Νύχτα της φωτιάς
(Noche de fuego, Μεξικό, Γερμανία, Βραζιλία, Αργεντινή, Ελβετία, ΗΠΑ, 2021, 110')
● σκηνοθεσία: Τατιάνα Χουέζο
● ηθοποιοί: Μαρία Μεμπρένιο, Γκιζέλε Μπαρέρα Σάντσεζ, Αλεχάντρα Καμάτσο, Μάιρα Μπατάλα
Η Ανα μεγαλώνει σε μια μικρή, απομονωμένη πόλη στο Μεξικό. Σχεδόν εμπόλεμη: το τοπικό καρτέλ κάνει τακτικές επιδρομές στην πόλη για ν’ αρπάξει κορίτσια, να τα βιάσει, να τα εμπορευτεί. Κορίτσια που «χάνονται». Γι’ αυτό η Ανα, που περνά τον χρόνο της στο σχολείο (μισοερωτευμένη με τον δάσκαλό της), στο σπίτι (με την αυστηρή μαμά της που, αναγκασμένη από τη ζωή, παίρνει τον ρόλο και του «πατέρα», ειδικά όταν μεθά), στις περιπλανήσεις της ανάμεσα στα δέντρα και τα σφραγισμένα σπίτια «χαμένων» κοριτσιών, παρέα με τις αδελφικές φίλες της, την Πάουλα και τη Μαρία. Γι’ αυτό η Ανα και η Μαρία έχουν τα μαλλιά τους κοντοκουρεμένα, για να μοιάζουν με αγόρια, για να γλιτώσουν: η Πάουλα δεν χρειάζεται, το λαγόχειλο που την κάνει δυστυχισμένη είναι μάλλον και η σωτηρία της.
Βασισμένη στο μυθιστόρημα της Τζένιφερ Κλέμεντ η Χουέζο (ειδική μνεία στο «Ενα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Κανών και Χρυσή Αθηνά στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας,) χτίζει μια ιστορία ενηλικίωσης σε δύο φάσεις, της αθωότητας της παιδικής ηλικίας και της συνειδητοποίησης της εφηβείας, κοιτάζοντας με τέτοια στοργή τις στιγμές της καθημερινότητας, της «κανονικότητας» (τις κουβέντες στο κομμωτήριο της γειτονιάς, τις δουλειές του σπιτιού, τα τρία κορίτσια που εξασκούνται στην «τηλεπάθεια»), που η κάθε στιγμή αυξανόμενης βίας, ώς το καθηλωτικό φινάλε, έρχεται με την έκπληξη ριπής πολυβόλου. Αυτή η ενηλικίωση ασφυκτιά μέσα στη βία, σ’ ένα σύμπαν (απολύτως πραγματικό) στο οποίο η γυναίκα κάθε ηλικίας είναι σπαρακτικά αναλώσιμη. Φωτογράφος και η ίδια, η Χουέζο συνθέτει την ταινία της σαν ένα ψηφιδωτό μικρών στιγμών, «επεισοδίων», αποτυπώνοντάς τα με τέτοια ομορφιά που μπορεί κανείς να νιώσει χειριζόμενος, να νιώσει ότι το πεδίο δράσης εξωραΐζεται, ίσως για ν’ αντισταθμίσει την απόγνωση της αλήθειας.
Είναι όμως οπλισμένη με τόσο τέλειες ερμηνείες από όλες τις γυναίκες, μικρούτσικες ή ώριμες, που γεμίζουν την ιστορία της και με τέτοια σεναριακή αυτοσυγκράτηση μιλώντας για εγκλήματα που ξεπερνούν τη λογική, που καταφέρνει ένα φιλμ δυνατού πολιτικού και ανθρωπιστικού λόγου, αλλά και ξεχωριστής ευαισθησίας και τρυφερότητας.
Νίτραμ (Nitram, Αυστραλία, 2021, 112')
● σκηνοθεσία: Τζάστιν Κερζέλ
● ηθοποιοί: Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς, Τζούντι Ντέιβις, Αντονι ΛαΠάλια, Εσι Ντέιβις
Κανείς δεν φωνάζει το νεαρό αγόρι με τ’ όνομά του, Μάρτιν. Τον φωνάζουν «Νίτραμ», με αναγραμματισμό, για να τον ενοχλήσουν, να τον μπερδέψουν. Ο Νίτραμ είναι «ιδιαίτερος», το μυαλό του λειτουργεί διαφορετικά από των άλλων ανθρώπων. Το γνωρίζει η κυνική μητέρα του, που τον προστατεύει με συγκρατημένη οργή, ο τρυφερός πατέρας του, που βυθίζεται στη θλίψη, η αλαφροΐσκιωτη φίλη του Ελεν, η πλούσια κληρονόμος που του χαρίζει ό,τι θέλει. Κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι ο Νίτραμ θα ήταν ο υπαίτιος για ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα του σύγχρονου κόσμου. ΄Η όλοι θα μπορούσαν να το φανταστούν.
Εχοντας κάνει σήμα κατατεθέν της φιλμογραφίας του την ανάλυση της βίας και των σχέσεων αιτιότητας που οδηγούν σ’ αυτή, ο Τζάστιν Κερζέλ («The Snowtown Murders», «Macbeth») προσφέρει τη δική του ανάγνωση του υπαρκτού Μάρτιν Μπράιαντ, του νοητικής διαταραχής εγκληματία που το 1996 στην Τασμανία στάθηκε η αιτία ν’ αλλάξει στη χώρα η νομοθεσία για την οπλοκατοχή. Η αισθητική που δίνει στην ταινία του είναι σχεδόν απόκοσμη, εξαϋλωμένη, μια ανάμνηση της οποίας οι αιχμές έχουν χαθεί – τόσο κοντά στην ταινία που τον καθιέρωσε, το «The Snowtown Murders», χωρίς ποτέ να φτάνει στο έγκλημα αυτό καθ’ εαυτό. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η διαδρομή ενός εύθραυστου μυαλού, ο κοινωνικός περίγυρός του (ούτε η αγάπη ούτε τα χρήματα έλειψαν από τον ήρωα), η καθοριστική στιγμή που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο δολοφόνο, το πώς το σύστημα μπορεί να βοηθήσει σ’ αυτό. Το «Νίτραμ» είναι μια ταινία που έχουμε ξαναδεί, ακόμα κι από τον ίδιο δημιουργό, όμως τόσο πιο εντυπωσιακή χάρη και στους δευτεραγωνιστές, αλλά κυρίως στον αλλόκοτο, ευέλικτο, παντοδύναμο, βραβευμένο στο τελευταίο Φεστιβάλ Κανών, Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς, στον κεντρικό ρόλο.
Το κοστούμι (The Outfit, ΗΠΑ, 2022, 105')
● σκηνοθεσία: Γκρέιαμ Μουρ
● ηθοποιοί: Μαρκ Ράιλανς, Ζόι Ντόιτς, Ντίλαν Ο’Μπράιεν, Τζόνι Φλιν
Ενας έμπειρος ράφτης, ο οποίος έχει ανοίξει ένα μικρό κατάστημα σε μια γειτονιά του Σικάγου, έχει στο σταθερό πελατολόγιό του την οικογένεια ενός γκάνγκστερ. Μια νύχτα που θα αποδειχτεί μοιραία θα περάσουν την πόρτα του μαγαζιού του δυο κακοποιοί της φαμίλιας, οι οποίοι θα του ζητήσουν μια χάρη. Ετσι ο ήρωας θα μπλέξει αναγκαστικά σε ένα θανάσιμο παιχνίδι εξαπάτησης από το οποίο πρέπει να επιβιώσει.
Ο Γκρέιαμ Μουρ (σεναριογράφος της ταινίας «Το παιχνίδι της μίμησης») δοκιμάζεται στη σκηνοθεσία με ένα κλειστοφοβικό δράμα χαρακτήρων που σε κάνει να μαντεύεις τις ανατροπές μέχρι το τέλος. Το πατρόν της ταινίας είναι εμφανώς θεατρικό και ο δημιουργός βασίζεται υφολογικά στο σασπένς δωματίου της «Θηλιάς» του Χίτσκοκ και στην κομψή μελαγχολία των ηρώων τού «Road To Perdition».
Ο Μαρκ Ράιλανς αξιοποιεί άριστα την ευγενική φυσιογνωμία που «είδε» ο Σπίλμπεργκ και τον έκανε γνωστό με το «Bridge of Spies» και σηκώνει το δράμα στις πλάτες του. Ωστόσο οι ηθοποιοί που τον πλαισιώνουν δεν στέκονται στο ύψος του και προσδίδουν αισθητική τηλεταινίας με τις επίπεδες ερμηνείες τους, αφήνοντάς τον μόνο σε μια ιστορία που δεν κρύβει όσους άσους στο μανίκι νομίζει ότι έχει, αλλά τουλάχιστον διαθέτει διαχρονική φινέτσα και κλασικό στιλ, χωρίς να γίνεται ούτε για μια στιγμή παλιομοδίτικη.
Μαγνητικά πεδία (Ελλάδα, 2021, 78')
● σκηνοθεσία: Γιώργος Γούσης
● ηθοποιοί: Ελενα Τοπαλίδου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος
Συναντάμε την Ελενα στην Αθήνα μέσα στο σαραβαλάκι της, που το λένε Ζορζ. Για λίγο. Με μια στροφή στον δρόμο και στο κάρμα η Ελενα αφήνει (για λίγο;) άντρα και παιδί, μπαίνει σ’ ένα φέρι και φτάνει στο νησί. Πριν πατήσει το πόδι της στο χώμα, θα «σώσει» τον Αντώνη, το αυτοκίνητό του οποίου έχει μείνει, εγκλωβίζοντάς τον στην ακινησία αυτόν και τη θεία του, που κουβαλά προστατευτικά μετά την καύση της σ’ ένα κουτί. Η Ελενα θέλει ν’ αποδράσει, ο Αντώνης θέλει να ακουμπήσει, οι τέσσερίς τους, μαζί με τον Ζορζ και τη σιωπηλή θεία, θα διανύσουν με το αυτοκίνητο μια διαδρομή, από τα ερωτήματα στις απαντήσεις, από τη ρουτίνα στο άγνωστο, από την ευθύνη στην ανεμελιά, από το μόνος στο μαζί.
Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας για τον αναγνωρισμένο κομίστα Γιώργο Γούση (ανάμεσα στα εξαιρετικά μικρού και μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ «Χειροπαλαιστής»), πολυβραβευμένη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, υποψήφια για εφτά βραβεία Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, μια εξερεύνηση της δικής του καλλιτεχνικής ταυτότητας, μια δήλωση άνευ όρων αγάπης. Για το σινεμά, κυρίως. Τα «Μαγνητικά πεδία» του Γούση έγιναν χωρίς πολλά λεφτά και χωρίς κινηματογραφική πείρα. Φαίνονται και τα δύο. Στην επιλεγμένη αισθητική του ’80, με το τετράγωνο κάδρο και τη «βιντεΐλα» στον κόκκο. Στο βάρος με το οποίο επαφίεται στους ηθοποιούς του για να χτίσουν την ταινία, να της δώσουν φυσικότητα, ζωή, νόημα. Αλλά έχει την οξυδέρκεια να πετύχει και στα δύο. Την ένδεια ή την απειρία του τη μεταφράζει σε στιλ. Και στους δυο πρωταγωνιστές του βρίσκει δύο μεγαλειώδεις ερμηνείες, από τη χειμαρρώδη, τόσο αδέξια και τόσο κομψή, εθιστική Τοπαλίδου, στον Τσιοτσιόπουλο με το τόσο σίγουρο εκτόπισμα και τον τόσο ευάλωτο συναισθηματικό δισταγμό. Το αποτέλεσμα, αυτοσχέδιο και χειροποίητο (χωρίς αυτό, σε καμία περίπτωση, ν’ αποτελεί εύσημο), χτυπά πάντως κατευθείαν στην καρδιά: μ’ αυτή την άνευ όρων αγάπη για την Ελενα (ηθοποιό και ηρωίδα), τον Αντώνη (ηθοποιό και ήρωα), για κάθε εύθραυστη ύπαρξη ή στιγμή στη ζωή, για το γέλιο, το δάκρυ, τα τραγουδάκια, τον δρόμο. Για το σινεμά, κυρίως.
Τα κορδόνια (Lacci, Ιταλία, Γαλλία, 2020, 100')
● σκηνοθεσία: Ντανιέλε Λουκέτι
● ηθοποιοί: Αλμπα Ρορβάκερ, Λουίτζι Λο Κάσιο, Λάουρα Μοράντε
Η Βάντα και ο Αλντο ζουν ευτυχισμένοι με τα δύο παιδιά τους στη Νάπολη του ’80. Μέχρι τη μέρα που ο Αλντο θ’ αφήσει τη Βάντα για μια άλλη γυναίκα. Από τότε μέχρι σήμερα το ζευγάρι θ’ ακολουθήσει μια πορεία σε ομόκεντρους κύκλους: στο κέντρο η αλληλεξάρτησή τους και τα παιδιά, στην περίμετρο η ζήλια, το πάθος, η ανάγκη, η ευθύνη, όλα εκείνα που δένουν μια οικογένεια όπως τα κορδόνια ένα παπούτσι.
Ο βραβευμένος Ιταλός σκηνοθέτης, με πιο πρόσφατη επιτυχία τη σειρά «Η υπέροχη φίλη μου» της Λάουρα Φεράντε, καταπιάνεται με ακόμα ένα ναπολιτάνικο μυθιστόρημα, του Ντομένικο Σταρνόνε, για να περιγράψει τα μέσα και τα έξω της ζωής ενός ζευγαριού. Αγγίζοντας το μελόδραμα, επιμένοντας στην υπερβολή ή και στην υστερία για τους ήρωές του, κινούμενη σε λούπα καθώς εκείνοι και τα παιδιά τους μεγαλώνουν, καταλήγοντας σ’ ένα απίστευτα μπανάλ φινάλε, η ταινία έχει ένα στοιχείο που την αναδεικνύει, εκτός από τη γραφικότητα της Νάπολης και της Ρώμης. Τους τέσσερις (σε δύο διαφορετικές ηλικίες των ηρώων) πρωταγωνιστές της που, καθώς ταλανίζονται ο ένας από τον άλλον, δεν σου επιτρέπουν να τραβήξεις την προσοχή σου από πάνω τους: σαν κάποιον με τον οποίο θέλεις πολύ να χωρίσεις, αλλά κάπως δεν μπορείς.
Λούις Γουέιν: Ενας ξεχωριστός κόσμος
(The Electrical Life of Louis Wain, Ην. Βασίλειο, 2021, 111')
● σκηνοθεσία: Γουίλ Σαρπ
● ηθοποιοί: Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Κλερ Φόι, Αντρέα Ράιζμπορο
Ο Λούις Γουέιν ήταν εκκεντρικός και πριν γίνει διάσημος ως ο ζωγράφος (Βρετανός της Εδουαρδιανής εποχής) που αποτύπωσε με τον πιο παραισθησιογόνο τρόπο τις γάτες. Στηριγμένη στη βιογραφία του και στο ιδιαίτερο, «ηλεκτρισμένο» μυαλό του, η ταινία παρουσιάζει την εξέλιξη του Λούις και της σχέσης του με την αγαπημένη του γυναίκα μέσα σ’ έναν κόσμο που δεν ήταν έτοιμος γι’ αυτόν.
Ο Γουίλ Σαρπ εφαρμόζει σε τέτοια έκταση την έννοια «χαριτωμένο» στη βαρυφορτωμένη τερτίπια και επινοήσεις ταινία του, που το φιλμ χάνει κάθε χάρη και ο θεατής υπομονή. Από το επιτηδευμένο voice over της Ολίβια Κόλμαν ώς το σωματικό κωμικό παίξιμο του Μπένεντικτ Κάμπερμπατς που μοιάζει να κοροϊδεύει τον ήρωά του, ώς τους διαλόγους που αποδίδονται ασκαρδαμυκτί και τα ασφυκτικά γεμάτα με λεπτομέρειες σκηνικά, το σύνολο σκεπάζει τις αρετές του. Που θα ήταν η αποτύπωση μιας ενδιαφέρουσας ιστορικής στιγμής για την κοινωνική διαστρωμάτωση και τη θέση της γυναίκας ακριβώς πριν από την τεχνολογική έκρηξη, αλλά και το παιχνίδι εντοπισμού των guest stars του φιλμ, από τον Τάικα Γουαϊτίτι ώς τον Νικ Κέιβ.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας