Στα Παραδείσια Πουλιά ο Γιάννης Πάσχος ολοκληρώνει μια αιχμηρή βιωματική εξιστόρηση, στην οποία κυριαρχούν οι τολμηρές περιγραφές, η ωμή αλήθεια και η αφοπλιστική αμεσότητα. Μέσα από τις ζωές του Ιεροκλή και του Μάρκου (που εμφανίζεται με το παρατσούκλι Μαρκήσιος) μας μεταφέρει σε έναν κόσμο τραχύ, ρεαλιστικό αλλά και τόσο έκκεντρο, που συχνά αγγίζει το αδιανόητο και το σουρεάλ. Είναι η Αθήνα των δρόμων, των φυλακών, των μπουρδέλων, της ανομίας, των χαμένων ονείρων αλλά και των μικρών στιγμών που κάνουν τη ζωή να αξίζει.
Ο Ιεροκλής, κυνικός, με οξυμένη αντίληψη και σκωπτική διάθεση, εκδίδει ένα βιβλίο στα χνάρια του Κέρουακ και του Μπουκόφσκι και λειτουργεί περισσότερο ως παρατηρητής και σχολιαστής της ζωής του και εκείνων που την περιβάλλουν, ενώ ο Μαρκήσιος, αν και ιδιαίτερα οξυδερκής, ετοιμόλογος και φοβερός blogger, παραμένει γραφιάς πανεπιστημιακών εργασιών και αναλώνεται σε διάφορα. Και οι δυο τους έχουν αστείρευτο χιούμορ, βλέπουν πορνοταινίες και διαβάζουν μετά μανίας φιλοσοφία, λογοτεχνία και πολιτικά δοκίμια, συχνάζουν σε οίκους ανοχής, έρχονται σε επαφή με ανθρώπους της νύχτας και μπλέκονται με τον υπόκοσμο. Η φιλία τους δεν είναι αψεγάδιαστη, όμως πιστεύουν ότι το μόνο που αξίζει είναι οι σχέσεις τους. Και όπως λέει χαρακτηριστικά ο αφηγητής: «Οταν είμαστε και οι δυο μαζί ο φόβος χάνει τη σπονδυλική του στήλη».
Πρόκειται για έναν αφηγηματικό ποταμό, που συνδυάζει στοιχεία εφηβικής ερωτικής έξαρσης, παραβατικότητας και συναισθηματικής αστάθειας. Το παιχνίδι του chicken game, για παράδειγμα, είναι μια δοκιμασία θάρρους, αλλά και μια κατασκευή τοξικής αρρενωπότητας. Ο αφηγητής συμμετέχει επειδή τον αναγκάζουν η κοινωνική πίεση και ο φόβος της ντροπής, ενώ η κόκκινη σημαία της νίκης, που ξεχνιέται στην παραλία, σηματοδοτεί την προσωρινότητα κάθε «επιτυχίας». Η σκηνή με τις φυλακές Κορυδαλλού είναι επίσης ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο ο συγγραφέας διαπραγματεύεται το θέμα του. Ποιοι είναι πραγματικά ελεύθεροι; Οι άνθρωποι της οδού Φυλής που επιβιώνουν σε έναν κόσμο γεμάτο κοινωνικές ανισότητες; Οι κρατούμενοι που ζουν έχοντας συνείδηση της κατάστασής τους; Οπως τα παραδείσια πουλιά, όλοι προσπαθούν να πετάξουν –άλλοι τα καταφέρνουν, άλλοι όχι. Η ειρωνεία της ονομασίας («Κορυδαλλός», ένα πουλί που πετά, ενώ οι φυλακισμένοι είναι αλυσοδεμένοι στη γη) είναι χαρακτηριστική.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το πώς ο Πάσχος προσεγγίζει τον κόσμο της σεξεργασίας. Οι εκδιδόμενες -όπως άλλωστε και οι άνθρωποι που έχουν μάθει να ζουν με το ελάχιστο- δεν είναι σύμβολα∙ η Αρτεμισία, η Μπέλα, η Νατάσα και η Λιλό είναι γυναίκες με σάρκα, με φωνή, με άποψη. Το γεγονός ότι ο αφηγητής τις περιγράφει χωρίς να τις εξιδανικεύει ή να τις θυματοποιεί είναι από μόνο του ένα σχόλιο πάνω στον τρόπο που η κοινωνία επιλέγει να βλέπει ή να αγνοεί τέτοιες φιγούρες.
Ο Πάσχος, γνωστός από το πολυβραβευμένο Το χρονικό ενός δυσλεκτικού (2022), είναι γλαφυρότατος. Δεν κάνει λογοτεχνικές ακροβασίες προς εντυπωσιασμό, δεν γράφει για να προκαλέσει εκβιαστικά τη συγκίνηση του αναγνώστη. Σμιλεύοντας χαρακτήρες φτιάχνει ένα άτυπο ψυχογραφικό αφήγημα∙ αναπόσπαστο μέρος ενός πολυπρισματικού κοινωνικού ψηφιδωτού. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι παραστατική, διανθισμένη με λέξεις ευτράπελες, ευφάνταστα παρατσούκλια, απίθανες λαϊκές εκφράσεις και ιδιωματισμούς (όπως π.χ.: ζαγκανιέμαι, πίστρωμα), ενώ οι διάλογοι, κοφτοί και νευρώδεις, προσδίδουν ζωντάνια και αυθεντικότητα.
Ολόκληρο το βιβλίο είναι ένα πορτρέτο της νεανικής ανδρικής εμπειρίας, εστιασμένο στην ανάγκη επιβεβαίωσης∙ μια πάλλουσα ερωτογραφία και μια νοσταλγική σπουδή πάνω στην έννοια της φιλίας, της ελευθερίας και της θέσης του αφηγητή στον κόσμο, αποτυπώνοντας στο ακέραιο το υπαρξιακό κενό των πρωταγωνιστών του: «Ολα ήταν σάπια […] πλαστικούρα και χαρτούρα άχρηστη, μηδέν και πάλι μηδέν. Το μόνο ζωντανό ήταν η φιλία μου με τον Μαρκήσιο και το μόνο γιατρικό η αδρεναλίνη». Είναι μια διακωμώδηση αλλά και ένα αφιέρωμα σ’ εκείνους που η κοινωνία προσπερνά, που δεν χωρούν στον καθωσπρεπισμό της, που επιβιώνουν στις παρυφές της. Χωρίς διάθεση εξωραϊσμού, περιγράφει με σπαρταριστές λεπτομέρειες τη λιγότερο φανερή πλευρά της ζωής, ενώ ταυτόχρονα, μέσα από την υπερβολή και τον σαρκασμό, προβάλλει μια ανεπαίσθητη, αλλά πανταχού παρούσα ανθρωπιά. Αποδίδοντας με ακρίβεια τον κόσμο των νέων και των περιθωριακών προσφέρει ένα αμερόληπτο βλέμμα, αφήνοντας στον αναγνώστη το δέος της κρίσης, της απορίας ή της επίκρισης.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας