Στις 23/5/2024, στο θέατρο Ολύμπια παρακολουθήσαμε την «Πηνελόπη» του Γκαμπριέλ Φορέ. Η μοναδική όπερα του Γάλλου συνθέτη είχε προγραμματιστεί να παρουσιαστεί σκηνικά από την ΕΛΣ το 2010, αλλά τότε το ανέβασμά της ματαιώθηκε μαζί με αυτό άλλων έργων. Συνεπώς, αυτή πρέπει να ήταν η πρώτη παρουσίασή της επί ελληνικού εδάφους. Πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο, μουσικά και θεατρικά μάλλον αδύναμο έργο, που, διόλου τυχαία, σπάνια ανεβαίνει σκηνικά, ενώ η μία και μοναδική σύγχρονη ηχογράφησή του χρονολογείται από το 1982 (Erato). Ο ίδιος ο Φορέ χαρακτηρίζει την όπερά του «λυρικό ποίημα».
Η τρίπρακτη «Πηνελόπη» πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μόντε Κάρλο τον Μάρτιο του 1913 και στο Παρίσι τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, για να επισκιαστεί τρεις βδομάδες αργότερα από τη σκανδαλώδη πρεμιέρα της «Ιεροτελεστίας». Σήμερα, ας πούμε, ότι η όπερα του Φορέ μάς ενδιαφέρει για το ιδιαίτερο, μεταβαγκνερικό/μεταρομαντικό στίγμα της: την τεταμένη αλλά τελικά όχι ακραία αρμονική γλώσσα, την έντονη εξάρτηση της δραματουργίας από το αισθαντικό ορχηστρικό στοιχείο και τη ρευστή, συνεχή, δίχως ξεχωριστές άριες γραφή. Ωστόσο η θεατρική στατικότητα του έργου και, κυρίως, η δίχως μείζονες δραματικές εξάρσεις φωνητική γραφή το κάνει να μοιάζει περισσότερο με σκηνική μουσική, στην οποία, άλλωστε, ο Φορέ είχε θητεύσει με επιτυχία. Σε κάθε περίπτωση, έναν αιώνα αργότερα, με την εξάντληση του λυρικού ρεπερτορίου και με τα σύγχρονα ανεβάσματα όπερας εν πολλοίς στα χέρια των σκηνοθετών, έργα όπως η «Πηνελόπη» σίγουρα μπορούν να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία. Δίχως, λοιπόν, να χρειαστεί να καταφύγουμε στην… πατριωτική δικαιολογία του ελληνοκεντρισμού (η «Πηνελόπη» ακολουθεί αρκετά πιστά τη δράση της ομηρικής «Οδύσσειας»), το ανέβασμά της στα Ολύμπια, τελευταία παραγωγή της θητείας του Ολιβιέ Ντεκότ στον ΟΠΑΝΔΑ, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Περιττεύει να τονίσουμε ότι ασφαλώς θα είχε ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον –και επιτυχία– αν γινόταν σκηνικά και όχι απλώς συναυλιακά…
Αυτά που χαρακτήρισαν το ακρόαμα ήταν σίγουρα η σωστή διανομή και η διεύθυνση. Επικεφαλής του όλου ήταν ο Πιερ Ντιμουσό (Pierre Dimoussaud). Στην παραγωγή συνέπραξαν η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων, ξένοι πρωταγωνιστές και Ελληνες μονωδοί. Τον φανερά ταλαντούχο Γάλλο αρχιμουσικό είχαμε ξεχωρίσει όταν διηύθυνε «Λουτσία» (2019) και «Φάουστ» (2022) στην ΕΛΣ, και, βεβαίως, στην εξαιρετική «Βεατρίκη» του Μητρόπουλου στο Ολύμπια (2022)· όσοι ενδιαφέρονται μπορούν εύκολα να εντοπίσουν ολόκληρη τη θαυμάσια ζωντανή ηχογράφηση της τελευταίας στο διαδίκτυο, όπου είναι αναρτημένη με ελληνικούς υπότιτλους. Αρχιμουσικός εργατικός, με φιλέρευνο πνεύμα, άκρα ευαισθησία και μουσική καλλιέργεια, ο Ντιμουσό άντλησε τον καλύτερο δυνατό ήχο από μια ΚΟΑ με τα έγχορδά της όχι στα καλύτερά τους και, βεβαίως, (το έχουμε επισημάνει πολλάκις) σε έναν χώρο ηχητικά αφιλόξενο, με ορχήστρα και μονωδούς έμπροσθεν της ορχήστρας, επί σκηνής. Για τους τέσσερις πρωταγωνιστικούς/συμπρωταγωνιστικούς ρόλους μετακλήθηκαν ισάριθμοι Γάλλοι τραγουδιστές: η δραματική υψίφωνος Κατρίν Ινιόλντ (Πηνελόπη), ο τενόρος Ζιλιέν Eνρίκ (Οδυσσέας), η μεσόφωνος Αναΐκ Μορέλ (Ευρύκλεια) και ο βαρύτονος Ζερόμ Μπουτιγέ (Εύμαιος/Ευρύμαχος). Εμπειροι τραγουδιστές, οι δύο πρώτοι με φωνές «ηρωικού» διαμετρήματος όπως υπαγορεύει η γραφή του Φορέ, με καταφανώς άπταιστα γαλλικά, καλλιεργημένο τραγούδι και καλή (συν)αίσθηση του στίγματος της μουσικής, απέδωσαν τους ρόλους τους θαυμάσια, αναμετρώμενοι με αυτοπεποίθηση με την ορχήστρα. Αξιοσημείωτη για την αιχμηρή θεατρικότητα αλλά και το μεστό τραγούδι της ήταν η Ευρύκλεια της Μορέλ. Τους υπόλοιπους ρόλους –τέσσερις μνηστήρες, τέσσερις σκλάβες κ.λπ.– τραγούδησαν Ελληνες μονωδοί: οι τενόροι Βασίλης Καβάγιας (Αντίνοος) και Γιάννης Φίλιας (Λειώδης), οι βαρύτονοι Γιάννης Σελητσανιώτης (Κτήσιππος) και Αντώνης Κορδοπάτης (Πείσανδρος), καθώς επίσης οι μεσόφωνοι Χρυσάνθη Σπιτάδη (Κλεώνη), Ελενα Μαραγκού (Μελανθώ) και Διαμάντη Κριτσωτάκη (Αλκανδρος, Ευρυνόμη) και οι υψίφωνοι Μαριλένα Στριφτόμπολα (Φυλώ) και Αννυ Φασσέα (Λυδία, Βοσκός). Οι εννιά μονωδοί ανταποκρίθηκαν πολύ καλά στις άλλοτε σημειακές, άλλοτε ομαδικές συνεισφορές που ζητά η παρτιτούρα του Φορέ. Καλή –χαμένη κάπου στο βάθος της σκηνής– ήταν η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων. Μια αξιοσημείωτα ενδιαφέρουσα παραγωγή που σε άλλους τόπους και με διαφορετικές προδιαγραφές θα άφηνε δυνατό αποτύπωμα.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας