Νέο υπερ – όπλο στη μάχη αντιμετώπισης της «πανδημίας» αποφάσισε να ενεργοποιήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Στη χθεσινή έκτακτη τηλεδιάσκεψη αποφασίστηκε πρόγραμμα αγοράς κρατικών και εταιρικών ομολόγων ύψους 750 δις ευρώ. Στο πρόγραμμα «μαμούθ» με την ονομασία Pandemic Emergency Purchase Programme (PEPP) θα συμπεριληφθούν και αγορές ελληνικών ομολόγων ύψους 12 δισ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν είναι επιλέξιμη στα γνωστά/τρέχοντα προγράμματα αγορών της ΕΚΤ.
Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην απόφαση: «Η ΕΚΤ δίνει στην Ελλάδα ειδικό waiver έτσι ώστε οι τίτλοι που εκδίδονται από την ελληνική κυβέρνηση θα μπορούν να συμπεριλαμβάνονται σε αυτό το έκτακτο πρόγραμμα.» αναφέρει η ανακοίνωση της ΕΚΤ.
«Οι εξαιρετικές περιστάσεις απαιτούν εξαιρετική δράση. Δεν υπάρχουν όρια όσον αφορά τη δέσμευσή μας στο ευρώ. Είμαστε αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουμε το πλήρες δυναμικό των εργαλείων που διαθέτουμε, εντός των ορίων της εντολής μας» δήλωσε η Κριστίν Λαγκάρντ μέσω Twitter.
Οι αγορές αυτές προστίθενται στην αγορά αξιόγραφων αξίας 120 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2020, που είχε αποφασιστεί έξι ημέρες νωρίτερα και θα γίνουν μέχρι το τέλος της χρονιάς.
Σε μεταμεσονύχτια δήλωση του ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας αναφέρει μεταξύ άλλων: « Η σημερινή απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που δίνει τη δυνατότητα αγοράς περίπου 12 δισ. ευρώ ελληνικών ομολόγων, αναμένεται να αποκλιμακώσει το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου, και κατ' επέκταση των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων με πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, με ό,τι θετικό αυτό συνεπάγεται για τη ρευστότητα της πραγματικής οικονομίας. Αποτελεί έμπρακτη στήριξη στη χώρα μας και συνιστά ένδειξη εμπιστοσύνης στους χειρισμούς της Κυβέρνησης για τη διαχείριση της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης. Η Ελλάδα συμμετέχει πλέον ισότιμα στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης.Είναι και αυτή η απόφαση, μετά την πρόσφατη του Eurogroup, ένα ακόμη δείγμα ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως ένα κανονικό κράτος-μέλος, και όχι ως μία εξαίρεση. Με μεθοδικότητα, σχέδιο και αυτοπειθαρχία, δρώντας γρήγορα και αποφασιστικά, θα καταφέρουμε να βγούμε νικητές από τη μάχη με την υγειονομική κρίση, με τις λιγότερες δυνατές κοινωνικές και οικονομικές απώλειες».
Οι αποφάσεις
1) Να ξεκινήσει ένα νέο προσωρινό πρόγραμμα αγοράς εταιρικών και κρατικών τίτλων για την αντιμετώπιση των σοβαρών κινδύνων στον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και τις προοπτικές της ευρωζώνης που δημιουργεί η εξάπλωση και κλιμάκωση του κορονοϊού. Το νέο "έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού για την πανδημία" θα έχει συνολικό ύψος 750 δισ. ευρώ.
Οι αγορές θα πραγματοποιηθούν μέχρι το τέλος του 2020 και θα περιλαμβάνουν όλες τις κατηγορίες assets που είναι επιλέξιμες στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων.
Για τις αγορές κρατικών τίτλων, θα εξακολουθήσει να ισχύει η κλείδα κεφαλαίου (capital key) των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Παράλληλα, οι αγορές στο πλαίσιο του νέου προγράμματος θα διεξαχθούν με ευέλικτο τρόπο. Αυτό επιτρέπει διακυμάνσεις στην κατανομή των ροών των αγορών μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων.
Η ΕΚΤ δίνει στην Ελλάδα ειδικό waiver έτσι ώστε οι τίτλοι που εκδίδονται από την ελληνική κυβέρνηση θα μπορούν να συμπεριλαμβάνονται σε αυτό το έκτακτο πρόγραμμα.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα τερματίσει τις αγορές μόλις κρίνει ότι η κρίση του κορονοϊού έχει τελειώσει, αλλά σε κάθε περίπτωση όχι πριν από το τέλος του 2020.
2) Να επεκταθεί το φάσμα των επιλέξιμων περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς του εταιρικού τομέα (CSPP) σε μη χρηματοοικονομικούς τίτλους και έτσι όλα τα εταιρικά ομόλογα επαρκούς πιστωτικής ποιότητας είναι επιλέξιμα για αγορά.
(3) Να διευκολυνθούν τα πρότυπα εγγυήσεων (collateral standards) προσαρμόζοντας τις κυριότερες παραμέτρους κινδύνου του πλαισίου εγγύησεων.
Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ θα επεκτείνει το Additional Credit Claims (ACC) για να συμπεριλάβει απαιτήσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση του εταιρικού τομέα. Αυτό θα εξασφαλίσει ότι οι αντισυμβαλλόμενοι θα μπορούν να συνεχίσουν να αξιοποιούν πλήρως τις πράξεις αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος.
Η ΕΚΤ τονίζει ότι θα διασφαλίσει ότι όλοι οι τομείς της οικονομίας θα μπορούν να επωφεληθούν από υποστηρικτικές συνθήκες χρηματοδότησης που θα τους επιτρέψουν να απορροφήσουν αυτόν τον σοκ. Αυτό ισχύει και για τις οικογένειες, τις επιχειρήσεις, τις τράπεζες και τις κυβερνήσεις.
«Το Διοικητικό Συμβούλιο θα πράξει ό, τι είναι αναγκαίο στο πλαίσιο της εντολής του. Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι πλήρως προετοιμασμένο να αυξήσει το μέγεθος των προγραμμάτων αγοράς περιουσιακών στοιχείων και να προσαρμόσει τη σύνθεσή τους, όσο είναι αναγκαίο και για όσο διάστημα χρειάζεται. Θα εξετάσει όλες τις επιλογές και όλα τα ενδεχόμενα για την υποστήριξη της οικονομίας μέσω αυτού του σοκ.
Στο βαθμό που ορισμένα αυτοεπιβαλλόμενα όρια ενδέχεται να παρεμποδίσουν τη δράση την οποία καλείται να λάβει η ΕΚΤ προκειμένου να εκπληρώσει την εντολή της, το Διοικητικό Συμβούλιο θα εξετάσει το ενδεχόμενο αναθεώρησής τους στο βαθμό που είναι αναγκαίο για να καταστήσει τη δράση της ανάλογη με τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε. Η ΕΚΤ δεν θα ανεχτεί κινδύνους για την ομαλή μετάδοση της νομισματικής της πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ.»
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας