Η Τζένη Βάνου ήταν μια σπουδαία τραγουδίστρια, όχι γιατί είχε την καλύτερη φωνή, το μεγαλύτερο ρεπερτόριο, την πιο ψύχραιμη στάση απέναντι στα πράγματα· αλλά γιατί ήταν πάντοτε εκείνη που επικαλούμασταν ως μέτρο σύγκρισης.
Και πράγματι, δεν είπε τα μεγαλύτερα τραγούδια, δεν μπήκε ποτέ στο δίλημμα καριέρα ή οικογένεια, δεν είχε τη δίψα να παλέψει για μια διεθνή καριέρα, δεν κινήθηκε διπλωματικά στα μουσικά σαλόνια, δεν υπήρξε συνεπής ώς το τέλος.
Συγχρόνως, όμως, όποια ήθελε να «κερδίσει» τον τίτλο της κορυφαίας Ελληνίδας τραγουδίστριας έπρεπε να «αναμετρηθεί» μαζί της στη σπάνια χροιά και το εύρος της φωνής, την αξιοπρέπεια, τα υπέροχα ελαφρολαϊκά που είπε, το σπάνιο χάρισμα της γυναικείας της ερμηνείας, τον μοναδικό τρόπο που είχε να ντύνει με συναισθήματα τα κομμάτια.
Στα 75 της χρόνια, η Τζένη Βάνου έχασε τη μάχη με τον καρκίνο και άφησε χθες το πρωί στο Νοσοκομείο Μεταξά του Πειραιά την τελευταία της πνοή. Για μια ολόκληρη εποχή του ελληνικού ελαφρολαϊκού τραγουδιού έκλεισε χθες ένα τεράστιο κεφάλαιο.
Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, δηλαδή την εποχή της μεγάλης της δόξας, η Τζένη Βάνου θεωρήθηκε από πολλούς η Ελληνίδα Κόνι Φράνσις, η δική μας Μπρέντα Λι.
«Κάθε τραγούδι που είπα, το ένιωθα σαν τρίλεπτο μυθιστόρημα με πρωταγωνίστρια εμένα. Η δουλειά αυτή δεν μου άρεσε ποτέ. Μισούσα την προετοιμασία της. Δεν ήμουν ποτέ κοκέτα. Μόνο όταν άρχιζε το τραγούδι άλλαζα. Αυτό ήταν έρωτας», είχε πει πριν από τρία χρόνια σε συνέντευξή της στην “Καθημερινή”.
Τα ντουέτα με τον Γιάννη Βογιατζή
Τα υπέροχα ντουέτα της με τον Γιάννη Βογιατζή («Θέλω κοντά σου να μείνω», «Ολα μας τα όνειρα», «Πέταξε ένα πουλί», «Ανοιξε, Ανοιξε», «Αθήνα μου ξενύχτισσα») αλλά και οι προσωπικές της επιτυχίες όπως τα «Αν σ’ αρνηθώ, αγάπη μου» (πρώτο μεγάλο της σουξέ το 1962), «Ο ήλιος βγαίνει μες στα μάτια σου», «Αν είναι η αγάπη αμαρτία», «Η σκλάβα», «Σ’ αγαπώ», «Αγόρι μου», «Σε βλέπω στο ποτήρι μου», «Χίλιες βραδιές», «Τις ώρες που σε θέλω» είναι κομμάτια που όποιες κι αν επιχείρησαν να τα ««φρεσκάρουν» δεν κατάφεραν ποτέ να την ξεπεράσουν.
Η φωνή της σημάδεψε το ρεπερτόριο του μέντορά της Μίμη Πλέσσα και ταυτίστηκε με τον γυναικείο λυγμό. Ισως γι’ αυτό και ώς σήμερα, σε παραστάσεις, ταινίες, ακόμα και ντοκιμαντέρ, η φωνή της πολύ συχνά χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς και χαρακτηριστικό μιας ολόκληρης εποχής.
Ο μέντοράς της Μίμης Πλέσσας
«H διαύγεια, η μουσικότητα, η πλούσια χροιά και η μεγάλη έκταση από τη μια και η ευκολία στην εκμάθηση, η άνετη προσαρμογή σε κάθε υπόδειξη, η απόλυτη ταύτιση της φωνής σε κάθε είδος τραγουδιού, ήταν μόνο μερικά από τα έμφυτα αγαθά που είχε για προικιά της η Tζένη.
Kι αυτά μαζί μ’ έναν ευαίσθητο χαρακτήρα και μια χρυσή καρδιά ήταν τα μόνα όπλα που της επέτρεψαν να ξεχωρίσει, να μεσουρανήσει και να κρατήσει τη θέση που της αξίζει στο μουσικό μας στερέωμα», ανέφερε ο Mίμης Πλέσσας σε ένα τιμητικό λεύκωμα με τίτλο «Tζένη Βάνου - Η φωνή» που κυκλοφόρησε πριν από καιρό η ΕΜΙ.
Στην ίδια έκδοση υπήρχε και μια συγκινητική δήλωση του Σταμάτη Κραουνάκη: «Η Τζένη Βάνου είχε ένθετο ερωτισμό στο ηχόχρωμα. Νομίζω αυτό είναι το χαρακτηριστικό που τη γείωσε με το αίσθημα της Ελλάδας εκείνη την ώρα και στις προσωπικές της ερμηνείες, αλλά και στα συγκλονιστικά και απαράμιλλά της ντουέτα με τον Γιάννη Βογιατζή, με τον οποίο κόλλαγε γάντι κι έγιναν το μοντέλο φωνής όλων των ερωτευμένων και νιόπαντρων ζευγαριών της εποχής...
»Αλλά και αργότερα, μετά τη δόξα του ελαφρού τραγουδιού, στις αρχές του ’70, η περίφημη αυτή φωνή –σαν jazz κορνέτα, πολυπαιγμένη από σπουδαίο παίκτη– προσχώρησε στα μπουζούκια νικηφόρα σφραγίζοντας την “καψούρα” και την “αμαρτία” με άπλετο γυναικείο υποταγμένο πάθος, αλλά και με τον οίστρο του δεμένου αγριμιού».
Κρυφά από τον πατέρα της
Η Ευγενία Βραχνού, όπως ήταν το κανονικό της όνομα, γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1939 στην πλατεία Αττικής. Στα παιδικά της χρόνια βασανίστηκε από τη διαμάχη των χωρισμένων γονιών της και στην εύθραυστη ηλικία των 12 ετών έκανε την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας. Στήριγμά της στα δύσκολα ήταν η γιαγιά της, στο σπίτι της οποίας κατέφευγε. Πριν καν τελειώσει το σχολείο εμφανίστηκε στα ραδιοφωνικά «Κυριακάτικα Πρωινά» που τότε επιμελούνταν ο Γιώργος Οικονομίδης με τον Μίμη Πλέσσα και τη Ρένα Ντορ.
Ο Γεράσιμος Λαβράνος τη βάφτισε Τζένη Βάνου για να κρύβεται από τον πατέρα της που απέρριπτε το τραγούδι και την ονειρευόταν φυσικομαθηματικό. Δεν γλίτωσε, κι έτσι, όταν την ανακάλυψε, της άφησε τη βαλίτσα στο πλατύσκαλο υποχρεώνοντάς την να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Το 1959, λοιπόν, ξεκίνησε την καριέρα της ως τραγουδίστρια ελαφράς ορχήστρας, στον ραδιοφωνικό σταθμό της ΕΙΡ (Εθνικό Ιδρυμα Ραδιοφωνίας). Την ίδια χρονιά έκανε την πρώτη της ηχογράφηση: ένα 45άρι με τα τραγούδια «Kάπου υπάρχει η αγάπη μου» και «Aστέρι - αστεράκι» με τον Τώνη Μαρούδα.
Στη θέση της Μούσχουρη
Η επόμενη μεγάλη ευκαιρία τής δόθηκε όταν κλήθηκε στη μουσική σκηνή «Το τζάκι» της πλατείας Ρηγίλλης να αντικαταστήσει τη Νάνα Μούσχουρη, που εκείνο το διάστημα άνοιγε τα φτερά της για διεθνή καριέρα. Οχι μόνο αντεπεξήλθε, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η ανταπόκριση του κόσμου που ο Μανώλης Χιώτης και η Μαίρη Λίντα έσπευσαν να την εξασφαλίσουν για τη «Σπηλιά του Παρασκευά». Επειτα από μια παρεξήγηση, αποχωρεί και εν μιά νυκτί μετακομίζει στη «Νεράιδα», όπου και παρέμεινε επί οκτώ χρόνια (1961-1969).
Υπήρξε βασική ερμηνεύτρια και «μούσα» πολλών συνθετών: του Γιώργου Μουζάκη, του Κώστα Γιαννίδη, του Ζακ Ιακωβίδη, του Αττίκ, του Αλέκου Χρυσοβέργη, του Τάκη Μουσαφίρη κ.ά. Το 1968 ο Νίκος Μαμαγκάκης αναζητούσε ερμηνεύτρια για το θρυλικό «Σ’ αγαπώ - σ’ αγαπώ» που προοριζόταν για τη «Λεωφόρο του μίσους» του Νίκου Φώσκολου και βρήκε την ιδανική στο πρόσωπο της Βάνου.
«Σνόμπαρε» το λαϊκό
Τη δεκαετία του ’70 κυριάρχησε στο ελαφρολαϊκό («Aν είναι η αγάπη αμαρτία», «Σε βλέπω στο ποτήρι μου», «Xίλιες βραδιές») ενώ, το 1982 συνάντησε τον Τόλη Βοσκόπουλο, ο οποίος της στάθηκε σε μια εξαιρετικά δύσκολη προσωπική της στιγμή (χώριζε με τον άντρα της) και της έδωσε δουλειά. Ηταν η εποχή που έκανε στροφή στο λαϊκό, παρ’ όλο που, όπως παραδεχόταν μετά από χρόνια, στην πραγματικότητα το «σνόμπαρε».
Η τελευταία της δισκογραφική δουλειά είχε τίτλο «Οσα ζήλεψα», κυκλοφόρησε το 1996, περιείχε παλιά τραγούδια σε νέες εκτελέσεις και ήταν ο 26ος δίσκος της. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της έμοιαζε να είχε κλείσει οριστικά την πόρτα της μουσικής και οι λίγες εμφανίσεις της σε μεγάλες πίστες την αδικούν πολύ. Είχε τουλάχιστον πάντα την ειλικρίνεια να λέει:
«Εκανα υπερβολικά λάθη. Κυρίως για τους χώρους που πήγαινα. Με κατηγόρησαν ότι δεν διάλεγα. Οταν έχεις ανάγκη δεν διαλέγεις. Πήγαινα σε όποιον μου έκανε πρώτος πρόταση. Δεν μπορούσα να ανεβάζω κασέ ούτε να αθετώ τον λόγο μου. Ημουν σπάταλη. Για λούσα δεν ξόδευα, πάθη με αλκοόλ και χαρτιά δεν είχα, όμως πώς τα χαλάω τα λεφτά μου ακόμη δεν ξέρω. Λεφτά δεν μάζεψα» (“Καθημερινή”).
Τα τελευταία χρόνια οι γείτονές της στη Νέα Σμύρνη την έβλεπαν να βοηθά καμιά φορά στο μίνι μάρκετ του γιου της. Μέχρι τον Αύγουστο του 2013 που έκανε επέμβαση στον λαιμό για να της αφαιρεθεί ένας όγκος. Πριν από λίγες εβδομάδες ένιωσε ξαφνικά πόνους στη μέση. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και οι εξετάσεις έδειξαν πως ο καρκίνος είχε κάνει μεταστάσεις σε όλο της το σώμα, με ραγδαίους ρυθμούς.
Γιατί δεν συνεργάστηκε με Μάνο Χατζιδάκι
Πολλοί χρεώνουν στην αφοσίωσή της στον Μίμη Πλέσσα το ότι δεν τόλμησε να δοκιμαστεί με άλλους μεγάλους συνθέτες. Το «ειδύλλιό» της για παράδειγμα με τον Μάνο Χατζιδάκι έμεινε όνειρο και για τους δύο, καθώς δίστασε να συνεργαστεί μαζί του φοβούμενη ότι προδίδει τον συνθέτη που την ανέδειξε. Ο Μ. Χατζιδάκις την ήθελε για το «Aπόψε αυτοσχεδιάζουμε» (1961) και δεν τη συγχώρεσε ποτέ που του αρνήθηκε. Οταν δέκα χρόνια μετά βρέθηκαν στην Αμερική, της είπε με το γνώριμο ύφος του: «Είσαι ανόητη. Εχασες την ευκαιρία της ζωής σου. Εγώ δεν θα σου δώσω ποτέ πια τραγούδια μου».Παρ’ όλα αυτά, ποτέ του δεν πήρε πίσω ούτε λέξη από τη δήλωσή του: «Mια φωνή έχει γεννηθεί στην Eλλάδα κι αυτή είναι η Tζένη Bάνου. Οταν λέει ένα τραγούδι στα 3 λεπτά και τελειώνει, είναι ακριβώς όπως ένας μαραθωνοδρόμος που έχει τρέξει 42 χιλιόμετρα, έχει δώσει τόσο πολύ τον εαυτό της και την ψυχή της, που είναι σαν να έχει τρέξει τα χιλιόμετρα του μαραθωνοδρόμου...». Κι εκείνη, όμως, μέχρι και στις πιο πρόσφατες συνεντεύξεις της, παραδεχόταν πως ο Χατζιδάκις ήταν το μεγαλύτερο μουσικό της απωθημένο.
* Ευχαριστούμε για το φωτογραφικό υλικό τον Πέτρο Παράσχη
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας