Ο Κωστής Χατζηδάκης μέχρι πρόσφατα και πλέον ο Κυριάκος Πιερρακάκης καυχώνται για την επίτευξη θηριώδους πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ το 2024 και το αποδίδουν στην «υπεραπόδοση της οικονομίας» και δη στην πάταξη της φοροδιαφυγής. Ουδεμία σύνδεση της κριτικής επί του προϋπολογισμού με τα υπερπλεονάσματα και –πολύ περισσότερο– με το χρέος από τα κόμματα στο πολιτικό φάσμα από ΜέΡΑ25, Νέα Αριστερά μέχρι ΠΑΣΟΚ.
Κόμματα από το ίδιο πολιτικό φάσμα καταθέτουν προτάσεις, όπως η μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ με στόχο τη μείωση της ακρίβειας ή η φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών με στόχο να χρηματοδοτηθούν μέτρα κοινωνικής στήριξης. Ο Κωστής Χατζηδάκης και ο ίδιος ο Μητσοτάκης τα ανακαλούν στη δημοσιονομική τάξη, κοστολογώντας τις προτάσεις σε τέτοιο ύψος ώστε να προκύπτει σοβαρή παραβίαση των δημοσιονομικών «ορίων».
Πώς απαντά η αντιπολίτευση στο κυβερνητικό bullying; Είτε αντιπαραβάλλει τη δική της κοστολόγηση των μέτρων επιχειρηματολογώντας ότι η κυβερνητική κοστολόγηση είναι εσκεμμένα υπερβολική είτε αναπροσαρμόζει φρονίμως τα αιτήματά της ώστε να μη συνιστούν παραβίαση των δημοσιονομικών «ορίων».
Σημειωτέον ότι η συγκεκριμένη αντιπαράθεση αφορά επιμέρους προτάσεις και μέτρα της αντιπολίτευσης και όχι το σύνολο των μέτρων που θα απαιτούσε μια (οποιαδήποτε, οσοδήποτε αδύναμη και ανεπαρκής) πολιτική στήριξης του επιπέδου ζωής της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Αν πρέπει να προσδιοριστεί συγκεκριμένα μια τέτοια πολιτική στο σύνολό της, τότε τα δημοσιονομικά «περιθώρια» είναι περισσότερο από βέβαιο ότι όντως θα παραβιαστούν.
Ποια είναι τα δημοσιονομικά «όρια»;
Ποια είναι τα δημοσιονομικά όρια για τα οποία γίνεται λόγος και στα οποία η αντιπολίτευση υποχρεώνεται να δηλώσει, εμμέσως πλην σαφώς, απόλυτο σεβασμό; Και ποιος θέτει αυτά τα όρια; Η απάντηση είναι κάτι για το οποίο η «δημοκρατική αντιπολίτευση» αλλά και η ευρύτερη αριστερή αντιπολίτευση, πλην εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, δεν θέλουν να μιλούν ούτε να θυμούνται: Αυτά τα όρια δεν τα θέτει, παρά δευτερευόντως, το νέο ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Σύμφωνο, αλλά κατ’ αρχάς η συμφωνία για την «καθαρή έξοδο από τα μνημόνια» που υπέγραψε το 2018 με τους δανειστές η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία εγκαθιστά την υποχρέωση για διαρκή πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 2% του ΑΕΠ.
Το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό σύμφωνο, που ισχύει από το 2024, επιδεινώνει την κατάσταση διότι προβλέπει ότι τα υπερπλεονάσματα δεν μπορούν να διατεθούν για μέτρα κοινωνικής πολιτικής παρά μόνο αν οφείλονται σε μέτρα μόνιμου χαρακτήρα – εξ ου και η κυβέρνηση Μητσοτάκη τα αποδίδει συλλήβδην στην πάταξη της φοροδιαφυγής. Το πράγμα όμως δεν σταματάει εδώ, καθώς στη συνέχεια παρεμβαίνουν οι αγορές και οι ιδιαίτερες κυβερνητικές ανάγκες.
Από τα υπερπλεονάσματα του ΣΥΡΙΖΑ...
Στην κυβερνητική του περίοδο, φθινόπωρο του 2015-καλοκαίρι του 2019, η οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ κατήγε συνεχείς «θριάμβους» πετυχαίνοντας συστηματικά πρωτογενή υπερπλεονάσματα, δηλαδή πρωτογενή πλεονάσματα πολύ πάνω από τους συμφωνημένους με τους δανειστές στόχους – από αυτά που υποχρεωνόταν «με το πιστόλι στον κρόταφο» να πετύχει.
2016: Ο στόχος του προϋπολογισμού του 2017 ήταν η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 1.907 εκατ. ευρώ (1,1% του ΑΕΠ). Αντί αυτού του στόχου, καταγράφηκε πρωτογενές πλεόνασμα 6.560 εκατ. ευρώ (3,8% του ΑΕΠ)!
2017: Ο στόχος του προϋπολογισμού του 2018 ήταν πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ. Αντ’ αυτού, εκτοξεύτηκε στο 4,13% του ΑΕΠ!
2018: Ο στόχος ήταν πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ και αντ’ αυτού είχαμε πρωτογενές πλεόνασμα 3,98% του ΑΕΠ.
Τα υπερπλεονάσματα του ΣΥΡΙΖΑ εξηγούνται από την ανάγκη του να αποσπάσει τη συναίνεση των δανειστών στη λύση της «καθαρής εξόδου» από τα μνημόνια, για να μην οδηγηθεί στις εκλογές του 2019 χωρίς μεγάλο αφήγημα.
...στα υπερπλεονάσματα της Ν.Δ.
Επί κυβερνήσεων της Ν.Δ. τα υπερπλεονάσματα απογειώθηκαν στη διετία 2023-2024.
2023: Η αρχική πρόβλεψη για το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν 0,7% του ΑΕΠ, αναθεωρήθηκε με την κατάθεση του προϋπολογισμού σε 1,1% του ΑΕΠ και τελικά επιτεύχθηκε 1,9% του ΑΕΠ.
2024: Η αρχική πρόβλεψη ήταν 2,1% του ΑΕΠ, αναθεωρήθηκε με τον προϋπολογισμό σε 2,5% του ΑΕΠ και τελικά επιτεύχθηκε 3,5% του ΑΕΠ.
Σημειωτέον ότι αυτά τα υπερπλεονάσματα δεν οφείλονται μόνο στα φορολογικά υπερέσοδα (λόγω και του πληθωρισμού), αλλά και σε συστηματικές περικοπές δαπανών σε σχέση με τους στόχους του προϋπολογισμού σε επίπεδα μέχρι 1,5 δισ. ετησίως.
Τα υπερπλεονάσματα της Ν.Δ. εξηγούνται από την ανάγκη της να δελεάσει την Κομισιόν να συναινέσει σε γενναίο προεκλογικό «πακέτο μέτρων» με την ελπίδα να αντιστρέψει την κυβερνητική φθορά.
Εστι δίκης οφθαλμός: οι αγορές
Η πρόσφατη μεγάλη αναταραχή στις αγορές, λόγω του «πολέμου των δασμών» που κήρυξε ο Τραμπ εναντίον όλων, έδειξε ότι ακόμη και οι ΗΠΑ υπό την ηγεσία Τραμπ έχουν ένα «όριο πόνου»: όταν η αναταραχή απείλησε τα αμερικανικά ομόλογα, ο Τραμπ έκανε πίσω. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αδιαμφισβήτητη τεράστια δύναμη πίεσης των αγορών είναι ο πραγματικά μεγάλος «ελεγκτής» της οικονομικής πολιτικής, ο «δίκης οφθαλμός ος τα πάνθ’ ορά». Συνηθισμένες στα υπερπλεονάσματα όχι μόνο από τη Ν.Δ. αλλά και από τον ΣΥΡΙΖΑ και έχοντάς τα αναγάγει σε «εθιμικό δημοσιονομικό δίκαιο», οι αγορές δεν θα αρκούνται καν στις δεσμεύσεις που περιέχονται στη συμφωνία του 2018. Ειδικά σε περίπτωση «προοδευτικής διακυβέρνησης», οποιασδήποτε σύνθεσης και μορφής, θα απαιτήσουν είτε υπερπλεονάσματα είτε ένα γενναίο «ασφάλιστρο κινδύνου» με αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.
Φιλολαϊκή πολιτική με τον «ελέφαντα» στο δωμάτιο;
Είναι λοιπόν ευεξήγητο γιατί ούτε το ΠΑΣΟΚ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε η Νέα Αριστερά αλλά ούτε το ΚΚΕ μιλούν για τα υπερπλεονάσματα και το δημόσιο χρέος· γιατί αποφεύγουν να εκφέρουν ακόμη και τις λέξεις. Πώς να το κάνει το ΠΑΣΟΚ, όταν έκανε «δωρεά σώματος» για να υπηρετήσει τη «δημοσιονομική εξυγίανση» των μνημονίων; Πώς να το κάνουν ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά, όταν η δεύτερη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-2019 ξεπέρασε και την κυβέρνηση Μητσοτάκη ως προς το ύψος των υπερπλεονασμάτων; Πώς να το κάνει το ΚΚΕ, όταν η συζήτηση που θα ανοίξει θα παραπέμπει στην περίοδο 2010-2015 και στην απειλή επανόδου της αστάθειας, κοινωνικοπολιτικής και δημοσιονομικής – η οποία έφερε σε πολύ δύσκολη θέση την πολιτική του στον προηγούμενο κύκλο και την οποία αποφεύγει όπως «ο διάβολος το λιβάνι», παραπέμποντας στο ιστορικό επέκεινα, όταν θα πέσει από τον ουρανό σαν ώριμο φρούτο η επαναστατική κατάσταση;
Η αλήθεια είναι απλή και προφανής: Η αντιπολίτευση απεχθάνεται τους «μπελάδες», τρέμει την αστάθεια και το ενδεχόμενο να αναγκαστεί να (ξανα)κάνει πολιτική σε συνθήκες αστάθειας, σέβεται απολύτως τη συμφωνία του 2018 και την «πειθαρχία των αγορών».
Παρ’ όλα αυτά, η συγκυρία κάθε άλλο παρά «ήρεμα νερά» εξασφαλίζει: η «μεγάλη αστάθεια» είναι ήδη εδώ, στην προέκταση του εμπορικού πολέμου και των γεωπολιτικών ανταγωνισμών. Είναι θέμα σύντομου χρόνου να χτυπήσει την «πόρτα» της ελληνικής οικονομίας και της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Και τότε, οι Ερινύες του 2015 θα επανέλθουν...
Το μόνο σίγουρο είναι πως, με τον «ελέφαντα» της συμφωνίας του 2018 και των υπερπλεονασμάτων στο δωμάτιο, όχι μόνο σε συνθήκες αστάθειας, αλλά ούτε καν σε συνθήκες «κανονικότητας» μπορεί να υπάρξει στοιχειωδώς αξιοπρεπής πολιτική με φιλολαϊκό χαρακτήρα χωρίς το σκληρό τίμημα της αμφισβήτησης της «πειθαρχίας των αγορών».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας