«Η ζωή μου. Οταν σκέφτομαι τις λέξεις αυτές βλέπω μπροστά μου μια αχτίδα φωτός. Οταν τις σκέφτομαι καλύτερα η αχτίδα παίρνει τη μορφή κομήτη με κεφάλι και ουρά. Η πιο φωτεινή άκρη, το κεφάλι, είναι τα παιδικά μου χρόνια και τα χρόνια που μεγάλωνα. Ο πυρήνας, το πιο συμπαγές μέρος, είναι τα πρώτα πρώτα παιδικά χρόνια [...]. Πίσω πίσω λεπταίνει ο κομήτης – εκεί βρίσκεται το μακρύτερο μέρος, η ουρά. Γίνεται όλο και πιο αραιός, αλλά και πιο πλατύς. Βρίσκομαι τώρα στην άκρη της ουράς, είμαι εξήντα ετών καθώς γράφω αυτά εδώ».
Με αυτή την επιλογή λέξεων, ο νομπελίστας ποιητής (2011) Τόμας Τρανστρέμερ ξεκινά το αυτοβιογραφικό αφήγημα «Οι μνήμες με βλέπουν», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν με την οικονομική αρωγή του Swedish Arts Council.
Στα οκτώ, ευσύνοπτα, κεφάλαια του βιβλίου –«Μνήμες» (σ. 9), «Μουσεία» (σ. 17), «Δημοτικό (σ. 23), «Ο πόλεμος» (σ. 27), «Βιβλιοθήκη» (σ. 31), «Γυμνάσιο» (σ. 37), «Εξορκισμός» (σ. 47), «Κλασικό Λύκειο» (σ. 51)– ο Τρανστρέμερ μας οδηγεί από τις πρώτες του παιδικές μνήμες, διαμέσου των σχολικών/εφηβικών βιωμάτων του, στις πιο καθοριστικές στιγμές της προσωπικής του (και ευρωπαϊκής) ιστορίας: στο βίωμα του πολέμου και του εαυτού.
Γεννημένος το 1931 στη Στοκχόλμη, ο Τρανστρέμερ μεγάλωσε με τη μητέρα του εξαιτίας του διαζυγίου των γονιών του. Η πρώτη του ποιητική συλλογή «17 Ποιήματα» εκδόθηκε το 1954, ενώ σπούδαζε ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της γενέτειράς του. Από το 1960 και μετά ο Τρανστρέμερ μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα στην ποίηση (εκδίδοντας 12 συλλογές ώς το 2004) και την ψυχολογική υποστήριξη παιδιών σε φυλακές ανηλίκων, αλλά και ασθενών με παραπληγία ή εγκεφαλικές παθήσεις.
Σε μια ειρωνική, ίσως, τροπή της ζωής του, ο καταξιωμένος ποιητής παθαίνει ο ίδιος ισχαιμικό επεισόδιο το 1990, χάνει τη δυνατότητα ελέγχου του δεξιού χεριού και των φωνητικών χορδών του — παράγει πάντως δύο ακόμα ποιητικές συλλογές (το 1996 και το 2004) με τη βοήθεια της συζύγου του, Μόνικα, η οποία εκτελεί χρέη δακτυλογράφου και (εν μέρει) επιμελήτριας.
Η αυτοβιογραφική πρόζα του Τρανστρέμερ φέρει πρόδηλες συγγένειες με την αφηγηματική των ποιημάτων του. Κι εδώ δηλαδή εμφανίζεται ένας «επιφανειακός» λυρισμός, ο οποίος προσδίδει στο φυσικό περιβάλλον της αφήγησης χαρακτηριστικά ενεργού υποκειμένου, ενώ ο ίδιος ο αυτοβιογραφούμενος περνά (σχεδόν) σε δεύτερο πλάνο, λες και τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα ερήμην του και τον συμπαρασύρουν.
Χωρίς όμως να αφήνει να εννοηθεί σε οποιοδήποτε σημείο πως η τύχη ή η συγκυρία κρατούσαν τα ηνία της ζωής του, ο Τρανστρέμερ εξηγεί στον αναγνώστη τον τρόπο με τον οποίο βίωσε τον κόσμο πριν αρχίσει να τον αφηγείται: «Μια φορά στα μέσα της δεκαετίας του ‘30 χάθηκα στο κέντρο της Στοκχόλμης. Η μαμά μου κι εγώ είχαμε πάει σε μια σχολική συναυλία. Μέσα στον συνωστισμό στην έξοδο του Μεγάρου συναυλιών αποχωρίστηκα από το χέρι της. Παρασύρθηκα ανήμπορος από το ανθρώπινο κύμα και καθώς ήμουν πολύ μικρός δεν μπορούσαν να με εντοπίσουν. Αρχιζε να σκοτεινιάζει στη Χέτοργετ. Στεκόμουν μόνος δίχως καμιά ασφάλεια. Υπήρχαν άνθρωποι γύρω μου, αλλά ήταν απασχολημένοι με τα δικά τους. Ημουν εντελώς απροστάτευτος. Ηταν η πρώτη μου εμπειρία θανάτου» (σ. 14). Συχνά εξιστορεί περιστατικά σχεδόν κλισέ –για παράδειγμα στο πρώτο δήγμα ενός παιδικού έρωτα– όμως κι εκεί ο τρόπος ξεπερνά το «θέμα»: «[...] η οικιακή βοηθός λεγόταν Αννα-Λίσα και ήταν από το Εσλεβ. Την έβρισκα πολύ ελκυστική: ξανθά, κατσαρά μαλλιά, μύτη γυριστή προς τα πάνω, με ήπια διάλεκτο της Σκόνε. Ηταν ένας γλυκός άνθρωπος και ακόμη αισθάνομαι κάτι ιδιαίτερο όταν περνώ τον σταθμό του Εσλεβ. Δεν κατέβηκα ποτέ όμως σ’ αυτό το μαγικό μέρος» (σ. 13).
Στο τελευταίο κεφάλαιο ο Τρανστρέμερ περιγράφει μια κρίση επιληψίας που είχε ως παιδί για να μας μυήσει με έναν από τους τρόπους της (ώριμης) ποιητικής του -μουσική και μεταφυσική περιήγηση- εντός της απτής καθημερινότητας: «[...] Η πιο σημαντική διάσταση της ζωής μου ήταν η Αρρώστια. Ο κόσμος ήταν ένα τεράστιο νοσοκομείο. Εβλεπα μπροστά μου ανθρώπους με παραμορφωμένα σώματα και ψυχές. Η λάμπα έκαιγε και προσπαθούσε να κρατήσει τα απαίσια πρόσωπα μακριά μου [...]. Δεν έκανα προσευχές, προσπαθούσα όμως να αποβάλω τον διάβολο με την βοήθεια της μουσικής. Ετσι τον καιρό εκείνο άρχισα να πληκτρολογώ στο πιάνο στα σοβαρά» (σ. 48).
Εν τέλει, ο Σουηδός ποιητής δεν αυτοβιογραφείται με σκοπό να μας αφηγηθεί το πόσο σπουδαία γεγονότα έζησε, αλλά κυρίως για να μας πείσει πως το προσωπικό βίωμα είναι εξ ορισμού σπουδαίο, άξιο αφήγησης, στοιχείο της συλλογικής μυθολογίας της γενιάς του καθενός μας.
Info:
Tomas Transtromer, «Οι μνήμες με βλέπουν»
Μετάφραση (από τα σουηδικά): Βασίλης Παπαγεωργίου,
Σαιξπηρικόν, 2014, σελ. 62
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας