«Πότε ξεκίνησε ο καύσωνας; Ούτε καν μπορώ να θυμηθώ...» - η Ελένη ζει και εργάζεται στον Πύργο Ηλείας, ο οποίος χτυπήθηκε με μεγάλη σφοδρότητα από το παρατεταμένο κύμα ζέστης που ξεκίνησε στις 7 Ιουλίου. Στις 19 Ιουλίου -κι αφού η χώρα ήταν ήδη καμίνι επί 12 ημέρες- η θερμοκρασία ξεπέρασε τους 37°C σε 217 μετεωρολογικούς σταθμούς και τους 40°C σε 36 - ο Πύργος ήταν η πόλη που έσπασε κάθε ρεκόρ με το θερμόμετρο να δείχνει 42,1°C. «Ηταν κάτι το ασύλληπτο. Απλώς δεν μπορείς να επιβιώσεις χωρίς κλιματισμό και στο σπίτι και στην δουλειά και στο αυτοκίνητο. Τρέμω τη στιγμή που θα έρθει ο λογαριασμός του ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά πραγματικά χρειαζόμασταν το κλιματιστικό συνεχώς», μας λέει η 60χρονη Ελένη.
Η θερμική καταπόνηση του πληθυσμού, το μεσημέρι εκείνης της Παρασκευής, ήταν «πολύ ισχυρή» σε 106 μετεωρολογικούς σταθμούς έως «ακραία» σε άλλους 15, σύμφωνα με το meteo. Κι αυτό μεταφράστηκε σε πάρα πολλές παραμέτρους της καθημερινής ζωής. «“Κάηκε” η οικονομία της Ηλείας» - αυτός ήταν ο τίτλος στο πρωτοσέλιδο της έγκυρης τοπικής εφημερίδας «Πρωινή».
Οπως ανέφερε ο δημοσιογράφος Παναγιώτης Φωτεινόπουλος, «η αφόρητη ζέστη έχει περιορίσει τις μετακινήσεις των πολιτών, επηρεάζοντας τον κύκλο των εργασιών σε κλάδους όπως η εστίαση, το εμπόριο και ο τουρισμός. Δεδομένου ότι οι θερινοί μήνες αποτελούν παραδοσιακά περίοδο υψηλών αναπτυξιακών προσδοκιών για την αγορά, η καθίζηση της κίνησης δημιουργεί προβληματισμό για το β' εξάμηνο της χρονιάς». Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ο περιορισμός στο ωράριο λειτουργίας του αρχαιολογικού χώρου της Ολυμπίας επέφερε ακύρωση αφίξεων από γκρουπ της Αθήνας και του εξωτερικού, με αποτέλεσμα να χαθεί εισόδημα, οι επισκέπτες δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν στην αγορά, όπου μετά τις 11 δεν κινείται τίποτα, κι έτσι αναγκαστικά το ωράριο παρατάθηκε το βράδυ, ενώ ο καύσωνας έχει επηρεάσει αισθητά και τον κλάδο της εστίασης. Και φυσικά όλοι και παντού έχουν ερωτευτεί παράφορα το κλιματιστικό τους - ακόμα κι αν ξέρουν πως... έρωτες σαν κι αυτόν μπορεί να πληρωθούν ακριβά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, πάνω από ένας στους τρεις Ελληνες (34%) δεν ζει σε επαρκώς κλιματιζόμενο σπίτι τους θερινούς μήνες. Πόσο μπορούμε να ανταποκριθούμε στις αυξημένες ενεργειακές ανάγκες που τα καλοκαίρια πια μας επιβάλλουν; Πόσο έτοιμα είναι τα κτίρια ώστε να αντιμετωπίσουν τις ακραίες νέες συνθήκες; Και πόσοι από εμάς «λιώνουν» λόγω οικονομικής δυσκολίας;
«Η συντριπτική πλειονότητα κατοικεί σε σπίτια που διψάνε για ενέργεια»
Συνέντευξη με τον Αλκη Καφετζή, περιβαλλοντολόγο με εξειδίκευση στη διαχείριση φυσικών πόρων. Εχει συντονίσει σειρά ερευνητικών προγραμμάτων με αντικείμενο την κατοικία στην Ελλάδα - με ειδικές αναφορές στην ενεργειακή φτώχεια.
● Πόσο φτωχό ενεργειακά είναι το ελληνικό καλοκαίρι; Πόσο μας ακουμπάει η ενεργειακή φτώχεια εν μέσω καύσωνα;
Τα τελευταία χρόνια ζούμε όλο και πιο έντονα στο πετσί μας το τι σημαίνει θερινή ενεργειακή φτώχεια. Με τις θερμοκρασίες να παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα για βδομάδες, οι συνθήκες διαβίωσης στις πόλεις μας και τα σπίτια μας έχουν γίνει ιδιαίτερα δύσκολες. Ωστόσο είναι γεγονός ότι ούτε τα σπίτια μας, ούτε οι πόλεις μας είναι φτιαγμένα ώστε να διευκολύνουν τις προσπάθειές μας να αντεπεξέλθουμε, αντίθετα μας εκθέτουν σε ολοένα και πιο απαιτητικές συνθήκες, για το πορτοφόλι μας, τις συνθήκες διαβίωσής μας και την ίδια μας την υγεία.
Οταν οι κανόνες θερμικής άνεσης ορίζουν ως ανώτατο όριο θερμοκρασίας εντός του σπιτιού τους 25 βαθμούς και έχουμε να αντιμετωπίσουμε παρατεταμένους καύσωνες που κρατάνε τη θερμοκρασία εντός του σπιτιού, ακόμα και τη νύχτα, κοντά στους 40, η ενεργειακή φτώχεια γίνεται πλέον ξεκάθαρη. Εξίσου ξεκάθαρη γίνεται όταν για να αντιμετωπίσουμε αυτές τις συνθήκες επιλέγουμε να ανάψουμε το κλιματιστικό, αλλά ξέρουμε ότι ο λογαριασμός στο τέλος του μήνα θα μας οδηγήσει στο να κόψουμε τα έξοδα για κάποια άλλη βασική μας ανάγκη. Σαν να βρισκόμαστε δηλαδή συνέχεια μεταξύ σφύρας και άκμονος, αντιμέτωποι με διαφορετικά είδη φτώχειας μεταξύ των οποίων πρέπει να επιλέξουμε. Και δυστυχώς τα πράγματα είναι ακόμα πιο σοβαρά όταν σκεφτούμε ότι η ενεργειακή φτώχεια δεν είναι μόνο ζήτημα «άνεσης», αλλά έχει επιπτώσεις και στην υγεία μας, με τους ειδικούς να επισημαίνουν ότι οι επιπτώσεις δεν λειτουργούν με τρόπο γραμμικό αλλά σωρευτικά επιδεινώνοντας υπάρχοντα προβλήματα και επομένως είναι δύσκολο να καταγραφούν με ακρίβεια.
● Πόσες είναι οι ενεργειακά ανεπαρκείς κατοικίες στην Ελλάδα;
Ο πιο απλός τρόπος για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα είναι να δούμε πόσες κατοικίες χτίστηκαν στη χώρα πριν από την εφαρμογή του Κανονισμού Θερμομόνωσης Κτιρίων. Από τις περίπου 6,5 εκατομμύρια συνολικά κατοικίες στη χώρα, πάνω από τις μισές χτίστηκαν πριν από το 1980, επομένως δεν διαθέτουν καμία θερμομόνωση. Με βάση στοιχεία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το 77% αυτών των κατοικιών που έχουν εκδώσει Πιστοποιητικά Ενεργειακής Απόδοσης, τοποθετούνται στις τρεις χειρότερες ενεργειακά κλάσεις (Ε, Ζ και Η), ενώ στις δύο καλύτερες ενεργειακά κλάσεις τοποθετείται λιγότερο από το 5% των κατοικιών στην Ελλάδα.
Για να κατανοήσουμε τη διαφορά δεν χρειάζεται παρά να αντλήσουμε στοιχεία και πάλι από το ΥΠΕΝ - εκεί βλέπουμε δηλαδή ότι η συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας κατοικεί σε σπίτια που διψάνε για ενέργεια, γεγονός που τους εκθέτει στις τεράστιες διακυμάνσεις των τιμών ενέργειας και παγιδεύει πολλούς και πολλές σε έναν φαύλο κύκλο φτώχειας: αν δεν έχεις χρήματα να εξασφαλίσεις ένα καλό ποιοτικά σπίτι, θα πρέπει να ξοδεύεις όλο και περισσότερα για να το κρατάς αξιοπρεπώς ζεστό ή κρύο και άρα θα έχεις όλο και λιγότερα χρήματα.
● Ποιους πολίτες χτυπάει περισσότερο αυτού του είδους η φτώχεια;
Η ενεργειακή φτώχεια χτυπάει την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας. Σίγουρα υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ κοινωνικών και εισοδηματικών ομάδων, αλλά η κακή κατάσταση του οικιστικού αποθέματος, σε συνδυασμό με τα μειωμένα εισοδήματα μεγάλου τμήματος του πληθυσμού και τις αυξημένες ενεργειακές ανάγκες, εκθέτουν τους περισσότερους από εμάς στο ίδιο πρόβλημα.
Η προσπάθεια να το εντοπίσουμε εντός της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι μια εύκολη άσκηση, καθώς πολλές φορές δεν είναι ορατό και καταγεγραμμένο. Π.χ. η οικογένεια που για να ζεσταθεί ή να δροσιστεί μαζεύεται στο ίδιο δωμάτιο του σπιτιού της ή εκείνη που για να πληρώσει λογαριασμούς δεν πάει διακοπές ή στον γιατρό ή αυτή που για να αποφύγει τους υψηλούς λογαριασμούς ρεύματος μαγειρεύει πλέον με γκάζι στο μπαλκόνι.
Ωστόσο οφείλουμε να σημειώσουμε ότι περισσότερο ευάλωτες στο πρόβλημα είναι προφανώς οι πιο ασθενείς οικονομικά ομάδες, όπως εκείνοι και εκείνες που πέραν του υψηλού κόστους ενέργειας πρέπει πλέον να καλύψουν και τα δυσθεώρητα ενοίκια ή να εξυπηρετήσουν τα συσσωρευμένα τους χρέη στις τράπεζες και το Δημόσιο και εκείνες και εκείνοι που δεν μπορούν να μειώσουν τις ανάγκες τους για θέρμανση/ψύξη γιατί έχουν στο σπίτι τους παιδιά ή ανθρώπους με προβλήματα υγείας. Βέβαια, και αυτές οι παράμετροι καταλήγουν να περιγράφουν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.
● Από πλευράς πολιτείας, υπάρχουν κίνητρα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής ανεπάρκειας και της υπερθέρμανσης των κτιρίων; Πόσο αποδοτικά είναι;
Από το 2011 έχουν υλοποιηθεί πολλά προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας στα σπίτια με κάτω του μετρίου αποτελέσματα, αν κοιτάξουμε τα διαθέσιμα δεδομένα, που δυστυχώς δεν βοηθάνε, καθώς είναι αποσπασματικά. Ο στόχος την περίοδο 2011-2020 ήταν να αναβαθμιστούν ενεργειακά 270.00 κατοικίες, ενώ τελικά φαίνεται να αναβαθμίστηκαν 103.000, νούμερο που ανεβαίνει στις 140.000, αν συμπεριλάβουμε τα στοιχεία και για το 2021.
Πέραν του απόλυτου αριθμού των ενεργειακά αναβαθμισμένων κατοικιών, εξίσου μεγάλη σημασία, αν όχι μεγαλύτερη, έχει η αποτίμηση της ίδιας της παρέμβασης. Με το ελάχιστο όριο για συμπερίληψη στα προγράμματα εξοικονόμησης να τοποθετείται στην εξοικονόμηση του 30% της ενέργειας, τα αποτελέσματα σε μεγάλο βαθμό είναι αναμενόμενα. Ωστόσο βλέπουμε ότι οι παρεμβάσεις έχουν ακόμα μικρότερο αποτύπωμα.
Σύμφωνα με μια μελέτη της Ε.Ε. για την περίοδο 2012-2016, στο σύνολο των ενεργειακών αναβαθμίσεων κατοικιών που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, το 60% ήταν πολύ ελαφριές/κάτω του ορίου, το 27% ήταν ελαφριές, το 13% μέτριες και το 2% βαθιές/ριζικές. Με την ίδια μελέτη να καταλήγει ότι η πλειονότητα των παρεμβάσεων (πολύ ελαφριές και ελαφριές ανακαινίσεις) οδήγησε σε εξοικονόμηση ενέργειας της τάξης του 0,1% και του 13,2% αντιστοίχως, είναι αρκετά εύκολο να κατανοήσουμε το περιορισμένο αποτύπωμα αυτών των παρεμβάσεων στο ενεργειακό προφίλ των κατοικιών της χώρας.
Δεν τίθεται εν αμφιβόλω ότι οποιαδήποτε παρέμβαση σε ένα οικιστικό απόθεμα που έχει τόσο μεγάλες ανάγκες είναι καλή, ωστόσο οφείλουμε να κρίνουμε με βάση τόσο τις ανάγκες όσο και τα υπάρχοντα κονδύλια. Οταν το κάνουμε αυτό, δυστυχώς βλέπουμε ότι για την ώρα το αποτέλεσμα είναι πολύ κάτω του αναμενόμενου και ακόμα πιο κάτω του αναγκαίου.
Για να κατανοήσουμε την απόσταση που μας χωρίζει από το αναγκαίο και απαραίτητο, δεν χρειάζεται κάτι άλλο από το να αναπαραγάγουμε την παράκληση του Building Performance Institute Europe, πως «δεν υπάρχει άλλο περιθώριο για πολύ ελαφριές και ελαφριές αναβαθμίσεις», αλλά για να καταφέρει ο οικιστικός τομέας να ανταποκριθεί στον αγώνα για την ανάσχεση της κλιματικής κρίσης θα πρέπει μέχρι το 2030 η συντριπτική πλειονότητα (70%) των ανακαινίσεων να οδηγεί σε εξοικονόμηση ενέργειας πάνω από το 60% και οι υπόλοιπες σε εξοικονόμηση 30%-60%, το 70% των ανακαινίσεων να είναι ριζικού τύπου και όλες οι υπόλοιπες μέτριου τύπου.
● Ποιες θα ήταν οι δημόσιες εκείνες πολιτικές που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ενεργειακή δικαιοσύνη;
Υπάρχουν τεράστια περιθώρια βελτίωσης των δημόσιων πολιτικών που σχετίζονται με τις ενεργειακές ανάγκες των κατοικιών μας. Ωστόσο, αυτό που πάνω απ’ όλα χρειάζεται, ή αν θέλετε αυτό που πάνω απ’ όλα λείπει, είναι ένα Δημόσιο που θα παίξει καίριο ρόλο στην εφαρμογή της όποιας πολιτικής και θα σταματήσει να βλέπει τον εαυτό του αποκλειστικά ως χρηματοδότη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Με άλλα λόγια, αν το Δημόσιο δεν αποκτήσει τα εργαλεία, τη στρατηγική, τους πόρους, τα στελέχη, την επιστημονικότητα και την πολιτική βούληση να ασχοληθεί, ως οφείλει, με ένα πολυδαίδαλο θέμα, το μόνο που θα καταφέρει η όποια πολιτική, όσο καλή και αν είναι, είναι να οδηγήσει σε τυχαία αποτελέσματα. Και χρόνο για τυχαία αποτελέσματα δεν έχουμε καθόλου.
«Τα παλαιότερα ακίνητα δεν ανακαινίζονται με στόχο τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης»
Συνέντευξη με τον Θεμιστοκλή Μπάκα, πρόεδρο του Πανελλήνιου Δικτύου e-Real Estates
● Η ενεργειακή κλάση των κατοικιών επηρεάζει την τιμή πώλησης ή και την τιμή ενοικίασης;
Η ενεργειακή κλάση των κατοικιών επηρεάζει κυρίως την αξία των νεόδμητων ακινήτων, είτε πρόκειται για ενοικίαση είτε για πώληση. Τα παλαιότερα ακίνητα που ανακαινίζονται δεν ανακαινίζονται με σκοπό τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης, αλλά για να μπορέσουν να ενοικιαστούν ή και να μεταπωληθούν σε υψηλότερες τιμές. Ως εκ τούτου, ο κύριος παράγοντας που θα καθορίσει το ύψος της μίσθωσης ή και της πώλησης δεν είναι η ενεργειακή κλάση. Αλλά εάν έχει πραγματοποιηθεί ανακαίνιση στις εγκαταστάσεις υγιεινής, στην κουζίνα, στις ντουλάπες, στις μπαλκονόπορτες κ.λπ. Ισως η ανακαίνιση του ακινήτου να αναβαθμίσει και την ενεργειακή κλάση, αλλά δεν είναι ο κύριος στόχος.
● Ποια είναι η ενεργειακή κατάσταση του κτιριακού αποθέματος στην Ελλάδα;
Με βάση την περίοδο κατασκευής των κτιρίων, είναι σαφές ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των κτιρίων στη χώρα (σπίτια, σχολεία, γραφεία κ.λπ.) κατασκευάστηκαν πριν από το 1980, δηλαδή είναι κτίρια χωρίς θερμομόνωση. Το 2019 εκδόθηκαν 315.804 πιστοποιητικά ενεργειακής απόδοσης: το 57,37% ήταν για σκοπούς ενοικίασης, το 13,84% για πώληση και το 11,38% για το χρηματοδοτικό πρόγραμμα «Εξοικονόμηση Ενέργειας». Οσον αφορά την ενεργειακή κατηγορία των κτιρίων κατοικιών, παρατηρείται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό (66,83%) αυτών κατατάσσεται στη χαμηλή κατηγορία, το 26,81% στη Γ-Δ και μόνο το 6,36% στην ανώτατη κατηγορία (Α-Β). Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή οδηγία, περισσότερα από ένα εκατομμύριο ακίνητα στην Ελλάδα θα πρέπει να υποβληθούν σε ενεργειακή αναβάθμιση από το 2028 και μέχρι το τέλος του 2032, διαφορετικά δεν θα μπορούν να ενοικιαστούν ή να πωληθούν.
Στην κλίμακα ενεργειακής απόδοσης από το Α έως το G, τα κτίρια κατοικιών θα πρέπει να επιτύχουν την κατάταξή τους, τουλάχιστον, στην κατηγορία Ε έως το 2030 και στην κατηγορία Δ έως το 2033. Οπως γίνεται αντιληπτό, το μέλλον είναι πιο κοντά από ποτέ και η μετάβαση στην πράσινη εποχή θα αποτελέσει μεγάλη πρόκληση για τον τομέα των ακινήτων. Είναι πλέον μονόδρομος για τη διατήρηση των αξιών, της εμπορικότητας και των αποδόσεων.
Τσεχία
Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη του υπουργείου Κοινωνικών Υποθέσεων, υπάρχουν 1,3 εκατ. άνθρωποι -ή 700 νοικοκυριά- σε ενεργειακή φτώχεια στην Τσεχική Δημοκρατία. Οσον αφορά το είδος της ιδιοκτησίας, οι ενοικιαστές είναι οι πιο ευάλωτοι: αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ του πληθυσμού σε ενεργειακή φτώχεια, παρ’ όλο που μόνο το 23% του τσεχικού πληθυσμού ζει σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα. Πολλοί ενοικιαστές έχουν μάλλον χαμηλά εισοδήματα και ένα μεγάλο μέρος των ενοικιαζόμενων ακινήτων είναι σε κακή κατάσταση: έχουν ανεπαρκή μόνωση, παλιά παράθυρα ή πόρτες. Τουλάχιστον το 40% του τσεχικού πληθυσμού ζει σε κατοικίες με πολύ υψηλή ενεργειακή αναποτελεσματικότητα. Ταυτόχρονα, η κακή μόνωση, τα παράθυρα ή οι πόρτες επηρεάζουν τη θερμοκρασία το καλοκαίρι.
Τα κυβερνητικά προγράμματα για την αντιμετώπιση της κακής κατάστασης των κατοικιών και την παροχή κονδυλίων για μόνωση, παράθυρα ή πράσινες στέγες απευθύνονται στους ιδιοκτήτες των κατοικιών. Ως εκ τούτου, δεν καταφέρνουν να αλλάξουν τις συνθήκες των ενοικιαστών, αφού η ιδιοκτησιακή δομή των κατοικιών είναι σε μεγάλο βαθμό κατακερματισμένη και οι περισσότεροι ιδιοκτήτες είναι φυσικά πρόσωπα που νοικιάζουν μόνο ένα ή δύο διαμερίσματα συνολικά. Οπότε στις οικιστικές μονάδες πολλοί διαφορετικοί ιδιοκτήτες θα πρέπει να συμφωνήσουν για μια ανακαίνιση. Δεύτερον, οι ιδιοκτήτες των ενοικιαζόμενων ακινήτων δεν έχουν κίνητρο να συμμετάσχουν και να πληρώσουν εν μέρει για την ανακαίνιση (τα κεφάλαια καλύπτουν μόνο το 50% του κόστους), δεδομένου ότι δεν είναι αυτοί που πληρώνουν τους λογαριασμούς ενέργειας.
Το 40% ζει σε κατοικίες με πολύ υψηλή ενεργειακή αναποτελεσματικότητα
Η αγορά των ενοικιαζόμενων κατοικιών δεν ρυθμίζεται ιδιαίτερα: ο νόμος αναφέρει ότι το ενοικιαζόμενο διαμέρισμα πρέπει να είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να εξασφαλίζει τη θερμική άνεση του ενοικιαστή, ωστόσο αυτό ερμηνεύεται ως απαίτηση για τη λειτουργία του συστήματος θέρμανσης. Ο νόμος δεν επιβάλλει ούτε το ενεργειακό πρότυπο των ενοικιαζόμενων ακινήτων, ούτε τη μέγιστη ή ελάχιστη θερμοκρασία που μπορεί να φτάσει το ακίνητο. Δεδομένου ότι η Τσεχία βρίσκεται στη ζώνη ήπιου κλίματος, ο κλιματισμός στα διαμερίσματα είναι σπάνιος.
Ωστόσο, όπως αναφέρει η Veronika Dombrovská, εμπειρογνώμονας που συμμετέχει στην πλατφόρμα για τον κοινωνικο-οικολογικό μετασχηματισμό Re-set και στην Πρωτοβουλία Ενοικιαστών, η αναγωγή της θερμικής άνεσης στο ζήτημα της θέρμανσης τον χειμώνα δεν έχει νόημα, καθώς οι χειμώνες γίνονται ηπιότεροι, ενώ τα καλοκαίρια χαρακτηρίζονται από καυτές ζέστες στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής. Μιλάει από την προσωπική της εμπειρία - το περασμένο καλοκαίρι η θερμοκρασία στο δωμάτιο της σοφίτας της δεν έπεφτε κάτω από τους 28 βαθμούς καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού.
«Ηταν αδύνατον να κοιμηθώ εκεί. Υπήρχε μόνο ένα παράθυρο στην οροφή, οπότε δεν μπορούσα να το αερίσω. Ετσι είπα στον ιδιοκτήτη ότι πρέπει να το λύσω αυτό, αλλιώς φεύγω», αφηγείται ενώ καθόμαστε στο πάρκο Lužánky στο Μπρνο. Ο ιδιοκτήτης τής πήρε κλιματιστικό και εγκατέστησε φωτοβολταϊκά στην οροφή για να το τροφοδοτεί. Πέρυσι ο ιδιοκτήτης εγκατέστησε αντλίες θερμότητας και ηλιακούς συλλέκτες, ισχυριζόμενος ότι δεν το κάνει για να κάνει το σπίτι που νοικιάζουν πιο βιώσιμο, αλλά για να πουλήσει την ενέργεια. Ωστόσο, αυτό είναι απλώς αδύνατο στο σημερινό τσεχικό σύστημα. Οταν διαπίστωσε ότι το μόνο όφελος ήταν η Dombrovská και οι συγκάτοικοί της να έχουν χαμηλότερους λογαριασμούς ενέργειας, αύξησε σημαντικά τα ενοίκιά τους.
Λιθουανία
Σύμφωνα με την οδηγία της Ε.Ε., από το 2020 τα νέα κτίρια κατοικιών στη Λιθουανία πρέπει να έχουν ενεργειακή απόδοση τουλάχιστον Α++. Ωστόσο, προβλήματα προκύπτουν με τις παλιές κατασκευές τόσο τον χειμώνα, όταν τα σπίτια δεν συγκρατούν αρκετή θερμότητα από την κεντρική θέρμανση ή η θερμότητα δεν κατανέμεται αναλογικά σε διαμερίσματα διαφορετικού ύψους, όσο και το καλοκαίρι, όταν, ιδίως στους επάνω ορόφους του κτιρίου, καθίσταται αδύνατο να ζει κανείς άνετα.
Εάν οι κάτοικοι θέλουν να εγκαταστήσουν κλιματιστικά, πρέπει να πάρουν τη συγκατάθεση των γειτόνων τους
Η κυβέρνηση δεν παρέχει στήριξη για την εγκατάσταση κλιματιστικών, αλλά μερικές φορές οι πολίτες επωφελούνται από τις επιδοτήσεις για αντλίες θερμότητας που αντικαθιστούν τα κλιματιστικά (η επιδότηση ανέρχεται σε αρκετές χιλιάδες ευρώ, ανάλογα με την ισχύ της αντλίας). Εάν οι κάτοικοι θέλουν να εγκαταστήσουν κλιματιστικά, πρέπει να πάρουν τη συγκατάθεση των γειτόνων τους - πρέπει να συμφωνεί τουλάχιστον το 50% + 1 των ενοίκων, ενώ αν το κλιματιστικό εγκατασταθεί στον εξωτερικό τοίχο του σπιτιού και εκτείνεται πάνω από ένα μέτρο προς τα έξω, πρέπει να υποβληθεί σχέδιο και οικοδομική άδεια.
🔴 Το άρθρο αυτό γράφτηκε στο πλαίσιο του προγράμματος PULSE, μιας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας που διευκολύνει τη διεθνή δημοσιογραφική συνεργασία και στην οποία συμμετέχει κατ’ αποκλειστικότητα στην Ελλάδα η «Εφ.Συν.». Για το ρεπορτάζ αυτό συνεργάστηκαν: Petra Dvorakova - Denik Referendum, Ieva Kniukstiene - Delfi.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας