Εκεί προς τα τέλη της δεκαετίας του '60 η κοσμική Αθήνα γέμιζε τα μαγαζιά που τραγουδούσε ο Σταμάτης Κόκοτας και οι εμφανίσεις του ήταν συγχρόνως από τα νο1 καλλιτεχνικά θέματα συζήτησης στην Αθήνα και σε όλη την Ελλάδα. Το ότι τον συζητούσαν βέβαια δεν σημαίνει καθόλου ότι άκουγαν με προσοχή τους δίσκους και τις ερμηνείες του ή ότι ανέλυαν το εύρος της φωνής του. Ως ένα σημείο μάλιστα ό,τι τον αφορούσε θεωρούνταν μια αρκετά αστεία ιστορία γιατί περιλάμβανε φαβορίτες στο στιλ των «γιε γιε», κοστούμια, μια παριζιάνικη προϊστορία, αλλά και τη δική του απαίτηση «ΓΡΑΨ' ΤΟ ΟΠΩΣ ΤΟ ΛΕΩ»...
Ηταν τότε που στην παντοδύναμη «Απογευματινή», μετά το κλείσιμο των εφημερίδων της Ελένης Βλάχου, ο Φρέντυ Γερμανός ζούσε στιγμές μεγάλης δόξας όχι μόνο για τα ευθυμογραφήματά του, αλλά και για τις συνεντεύξεις του. Συνεντεύξεις που είχαν την πρωτοτυπία να συνδυάζουν το χιούμορ του Γερμανού με σοβαρές συζητήσεις και ερωτήσεις που, διατυπωμένες με έξυπνο τρόπο, έφερναν τον άλλο σε αμηχανία και μπορούσε να τα χάσει.
Το αποτέλεσμα ήταν πάντα απολαυστικό για το κοινό. Μια τέτοια συνέντευξη έδωσε στον Φρέντυ Γερμανό σε στιγμές μεγάλης δόξας και ο Σταμάτης Κόκοτας. Προφανώς λίγο ζαλισμένος από τις ερωτήσεις του Φρέντυ, αλλά και από την τεράστια επιτυχία που ζούσε, μίλησε αρνητικά ακόμα και για ανθρώπους που δεν θα έπρεπε και κάθε τόσο διευκρίνιζε στον Φρέντυ: «Γράψ' το όπως στο λέω».
Φυσικά η συνέντευξη ήταν γεμάτη από «Γράψ' το όπως το λέω» και αυτός ήταν και ο τίτλος της συνέντευξης, που έκανε τον γύρο της Ελλάδας. Ετσι ο Κόκοτας συζητήθηκε αρνητικά έως και αρκετά ειρωνικά. Αλλά κι ο Φρέντυ Γερμανός το επόμενο βιβλίο του το ονόμασε ακριβώς «Γράψ' το όπως το λέω» και λένε ότι ο Κόκοτας τον έψαχνε έξαλλος και ο Φρέντυ σχεδόν κρυβόταν για να αποφύγει την οργή του...
Σε αυτή τη συνέντευξη ο Σταμάτης Κόκοτας είχε εκφραστεί αρνητικά και για ανθρώπους του ελληνικού τραγουδιού. Μπορεί και να μην κατάλαβε καν τι τον ρώτησε ο Φρέντυ, μπορεί και να μην κατάλαβε και ο ίδιος τι έλεγε, όχι γιατί ήταν ανόητος, αλλά γιατί ήταν άνθρωπος αγαθός και αθώος- κι εγώ το κατάλαβα χρόνια μετά. Τότε πάντως σχολιάστηκαν αρνητικά και οι φαβορίτες και το δήθεν παριζιάνικο παρελθόν για το οποίο μιλούσε και πολλά άλλα...
Μόνο που το παριζιάνικο παρελθόν δεν ήταν ψέματα γιατί ο Κόκοτας από το Παρίσι ξεκίνησε να τραγουδάει το 1961. Φυσικά δεν ήταν ντουέτο με την Πιαφ, ούτε με τον Ζορζ Μπρασένς. Τραγουδούσε ελληνικά τραγούδια στα γαλλικά. Μιλούσε άλλωστε καλά γαλλικά και στο Παρίσι, που τότε ήταν ακόμα το κέντρο του κόσμου και που πηγαινοέρχονταν πάρα πολλοί Ελληνες, τον ανακάλυψε ο Σταύρος Ξαρχάκος.
Δεν είχε ακόμα φαβορίτες και ήταν ένα σεμνό παιδί, αλλά η φωνή του ήταν με εκτόπισμα και ξεχωριστή. Και έτσι ο Ξαρχάκος τον έφερε στην Αθήνα. Και επειδή ετοίμαζε με τον Νίκο Γκάτσο τη μουσική και τα τραγούδια για την ταινία της Βουγιουκλάκη και του Παπαμιχαήλ «Διπλοπενιές», έπεισε τους υπεύθυνους ο Κόκοτας να εμφανιστεί στον βουβό ρόλο ενός μουσικού στην ορχήστρα στην οποία προΐστατο ο Βασίλης Αυλωνίτης στο μαγαζί όπου τραγουδούσε ο Παπαμιχαήλ πρώτα και μετά η Βουγιουκλάκη. Δεν έλεγε ούτε μία λέξη εκεί, αλλά όταν τελείωσε το γύρισμα ο Ξαρχάκος είχε πάει ήδη τον Κόκοτα στον παντοδύναμο τότε διευθυντή της «Κολούμπια», τον Τάκη Λαμπρόπουλο...
Και έτσι για πρώτη φορά ένα σάουντρακ της Βουγιουκλάκη δεν βγήκε σε δίσκο με τη Βουγιουκλάκη, αλλά έγινε ένας δίσκος που χάλασε κόσμο. Λεγόταν βέβαια «Ενα μεσημέρι» και μαζί με τον Κόκοτα τραγουδούσαν η Μοσχολιού και ο Μπιθικώτσης. Τα τραγούδια είχαν ήδη ακουστεί στην ταινία και ο Κόκοτας ερμήνευε μόνο δύο από τα συνολικά δώδεκα που ακούγονταν στο δίσκο. Μόνο που τα τραγούδια που ερμήνευε ήταν τα «Στου Οθωνα τα χρόνια» (Ενα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη) και «Με τι καρδιά τον κόσμο ν' αρνηθώ».
Ο Τάκης Λαμπρόπουλος κατάλαβε ότι είχε στα χέρια του ένα χρυσωρυχείο και αποφάσισε να φτιάξει έναν καινούργιο Μπιθικώτση. Πέρα από τους δίσκους (που τότε ξεκινούσαν από 45 στροφών δισκάκια με 2-3 τραγούδια κι άλλο δισκάκι, κι άλλο δισκάκι που όταν έβγαιναν στη σειρά το ένα μετά το άλλο έκαναν τεράστια επιτυχία και τελικά τα τραγούδια συγκεντρώνονταν σ' έναν μεγάλο δίσκο), ο Λαμπρόπουλος ασχολήθηκε ο ίδιος γενικά με την προώθηση του νέου του ταλέντου. Ετσι όταν κάλεσε στο μαγαζί του τον Κόκοτα ο Ζαμπέτας να συμμετάσχει στο πρόγραμμα και τον ρώτησε πόσα χρήματα ήθελε, εκείνος αθώα ζήτησε ούτε λίγο ούτε πολύ ένα χιλιάρικο τη βραδιά. Για την εποχή το ποσό ήταν τεράστιο, ο ίδιος ο Ζαμπέτας, που χάλαγε τότε κόσμο, έπαιρνε τα μισά.
Ομως ενώ ήταν έτοιμος να εκπαραθυρωθεί επενέβη ο Λαμπρόπουλος και είπε στους υπευθύνους του μαγαζιού να δώσουν ό,τι ήταν να δώσουν και μέχρι να συμπληρωθεί το χιλιάρικο τα υπόλοιπα θα τα έδινε ο ίδιος από την «Κολούμπια». Η αλήθεια βέβαια είναι πως ο Κόκοτας έσκιζε στα μαγαζιά, έσκιζε και στους δίσκους. Και επειδή τότε τα σουξέ τα υπέγραφαν κάποιοι σαν την Παπαγιαννοπούλου, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Ξαρχάκο, τον Ζαμπέτα και τον Σπανό, ο Σταμάτης Κόκοτας βρέθηκε να τραγουδάει το ένα μετά το άλλο μια σειρά από μεγάλα σουξέ που τα περισσότερα ήταν και σπουδαία τραγούδια. Τα μαγαζιά ήταν γεμάτα και ο καλός κόσμος, με επικεφαλής τον Ωνάση, σύχναζε εκεί -άλλωστε ο Ωνάσης τον καλούσε σε πολύ ιδιωτικές εκδηλώσεις όπως στον γάμο του με την Τζάκι.
Εν τω μεταξύ όμως είχε έρθει η χούντα, αλλά έτσι και αλλιώς ο Κόκοτας δεν ήταν άνθρωπος που είχε εκφράσει ποτέ δημοσίως απόψεις πολιτικές. Οπως πολλοί άλλοι που συνέχισαν την καριέρα τους μια χαρά, συνέχισε και αυτός με πολλά σουξέ σε πολλά μαγαζιά. Και με τον μύθο των φαβοριτών που τις άφησε κάποια στιγμή, μιας και είχαμε μπει πια στην εποχή των «γιε γιε». Βέβαια συνέντευξη σαν αυτή τού «Γράψ' το όπως το λέω» δεν ξανάδωσε από τότε. Για κοντά 20 χρόνια έζησε την επιτυχία του και την ευχαριστήθηκε.
Ενα άλλο στοιχείο το μύθου του ήταν πως έτρεχε σε αγώνες ταχύτητος με φοβερά αυτοκίνητα. Αυτό επίσης δεν ήταν αστείο. Μετά το '75 και προς τα τέλη της δεκαετίας του '80 βγήκαν καινούργια είδωλα, καινούργιοι δίσκοι, ο ίδιος ο Λαμπρόπουλος είχε κουραστεί και σχεδόν τα είχε παρατήσει από την «Κολούμπια» και ο Κόκοτας παρήκμασε όπως πολλοί άλλοι της γενιάς του, έχοντας όμως προλάβει να πει σε πρώτη εκτέλεση τραγούδια που η ερμηνεία τους δεν ξεπεράστηκε. Συν όλα τα άλλα ήταν και από τους τραγουδιστές που εκτιμούσε ο Νίκος Γκάτσος.
Και όπως αναφέρει η Νάνα Μούσχουρη, όταν κάποια στιγμή τον ρώτησε «γιατί δεν πας να μιλήσεις στον Γκάτσο αφού τον ξέρεις», εκείνος της απάντησε «μιλάνε μωρέ στον θεό;» Τριάντα χρόνια μετά όταν σε μια συνέντευξη του είπα πόσο τυχερός είναι που είχε ερμηνεύσει τον λόγο του Γκάτσου, μου απάντησε «ναι, αλλά και τι φωνή τον ερμήνευσε».
Ο Σταμάτης Κόκοτας ήταν αγνός και αθώος και είχε ένα τεράστιο ταλέντο, μια σπάνια φωνή και κάποιες χαριτωμένες παραξενιές που παρεξηγούνται εύκολα από τον πολύ κόσμο -ειδικά τότε...
Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τον χαμό του προχθές στα 85 του χρόνια ο Κόκοτας είχε πάντα αυτή τη βελούδινη φωνή που άρθρωνε μοναδικά συλλαβή προς συλλαβή, λέξη προς λέξη τα λόγια που είχε το τραγούδι και την ίδια στιγμή ήταν λυρική και λαϊκή. Δεν ανανεώθηκε όμως. Τα χρόνια περνούσαν, οι φαβορίτες έμειναν εκεί, το κοινό του μεγάλωσε σε ηλικία, ζούσαμε μια άλλη εποχή, αλλά εκείνος επέμενε να ζει στο τότε πεισματικά. Είχε κάθε λόγο γι' αυτό. Στο κάτω κάτω είχε συμπαραστάτη τον μεγαλύτερο σύμμαχο ενός τραγουδιστή, ένα συγκλονιστικό ρεπερτόριο. Κι έναν απολύτως προσωπικό μύθο που τον παίρνει τώρα μαζί του.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας