Η απάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στην αναφορά του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε «τουρκική μειονότητα» στη Θράκη, κατά τις κοινές δηλώσεις τους μετά τη συνάντησή τους στο Μέγαρο Μαξίμου, ανέδειξε εκτός των άλλων για ακόμη μια φορά την ανάγκη διατήρησης του κλίματος ειρήνης και αρμονικής συνύπαρξης της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη με τη χριστιανική πλειονότητα. Μία συνύπαρξη που δεν ήταν πάντα εύκολη και δεδομένη. Ειδικότερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος παρενέβη μόλις ολοκλήρωσε τις δηλώσεις του ο Τούρκος πρόεδρος, έκανε λόγο για τη Θράκη που αποτελεί ένα παράδειγμα ειρηνικής συνύπαρξης χριστιανών και μουσουλμάνων. «Αγωνιζόμαστε για να διασφαλίζουμε στην πράξη ίσες ευκαιρίες για τους μουσουλμάνους συμπολίτες μας», είπε ο πρωθυπουργός, προσθέτοντας ότι «ο προσδιορισμός της μειονότητας της Θράκης ως μουσουλμανικής καθορίζεται από τη Συνθήκη της Λωζάννης».
Η διαπίστωση του πρωθυπουργού είναι ακριβής και πέρα για πέρα καλοδεχούμενη από την πλειονότητα των μελών των δύο κοινοτήτων, παρότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εν μέρει και ως υποκριτική, αφού ο ίδιος επέλεξε να διαταράξει τις σχέσεις των δυο κοινοτήτων με τις διχαστικές και τοξικές δηλώσεις του περί παρέμβασης του Τουρκικού Προξενείου της Κομοτηνής στις εκλογές του Μαΐου-Ιουνίου του 2023.
Οι σχέσεις της μουσουλμανικής μειονότητας με την ελληνική πολιτεία, όμως, και η εξάλειψη των διακρίσεων εναντίον της είναι μια παλιά ιστορία και δεν αναλώνεται μόνο στην πολιτική επιπολαιότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη ανάμεσα στις δυο εκλογικές αναμετρήσεις, όταν πράγματι κινδύνεψε να «τιναχτούν» στον αέρα οι προσπάθειες δεκαετιών στα ζητήματα ενσωμάτωσης της μειονότητας στην τοπική κοινωνία με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, αφού η ανάγκη μεταρρυθμίσεων που θα εξάλειφαν τις διακρίσεις και τους αποκλεισμούς στον μειονοτικό χώρο δεν ήταν πάντα κοινός τόπος όλων των κυβερνήσεων. Η επιστροφή αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην πολιτική παρακαταθήκη της οικογένειάς του, η οποία υπήρξε πράγματι πρωτοπόρα σε πολιτικές υπέρ της μειονότητας και εξάλειψης των αδικιών εις βάρος της, δεν μπορεί να ερμηνευθεί αποκομμένη από τις ευρύτερες εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ετσι κι αλλιώς, πάντοτε τα μειονοτικά ζητήματα αποτελούσαν ζωτικό κομμάτι της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης και επηρεάζονταν σαφώς από το εκάστοτε κλίμα που επικρατούσε στις σχέσεις των δυο χωρών.

Παρότι η πάγια θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι πως τα μειονοτικά θέματα αποτελούν εσωτερικό πολιτικό ζήτημα και δεν διέπονται από καμία αρχή αμοιβαιότητας μεταξύ των δυο χωρών, δεν είναι λίγες οι φορές που επιμέρους θέματα της μειονότητας έχουν τεθεί στο τραπέζι των συζητήσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η προτροπή του Τούρκου προέδρου τον Φεβρουάριο του 2019, κατά την επίσκεψη του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στην Αγκυρα, να κάνει δεκτό το αίτημα της μειονότητας για εκλογή των μουφτήδων της (θρησκευτικοί ηγέτες) από τη βάση, με αντάλλαγμα την επαναλειτουργία της θεολογικής σχολής στη Χάλκη. Ας μην ξεχνάμε ακόμη πως και η ελληνική πλευρά συχνά υπενθυμίζει στις διμερείς συζητήσεις ότι η ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη δεν έχαιρε ανάλογης καλής συμπεριφοράς από το τουρκικό κράτος όπως η μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη.
Τρία ζητήματα
Χονδρικά τα κρίσιμα ζητήματα της μειονότητας παραμένουν και σήμερα τρία: η περιουσία των μουσουλμανικών θεολογικών ιδρυμάτων, τα λεγόμενα βακούφια, τα εκπαιδευτικά ζητήματα της μειονότητας και δη τα δίγλωσσα νηπιαγωγεία και φυσικά η εκλογή των μουφτήδων από τη βάση. Στα πρώτα δυο ζητήματα έχει υπάρξει πρόοδος, κυρίως χάρη σ’ αυτή τη σιωπηρή αμοιβαιότητα που διέπει τις σχέσεις των δυο μειονοτήτων, της μουσουλμανικής στη Θράκη και της ελληνορθόδοξης στην Κωνσταντινούπολη. Σε ό,τι αφορά τους μουφτήδες, τα πράγματα περιπλέκονται, καθώς οι μουφτήδες είναι πρόσωπα με ιδιαίτερη πολιτική δύναμη αφού κατέχουν δικαστική εξουσία, εφαρμόζοντας τη σαρία, που είναι ο ισλαμικός θρησκευτικός κώδικας. Εδώ και δεκαετίες η ελληνική πολιτεία ανέχεται αυτή τη νομική ασυμμετρία η οποία επιτρέπει εντός της μειονότητας η σαρία να αντικαθιστά το οικογενειακό δίκαιο.
Αξίζει όμως να σημειωθεί πως η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα προχώρησε ένα βήμα προς τη θετική κατεύθυνση, καταργώντας την υποχρεωτικότητα προσφυγής στη σαρία, χωρίς όμως να την καταργήσει εντελώς. Μνεία στην αναγκαιότητα ρύθμισης του ζητήματος εκλογής των μουφτήδων γίνεται και στο περιβόητο πόρισμα της διακομματικής επιτροπής της Βουλής για τη Θράκη. Υπενθυμίζεται πως μέχρι σήμερα το ελληνικό κράτος διορίζει τους μουφτήδες στη Θράκη, ενώ παράλληλα η μειονότητα εκλέγει τους δικούς της μουφτήδες (ψευτομουφτήδες) οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται από το ελληνικό κράτος παρότι κατ’ ουσίαν απολαμβάνουν περισσότερα προνόμια και εξουσίες εντός της μειονότητας.
Αναμφίβολα ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όμως, παραμένει ο επιθετικός προσδιορισμός «τουρκική» που επιλέγεται πολλές φορές από Τούρκους αξιωματούχους για να περιγράψουν τη μειονότητα της Θράκης. Ηταν πάντα όμως έτσι; Πάντα η ελληνική εξωτερική πολιτική ενοχλούνταν από αυτόν τον προσδιορισμό; Οπως αποκάλυψε ο Δημήτρης Ψαρράς μέσα από το αξιόλογο και επιμελημένο αρχείο του, το επίσημο ελληνικό κράτος ήταν εκείνο που επέβαλε τον προσδιορισμό «τουρκική», τη δεκαετία του 1950, κάτω από τις συνθήκες που επέβαλε η συμμαχία των δύο χωρών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, αλλά κυρίως εξαιτίας του λεγόμενου «από Βορράν κινδύνου», που θεωρήθηκε ότι επέβαλε την αντικατάσταση της σλαβοφωνίας των Πομάκων με την εκπαίδευσή τους στην τουρκική γλώσσα, ενώ από τότε χρονολογούνται και οι λεγόμενες «επιτηρούμενες ζώνες», που διατηρήθηκαν μέχρι τη δεκαετία του 1990.
Πολύ γρήγορα, βέβαια, η επίσημη γραμμή άλλαξε. Από το 1957, το υπουργείο Εξωτερικών αποφάσισε ότι «η μόνη ορθή ονομασία της εν Θράκη μειονότητος είναι Μουσουλμανική», με μέλη «τουρκοφώνους, Πομάκους, Κιρκασίους, Αθιγγάνους κ.λπ.». Μάλιστα αυτός ο περιβόητος «από Βορράν Κίνδυνος» είναι εκείνος που αποτέλεσε το κρατικό πρόσχημα για την επιβολή πολιτικών διακρίσεων στη μειονότητα, που καθιέρωσε τα γνωστά αντιδραστικά μέτρα με τις μπάρες και τα στρατιωτικά φυλάκια που διαχώριζαν τα μουσουλμανικά χωριά από τα χριστιανικά και οδήγησε και σε ακόμη πιο παρανοϊκά μέτρα που δεν καθιστούσαν απλώς τους μουσουλμάνους πολίτες δεύτερης κατηγορίας, αλλά τους στερούσαν τη δυνατότητα για απλές καθημερινές λειτουργίες, όπως να εκδώσουν άδειες επισκευής των σπιτιών τους, να βγάλουν κυνηγετική άδεια, ακόμη και άδεια ποδηλάτου!
Αυτό το διχαστικό κλίμα συσσωρεύτηκε και σχεδόν αναπόφευκτα οδηγηθήκαμε στα γεγονότα του Ιανουαρίου του 1990, όταν το Πλημμελειοδικείο Κομοτηνής καταδίκασε τον μειονοτικό βουλευτή Σαδίκ σε φυλάκιση 18 μηνών χωρίς αναστολή, επειδή σε προεκλογική προκήρυξή του αποκαλούσε τη μειονότητα «τουρκική». Την επομένη, όπως μας υπενθυμίζει με το αρχείο του ο Δημήτρης Ψαρράς, δύο μεσόκοποι ασθενείς που νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο της πόλης, ένας χριστιανός κι ένας μουσουλμάνος, λογομάχησαν, ήρθαν στα χέρια κι ο μουσουλμάνος χτύπησε τον χριστιανό στο κεφάλι, με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του. Ο δράστης συνελήφθη και, αργότερα, βρέθηκε νεκρός στο κελί του. Η επίσημη εκδοχή έκανε λόγο για αυτοκτονία.
Το πογκρόμ του 1990
Το επεισόδιο αυτό προκάλεσε ένα άνευ προηγουμένου πογκρόμ εναντίον των μουσουλμάνων. Οι μειονοτικές συνοικίες της Κομοτηνής γνώρισαν ώρες τρόμου. Εκατοντάδες αγανακτισμένοι εθνικόφρονες λεηλάτησαν, στις 29 Ιανουαρίου, και κατέστρεψαν συστηματικά όλα ανεξαιρέτως τα μουσουλμανικά (αλλά και δυο αρμένικα) μαγαζιά της πόλης, κάτω από το απαθές βλέμμα των παριστάμενων ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων. Το πογκρόμ αυτό ταρακούνησε τις πολιτικές ηγεσίες της εποχής και προκάλεσε τη σύσκεψη των τότε πολιτικών αρχηγών, στις 31 Ιανουαρίου (Μητσοτάκης, Παπανδρέου, Κύρκος, Φλωράκης), όπου και αποφάσισαν να ελαφρύνουν την αιτία της όξυνσης - τις οργανωμένες διακρίσεις σε βάρος της μειονότητας. Μάλιστα η απόφαση αυτή είναι το πρώτο επίσημο κείμενο που αναγνωρίζει, έστω και με την κομψή έκφραση «διοικητικές ενοχλήσεις», την ύπαρξη διακρίσεων σε βάρος της μειονότητας και αποτέλεσε την αρχή για τη σταδιακή κατάργησή τους που επετεύχθη τις επόμενες δεκαετίες.
Ακόμη θα πρέπει να επισημανθεί και ο καθοριστικός ρόλος του Γιώργου Παπανδρέου ως υπουργού Παιδείας στον νόμο για την καθιέρωση ποσόστωσης στην ένταξη μουσουλμανόπαιδων στα ελληνικά ΑΕΙ, που συνέβαλε στην περαιτέρω ενσωμάτωσή τους και περιόρισε τον αποκλεισμό τους από την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Χθες έγινε, απ’ ό,τι φαίνεται, ένα βήμα στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αναμφίβολα η βελτίωση των σχέσεων αυτών θα βοηθήσει και στην εμπέδωση της αγαστής συνύπαρξης των δυο κοινοτήτων και στη Θράκη. Φαίνεται πως είτε με θετικό είτε με αρνητικό πρόσημο η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της μειονότητας στη Θράκη συνδέεται με την οικογένεια Μητσοτάκη. Μάλιστα ο Κυρ. Μητσοτάκης και η Ντόρα Μπακογιάννη θυμίζουν με κάθε ευκαιρία ότι ο πατέρας τους προσπάθησε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της μειονότητας. Ας μην ξεχνάμε πως και ο Αχμέτ Σαδίκ, που πολιτευόταν ανοιχτά ως Τούρκος, ήταν εκείνος που μαζί με τον Κατσίκη της ΔΗΑΝΑ εξασφάλισαν, τον Απρίλιο του 1990, την υπερψήφιση της κυβέρνησης του Κων. Μητσοτάκη, εφόσον η Ν.Δ. είχε μόνο 150 έδρες.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας