Από τις πιο προσωπικές μας σχέσεις μέχρι αυτές που εκτείνονται στην επαφή μας με το κοινωνικό σύνολο, αλλά κι ακόμα παραπέρα αν αναλογιστούμε τη διεθνή πολιτική σκηνή, έχουμε αναρωτηθεί πόση βία δεχόμαστε; Πόση βία ασκούμε; Πόση βία ασκούν αυτοί που έχουν το «πάνω χέρι»; Ακριβώς αυτά τα ερωτήματα βρίσκονται στον πυρήνα του έργου «Η ράβδος» του υπονομευτή και προκλητικού Βρετανού θεατρικού συγγραφέα Μαρκ Ρέιβενχιλ, που μέσα από την αντιπαλότητα ξέρει να σε ξεβολεύει τόσο ώστε να μην μπορείς να πάρεις το μέρος κάποιου. Γιατί εκεί που σε βάζει να ακουμπάς στα λόγια της μιας πλευράς, έρχεται να σου τραβήξει το χαλί και να σε οδηγήσει στην απέναντι όχθη όπου και πάλι είναι ολισθηρό το έδαφος. Μέχρι που πια δεν ξέρεις πού να ακουμπήσεις. Είναι η δύναμη και η δριμύτητα αυτών των ερωτημάτων που θέτει το έργο που έχουν συνεπάρει τον σκηνοθέτη του – τον ίδιο που υπογράφει επίσης τη μετάφραση, τα σκηνικά και τα κοστούμια.
Ο Γιώργος Σκεύας, με νέα διανομή, φέρνει την παράσταση στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων· κι εκεί που τον καλέσαμε να μας απαντήσει σε δυο ερωτήσεις, μας βομβάρδισε με όσες θέτει το έργο: Ποιο είναι το πρόσωπο της βίας μέσα στην οικογένεια αλλά και μέσα στο σχολείο; Πώς αλλάζει ο ορισμός της έννοιας «βία» από γενιά σε γενιά; Γιατί μας ελκύει η αίσθηση της εξουσίας και της επιβολής; Πόση ανάγκη έχουμε από κανόνες και συστήματα; Πώς συνυπάρχουν η μάθηση και ο «σωφρονισμός», η εκπαίδευση με την «τιμωρία»; Ποια είναι η «ενδεδειγμένη πρακτική» για την αξιολόγηση ενός σχολείου και πώς εφαρμόζεται; Με ποια κριτήρια γίνεται η αξιολόγηση ενός εκπαιδευτικού; Τι σημαίνει κατάχρηση εξουσίας, προσωπικός χώρος, εκφοβισμός (bullying); Ποιος είναι ο ρόλος της μνήμης σε σχέση με τη λεγόμενη «κουλτούρα της ακύρωσης» (cancel culture); Μπορούμε να «ακυρώνουμε» και να διαγράφουμε το παρελθόν όταν δεν «υπακούει» στους κανόνες της σημερινής εποχής; Τι γίνεται όταν κάποιος βρίσκεται ξαφνικά στη «λάθος πλευρά» της Ιστορίας;
Ολα τα παραπάνω εκκινούν από μια απλή, φαινομενικά, ιστορία: ο Εντουαρντ, καθηγητής της Μέσης Εκπαίδευσης, συνταξιοδοτείται μετά από 45 χρόνια και ανυπομονεί για την αποχαιρετιστήρια γιορτή του σχολείου προς τιμήν του. Ομως τις τελευταίες μέρες, ο ίδιος και η σύζυγός του, η Μορίν, βρίσκονται εγκλωβισμένοι στο σπίτι τους καθώς ένα πλήθος εξαγριωμένων μαθητών το πολιορκεί βρίζοντας και πετώντας αντικείμενα.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα κι ενώ το σχολείο περνά από αξιολόγηση, τους επισκέπτεται αναπάντεχα η αποξενωμένη κόρη τους, Αννα, έχοντας τα δικά της ερωτήματα.
● Τι είναι αυτό που σας έχει αιχμαλωτίσει στο έργο;
Το έργο αγγίζει με έναν λεπτό και υπόγειο τρόπο όλα τα ζητήματα τα οποία μας απασχολούν αυτή τη στιγμή ως κοινωνία και ανθρωπότητα, κάτι που σπάνια συναντάς σε έργα. Ο Ρέιβενχιλ τα τοποθετεί στο πλαίσιο μιας τριμελούς οικογένειας, πατέρας - μάνα - μοναχοκόρη που είναι και εκπαιδευτικοί: ψηλαφεί τη βία στην οικογένεια και στο σχολείο, στην εκπαιδευτική κοινότητα. Η αποξενωμένη κόρη επιλέγει να επιστρέψει στο πατρικό για μια συνάντηση και το απρόσμενο είναι ότι το έργο εξελίσσεται σε μια ειδική συνθήκη (οι γονείς πολιορκούνται την ημέρα που ο αγαπητός καθηγητής πατέρας πρόκειται να πάρει σύνταξη και τα παιδιά διαμαρτύρονται έξω από το σπίτι του) και παίρνει μια τροπή που δεν τη φαντάζεται κανείς· είναι εντελώς απρόβλεπτη. Οπως είναι και οι ίδιοι οι ήρωες και ο τρόπος που ενεργούν σε αυτή τη χωροχρονική συνθήκη.
● Είναι η φασιστική βία της πολιτικής ορθότητας που επιχειρεί να επιβληθεί ή πρόκειται για ένα κλασικό παιχνίδι εξουσίας και επικράτησης;
Είναι νομίζω αυτή η αίσθηση εξουσίας που όλοι αναζητάμε στη ζωή μας, είτε το αποδεχόμαστε είτε όχι, από την προσωπική σχέση δύο συντρόφων, τη σχέση γονιού - παιδιού, ή αυτήν ανάμεσα σε δυο φίλους. Υπάρχει αυτή η τρομερή έκφραση «ποιος έχει το πάνω χέρι»: μερικές φορές τα σχήματα λόγου είναι τρομερά αποκαλυπτικά. Γι’ αυτό μας μιλά το έργο. Είναι κάτι που περιέχεται στη ζωή μας, ξεκινά από τα πιο προσωπικά και ανοίγει σε ολοένα και μεγαλύτερους κύκλους, που φτάνουν βαθιά και μακριά. Μέσα στην ιστορία υπάρχουν αναφορές και μεταφορές που αφορούν την κοινότητα, την κοινωνία, τον κόσμο ολόκληρο, ιδιαίτερα σήμερα, όπως τι αναγωγές στην παγκοσμιότητα κάνουμε όταν σκεφτόμαστε τον αυταρχισμό και το πρόσωπο της βίας.
● Μπορούμε με τα εργαλεία του παρόντος να ακυρώνουμε το παρελθόν;
Μήπως είμαστε καταπιεστικοί και κακοποιητικοί σχεδόν περισσότερο από όσο νομίζουμε και με τρόπους που δεν τους φανταζόμαστε; Τι συμβαίνει όταν κάτι αλλάζει, αποκαλύπτεται με έναν τρόπο που δεν μπορεί κανείς να τον φανταστεί; Αλλά και άλλα ακόμη ερωτήματα θέτει το έργο. Μπορεί κάποιος να κρίνεται με βάση τις ιδιότητες του παρελθόντος υπό τις συνθήκες του παρόντος, μπορούμε να επιστρέφουμε σε αυτό για να το αλλάξουμε; Ή μήπως το κοιτάζουμε σε ένα πλαίσιο και εξελισσόμαστε; Ειδικά σε σχέση με τα ζητήματα που μας απασχολούν, όπως η κακοποίηση που ελλοχεύει παντού, δεν χρειάζεται να της βάλουμε ταμπέλα, πρέπει να κοιτάξουμε γύρω μας και μέσα μας. Το πώς ασκούμε τη βία, τι σημαίνει να ακυρώνουμε κάποιον, να τον βγάζουμε από την πολιτική και κοινωνική ζωή κρίνοντας με άνεση, εκφέροντας άποψη και μη λαμβάνοντας υπόψη τι έχει προηγηθεί: πώς μπορούμε να κρίνουμε έναν άνθρωπο;
Δεν μπορεί να παίρνουμε την εντύπωση ως κριτήριο. Και σήμερα η αίσθηση της φευγαλέας εντύπωσης είναι αυτό που κυριαρχεί· όλα είναι μια εντύπωση και μάλιστα φευγαλέα και πάμε παρακάτω αμέσως μετά, κάνουμε ένα σχόλιο, τοποθετούμαστε. Ισως είναι μια επίφαση δημοκρατίας· δεν λέω, είναι σπουδαίο να έχει κάποιος μια φωνή πιο εύκολα από το παρελθόν, αλλά πώς χρησιμοποιείται αυτή η φωνή; Ο χρόνος, η γρηγοράδα, η ταχύτητα με την οποία συμβαίνουν όλα δεν μας επιτρέπουν παρά να κοιτάζουμε χωρίς να βλέπουμε. Ο χρόνος είναι σημαντικός· να κάνεις λίγο πίσω και να δεις την εικόνα για να τοποθετηθείς είναι το στοιχειώδες. Και τα στοιχειώδη τα έχουμε εγκαταλείψει, δεν μπορούμε να έχουμε αντίσταση σε τίποτα, αλλά χρειάζεται χρόνος και περίσκεψη, μόνο έτσι μπορούμε να αντισταθούμε και να είμαστε προωθητικοί σε σχέση με την εξέλιξη. Και ακριβώς πάνω σε αυτό έρχεται το έργο να εκθέσει τις πληγές και τα σημάδια μας, χωρίς να παίρνει θέση, γιατί μπορείς να ακουμπήσεις σε όλους και όλοι ασκούν βία – και αυτό το κάνει βαθιά πολιτικό και κοινωνικό έργο.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας