που πλήττει «φιλησυχωτάτους Ελληνας, πιστούς υπηκόους της υψηλής Αυτοκρατορικής Κυβερνήσεως» (σ.κε').

Ρητά διατυπώνεται η «ενδόμυχος ευχή» να επανέλθουν στην «ευθεία οδό» οι «αποπλανηθέντες ομόγλωσσοι συμπατριώται» που «διαφοροτρόπως συμμετέχουσι» στα «δολοφονικά όργια» των κομιτατζήδων (σ.κθ')· ο συγγραφέας τούς καλεί μάλιστα «να συναισθανθώσι» ότι «το αληθές συμφέρον της ημετέρας φιλτάτης Πατρίδος έγκειται εις την ευλαβή τήρησιν των νόμων της υψηλής Κυβερνήσεως της Α.Α.Μ. του Φιλολάου και φιλοπροοδευτικωτάτου ημών Ανακτος» – του οπισθοδρομικού και αιματοβαμμένου δηλαδή σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ (σ.κθ'-λ').

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι λιγοστές περιγραφές φόνων καταπιεστικών μουσουλμάνων από κομιτατζήδες – όπως του Νουρετίν Αγά της Σφέτα Νεντέλια, για τον οποίο πληροφορούμαστε πως «εσυκοφαντήθη» ότι τυραννούσε τους χωρικούς (σ. 43).

«Αι τάξεις των Μπέηδων της Μακεδονίας», θρηνολογεί το φυλλάδιο, «εν ίση μοίρα μετά των ημετέρων προυχόντων αραιούνται!» (σ.ιστ').

Ο συγγραφέας δεν διστάζει να καυτηριάσει ακόμη και την υποτιθέμενη «χαλάρωσιν της δημοσίας ασφαλείας» που έχει επιφέρει ο υπερβολικός... ανθρωπισμός των οθωμανικών διωκτικών αρχών, «αι οποίαι, καίτοι έχουσιν ενώπιον αυτών ανθρώπους βυσσοδρομούντας τα χείριστα κατ’ αυτού του Κράτους, εν τούτοις φέρονται προς αυτούς, οσάκις συλλαμβανόμενοι πίπτουσιν εις χείρας αυτών, επί τοσούτον επιεικώς και φιλοφρόνως», ώστε οι κρατούμενοι να αντιμετωπίζουν «μετά προπετούς θράσους» τους ανακριτές τους.

«Η επιδεικνυομένη αύτη επιείκεια προς ανθρώπους τα χείριστα κατά του Κράτους βυσοδρομούντας», ξεκαθαρίζει, «φρονούμεν ότι αντίκειται εκ διαμέτρου εις τας αρχάς της προδικαστικής ποινικής Δικονομίας, απαιτούσης, εν περιστάσεσι μάλιστα καθ’ ας υπονομεύεται αυτή η ύπαρξις του βασιλείου Κράτους, μέτρα υπερβαλλόντως αυστηρά προς ανακάλυψιν, τιμωρίαν και εξολόθρευσιν πάντων των έργω ή λόγω ή οπωσδήποτε άλλως επιβουλευομένων την ησυχίαν και αξιοπρέπειαν αυτού» (σ.ιδ'-ιστ').

Για πιο προχωρημένα γούστα, υποσημειώνουμε τέλος την αναφορά του Παπαναστασίου, που σίγουρα γνώριζε πρόσωπα και πράγματα, στον μακεδονισμό των εξαρχικών συμπατριωτών του.

Μισό αιώνα πριν από τη σύσταση της ΠΓΔΜ, οι «βουλγαρίζοντες» της Καστοριάς -διαβάζουμε- απορρίπτουν κάθε γενεαλογική σχέση με τους κατοίκους της Βουλγαρίας και «υπερηφάνως ανάγουσι την εαυτών καταγωγήν μέχρι του μεγάλου Αλεξάνδρου» (σ.ιθ').

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Μια Πρωτοχρονιά στη Μακεδονία

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.

Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.

Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας