Ο Δημήτρης Χριστόπουλος, στη Δωδεκάτη Φεβρουαρίου, χτίζει μια άτυπη μυθολογία γύρω από την πυρκαγιά που κατέστρεψε τους κινηματογράφους Αττικόν και Απόλλων, τους «Δίδυμους κινηματογραφικούς Πύργους της Αθήνας», όπως τους χαρακτηρίζει ο Κώστας Φέρρης στον Πρόλογο που έχει γράψει για το βιβλίο. Εδώ, οι δύο εμβληματικοί κινηματογράφοι δεν αποτελούν απλή θεματική αναφορά, δεν αντιμετωπίζονται ως κτίρια, αλλά ως ζωντανές μνήμες που κουβαλούν την ιστορία των ανθρώπων. Στα είκοσι ένα διηγήματα του βιβλίου, το Αττικόν και ο Απόλλων είναι ταυτόχρονα μνήμη και καταφύγιο, φαντασίωση και τρόπος ερμηνείας του κόσμου.
Επαναπροσδιορίζοντας το πώς η λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει πολυπρισματικά -ως κινηματογραφική αφήγηση και ως ιστορική μαρτυρία- ο Χριστόπουλος χτίζει ένα πεζογράφημα, όπου η εναλλαγή των αφηγηματικών φωνών -πρώτο, δεύτερο και τρίτο πρόσωπο-, καθώς και η χρήση κινηματογραφικών τεχνικών όπως cut, voice over, δημιουργούν μιαν αίσθηση οπτικοποίησης, με πρωταγωνιστές όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και τους ίδιους τους κινηματογράφους. Μετρώντας ανάστροφα τον χρόνο και αξιοποιώντας πρωτότυπες σκηνοθετικές περιγραφές, εντάσσει το παράδοξο στην καθημερινότητα, συνδέοντας πρόσωπα διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων με τα ιστορικά σινεμά, από πρώην εργαζόμενους σε αυτά, μέχρι σινεφίλ και μοναχικούς ανθρώπους που βρίσκουν καταφύγιο στις αίθουσες.
Είναι η ιστορία της Ζαφειρούλας, της καθαρίστριας που φροντίζει τα φυτά στις τουαλέτες του Αττικόν και συνομιλεί με την Αμαλία Καραπάνου, του Βήχου, του πρωταγωνιστή της προπολεμικής ασπρόμαυρης ταινίας με τίτλο «Δάφνις και Χλόη», του Σάμι, του ηλικιωμένου Εβραίου ταμία που πεθαίνει καθώς το ασθενοφόρο φράκαρε στην κίνηση. Κάθε ξεχωριστό διήγημα λειτουργεί σαν σεκάνς μιας μεγαλύτερης ταινίας, ενώ παράλληλα οι διαφορετικοί χαρακτήρες, με τις ιστορίες τους, συνθέτουν στο σύνολό τους ένα ενιαίο, στιβαρό αφήγημα. Ο ρόλος του κεντρικού αφηγητή επίσης είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρων: δεν στέκεται ως παρατηρητής, αλλά λειτουργεί σαν σκηνοθέτης της ίδιας του της αφήγησης. Μερικές φορές αποστασιοποιείται, αφήνοντας τους χαρακτήρες του να υπάρξουν ανεξάρτητα, και άλλες φορές εμπλέκεται άμεσα, δημιουργώντας έναν αναστοχαστικό και αυτοσχολιαζόμενο λόγο που παραπέμπει στη σύγχρονη μετανεωτερική γραφή.
Στο «Il Postino» ένας ταχυδρόμος στέλνει γράμματα στον έρωτα της ζωής του, περιμένοντας ένα ραντεβού έξω από τον κινηματογράφο, ενώ στο διήγημα «Ο Λύκος της Wall Street» πρωταγωνιστεί ένας πρώην χειριστής κινηματογραφικών μηχανημάτων, που βιώνει την ανεργία και τη διάλυση του επαγγελματικού του κόσμου. Οταν ο συγκεκριμένος επιβιβάζεται σε ένα ταξί και ακούει τον οδηγό του να εκφράζει μια εθνικιστική, συντηρητική θέση για την κοινωνία, αντί να αντιπαρατεθεί, παραμένει σιωπηλός. Η διάσταση μεταξύ τους μένει μετέωρη, όπως και η ίδια η πραγματικότητα που βιώνουνε.
Ενα από τα πιο δυνατά κείμενα είναι το διήγημα «Η πόλη των σκύλων». Κεντρικός ήρωας είναι ένας αδέσποτος σκύλος-σύμβολο, ο Κανέλος, που παρακολουθεί τη νύχτα της πυρκαγιάς την Αθήνα να λαμπαδιάζει. Η εικόνα αυτή, βαθιά ποιητική και ταυτόχρονα σκληρή, συμπυκνώνει όλο το βιβλίο: μια αφήγηση που περιπλανιέται ανάμεσα στην ωμότητα της Ιστορίας και τη μαγεία της τέχνης. Οι αδέσποτοι σκύλοι παραπέμπουν στους κοινωνικά αποκλεισμένους και τους διαφορετικούς, αυτούς που περιφέρονται στην πόλη αναζητώντας θέση σε έναν κόσμο που τους αγνοεί.
Οπως και στα προηγούμενα πεζογραφικά βιβλία του, ο συγγραφέας του Τζίντιλι και του Ελα να παίξουμε αναδεικνύει μέσα από την τέχνη του τις βαθύτερες ρωγμές μιας κοινωνίας που καταρρέει. Η φράση «το να υπηρετείς την αισθητική είναι ύψιστη πολιτική πράξη», που αναφέρεται στο διήγημα «As time goes by», είναι ενδεικτική των πολιτικών και λογοτεχνικών του προθέσεων. Στη Δωδεκάτη Φεβρουαρίου, δημιουργώντας αφηγήσεις που μοιάζουν με ταινίες, η διακειμενικότητα και ο μαγικός ρεαλισμός δεν λειτουργούν ως επιτήδευση, αλλά ως αναγκαίοι τρόποι έκφρασης μιας πραγματικότητας που ήδη φλερτάρει με το παράλογο. Οι ήρωές του παλεύουν να κρατηθούν σε ένα πολιτικό και οικονομικοκοινωνικό περιβάλλον που αλλάζει ραγδαία, ενώ τα αποκαΐδια των κινηματογράφων γίνονται σύμβολα της απώλειας ενός πολιτισμού. Το βιβλίο κλείνει με μια αδιόρατη ελπίδα: «κι αν οι αίθουσες καίγονται, μένει το φωτεινό σκοτάδι».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας