Ο χώρος επιβιώνει και μετά το φυσικό τέλος των ανθρώπων. Τα αντικείμενα υπενθυμίζουν τα γεγονότα που έχουν παρέλθει αλληλεπιδρώντας με τους διαβάτες. Η πόλη δεν παραμένει παθητικό περιβάλλον στις πράξεις των ανθρώπων. Μνημεία αλλά και ιστορικά φορτισμένες τοποθεσίες παρεμβαίνουν στην καθημερινότητα των περαστικών: είτε με την υπόμνηση όσων έχουν γίνει είτε με την προσπάθεια των υποκειμένων να τα λησμονήσουν. Αυτό είναι το κάδρο μέσα στο οποίο στήνει τη μελέτη της για τη μνήμη και τη λήθη της γερμανικής κατοχής η Αννα Μαρία Δρουμπούκη.
Η συγγραφέας ανήκει σε μια νέα γενιά ιστορικών και έχει κάνει αισθητή την παρουσία της στον ακαδημαϊκό χώρο τα τελευταία χρόνια αναζητώντας νέες πλευρές στην έρευνα και στη μελέτη της δεκαετίας του ‘40.
Τα «Μνημεία της λήθης» είναι το πρώτο της βιβλίο, μια επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής της διατριβής υπό τον Χάγκεν Φλάισερ, ο οποίος υπογράφει και τον πρόλογο. Θεμέλιο της εργασίας είναι η προσπάθεια για σύγκριση ανάμεσα στο ελληνικό και το γερμανικό παράδειγμα όσον αφορά την αντιμετώπιση του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Γι’ αυτόν τον λόγο η ιστορικός επιλέγει στο πρώτο μέρος τρία στρατόπεδα συγκέντρωσης από κάθε χώρα και παρουσιάζει τόσο τις χρήσεις τους, κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο, όσο και την αντιμετώπισή τους από τη Δημόσια Ιστορία. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, έναν παραγνωρισμένο αλλά εξαιρετικά σημαντικό τόπο μαρτυρίου στον ελλαδικό χώρο.
Η Δρουμπούκη δεν στέκεται μόνο στην ανάλυση των μνημείων αλλά αναζητά και την ιστορική διαδρομή τους, τις ιδιωτικές και δημόσιες διαμάχες γύρω από αυτά, αξιοποιώντας ελληνικά και γερμανικά αρχεία. Μ’ αυτόν τον τρόπο, καταγράφεται πλαγίως και η μεταπολεμική ιστορία των δύο κρατών. Δεσπόζον ζήτημα είναι η μνήμη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η Δρουμπούκη εύστοχα καταδεικνύει πώς η αντιμετώπιση του παρελθόντος από μια κοινωνία φωτίζει ανάγλυφα και το παρόν της.
Ταυτόχρονα, διερευνά τον τρόπο με τον οποίο το παρελθόν γίνεται αφήγηση μέσα στον χώρο. Σ’ αυτό το σημείο μοιάζει να χτίζει ένα δίπολο. Από τη μια πλευρά δηλαδή η Γερμανία, όπου η πολύχρονη δημόσια συζήτηση γύρω από τα μνημεία λειτουργεί ως αφορμή για να επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο το γεγονός. Κάτι ιδιαίτερα εμφανές και στην απόφαση για το πώς θα αντιμετωπιστεί η εβραϊκή γενοκτονία στο Βερολίνο, με τη δημόσια διαβούλευση δεκαετιών που αποτέλεσε ακόμα και κεντρικό διακύβευμα στις εκλογές. Καθώς εκεί ακόμα και η απουσία ενός μνημείου εντείνει την περισυλλογή γύρω από το γεγονός και παράγει νέες προσεγγίσεις στο παρελθόν, αλλά κι ένα έργο ανοικτό στις προσεγγίσεις δεν λειτουργεί μόνο ως υπενθύμιση, καθώς παράλληλα εμπλουτίζει την αναδιαπραγμάτευση και τον αναστοχασμό του παρόντος.
Και από την άλλη πλευρά, η ελληνική περίπτωση, όπως παρουσιάζεται στην αναλυτική πραγμάτευση της μαζικής εκτέλεσης στα Καλάβρυτα τον Δεκέμβριο του 1943. Το συγκεκριμένο γεγονός εμπεριέχει και τη διχογνωμία ως προς το ποιος φέρει την ευθύνη για τους νεκρούς. Οι Γερμανοί που έκαναν τις εκτελέσεις ή ο ΕΛΑΣ που νωρίτερα είχε εκτελέσει έναν γερμανικό λόχο με τελικό αποτέλεσμα τα αντίποινα; Η Δρουμπούκη καταλήγει, μέσα από τη μελέτη της μνημειακής αντιμετώπισης της μαζικής εκτέλεσης (πόρισμα παρόμοιο με αυτό στο οποίο καταλήγει για την καταστροφή της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης), πως πρόκειται για μια μορφή «θυσίας» του παρελθόντος προς όφελος του παρόντος.
Στην περίπτωση των Καλαβρύτων, το μνημείο έπεσε θύμα των γερμανικών πιέσεων για λήθη του εγκλήματος στο όνομα της καλής μεταπολεμικής σχέσης και της οικονομικής συνεργασίας των δύο χωρών. Ενώ, όσον αφορά τη δημιουργία μνημείου για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, η Δρουμπούκη αποτυπώνει την αδιαφορία των κατοίκων της πόλης για τους νεκρούς συμπολίτες τους, την προσπάθεια αποφυγής δημιουργίας μνημείου και την τελική δημιουργία του, σε μεγάλο βαθμό, εξαιτίας διεθνών πιέσεων.
Αναζητώντας ίχνη του παρελθόντος στον αστικό ιστό, η Αννα Μαρία Δρουμπούκη οικοδομεί μια μελέτη εξίσου αποκαλυπτική για το πριν και για το τώρα. Εξετάζει τη σύνθετη διαδρομή της κατασκευής των μνημείων αλλά και την αντιμετώπισή τους από την κοινωνία σε βάθος χρόνου. Μέσα από τη μελέτη των περιπτώσεων που επιλέγει, καταφέρνει να ενώσει διακριτά στίγματα στην Ελλάδα και τη Γερμανία για να δείξει τις διαφορετικές προσεγγίσεις στη διαχείριση του παρελθόντος που είχε ο θύτης και το θύμα. Η μελέτη των μνημείων, που σύμφωνα με τη συγγραφέα άλλοτε έχουν ως στόχο τη λήθη κι άλλοτε τη διαρκή ανατροφοδότηση της σχέσης μας με το παρελθόν, είναι ένα ερευνητικό πεδίο που θα απασχολήσει τους ιστορικούς του μέλλοντος, με τον ανά χείρας τόμο να αποτελεί στέρεη βάση για μια σειρά από νέες προσεγγίσεις.
Αννα Μαρία Δρουμπούκη, «Μνημεία της λήθης. Ιχνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη»
Πρόλογος: Χάγκεν Φλάισερ. Πόλις, 2014, σελ. 512
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας