Στην εποχή της εγω-ιστορίας, της αυτομυθοπλασίας και του άκρατου υποκειμενισμού της δημόσιας γραφής, είναι απαιτητικό και σπάνια πετυχημένο έργο η ανασύσταση της κοινωνικής και ιστορικής αντικειμενικότητας μέσα από τον λόγο υποκειμενικοτήτων, ειδικά όταν αυτές δεν χρησιμοποιούνται εργαλειακά, απλώς για να «ζωντανέψουν» μια προκατασκευασμένη εικόνα της περιγραφόμενης πραγματικότητας. Η προφορική ιστορία που διακονεί επί δεκαετίες ο Αλεσάντρο Πορτέλι καταφέρνει εδώ ακριβώς αυτό: κάνει τους μέσους (πλην προσεκτικά επιλεγμένους) κατοίκους μιας μέσης (πλην προσεκτικά επιλεγμένης) πόλης της κεντρικής Ιταλίας, του Τέρνι, εκφραστές μιας έγκυρης θεώρησης όχι μόνο για την πόλη ή τη χώρα τους, αλλά για όλη τη Δύση του καιρού μας, που όντως βαίνει ολοταχώς «από το κόκκινο στο μαύρο» χωρίς να αναγνωρίζεται ούτε ως πρώην κόκκινη ούτε ως νυν μαύρη.
Ιστορικό κέντρο της ιταλικής χαλυβουργίας, το Τέρνι δεν γνώρισε ακριβώς αυτό που μια ορισμένη ιδεολογία για τη σύγχρονη κοινωνία θα ονόμαζε «αποβιομηχάνιση», πέρασε όμως τις τελευταίες δεκαετίες από μια γνώριμη μετάλλαξη. Η αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής περιόρισε δραστικά τη θέση και τη λειτουργία της βιομηχανικής εργασίας στο καπιταλιστικό «κέντρο», καταλύοντας συλλογικούς τρόπους ύπαρξης τόσο ισχυρούς όσο αυτοί της εργατικής τάξης, ιδιωτικοποιώντας συνειδήσεις πρώτα και αγαθά μετά –αν μπορεί κανείς να διακινδυνεύσει μια τέτοια ιεράρχηση–, παράγοντας αντισταθμιστικές ταυτίσεις με αυταρχικές πολιτικές και πολιτισμικές φιγούρες, προκαλώντας αντιπαλότητες με παραγνωρισμένους «άλλους» (στο Τέρνι, για παράδειγμα, οι Αφρικανοί μετανάστες θεωρούνται η πλειονότητα των νεοαφιχθέντων κατοίκων της πόλης, ενώ υπολείπονται με μεγάλη διαφορά των Ανατολικοευρωπαίων), μέχρι σημείου να μπορεί να γίνει λόγος για μια διαρκή και υπόκωφη «αταξική πάλη» (σελ. 49) σε ένα περιβάλλον αοριστίας και ρευστότητας «στο οποίο όλα επιτρέπονται, όλα, και το αντίθετό τους, γίνονται νόμιμα» (σελ. 177).
Ο Πορτέλι ακούει τις μαρτυρίες των κατοίκων, τις οργανώνει ερμηνευτικά και, ως εκ θαύματος θαρρείς, καταφέρνει να κάνει να αναδυθεί από το χάος της ακραίας εξατομίκευσης μια νέα τάξη, δυσοίωνη μεν, νοητή δε. Μοιάζει λοιπόν λογική, ειδικά μετά την εμπειρία του Κινήματος Πέντε Αστέρια, η λαϊκή απήχηση τόσο του κήρυκα μιας απειλητικής «οριζοντιότητας» Ματέο Σαλβίνι (αφού άλλωστε το Τέρνι είναι «η ιταλική πόλη με τα περισσότερα τιτιβίσματα μίσους στο διαδίκτυο», πάνω από τη Ρώμη και το Μιλάνο, σελ. 178) όσο και της «αυτοδημιούργητης» Τζόρτζια Μελόνι, που μεταμορφώθηκε από προλετάρια, μέλος των «επικίνδυνων τάξεων», σε ηθικό ταγό του έθνους (γιατί η σωτηρία της ψυχής ταυτίζεται με τη σωτηρία της χώρας από τους «απελπισμένους», σελ. 102).
Λογικό και ρεαλιστικό μοιάζει επίσης το σχέδιο ενός τεράστιου κινηματογραφικού στούντιο σε αλλοτινές εργοστασιακές εγκαταστάσεις, διά χειρός Ρομπέρτο Μπενίνι μάλιστα, ενώ παράλογη φαντάζει μόνο η, εντελώς προβλέψιμη, παταγώδης αποτυχία του. Λογική και αναμενόμενη, τέλος, προβάλλει η ανάρρηση στον δημαρχιακό θώκο ενός «ξένου Πάπα», μεγαλοεπιχειρηματία της ιδιωτικής εκπαίδευσης και υγείας, ο οποίος, πριν κατατροπώσει τη (μελονική) Δεξιά στις δημοτικές εκλογές, είχε φροντίσει να αγοράσει την τοπική ποδοσφαιρική ομάδα…
Αν θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει με κάτι στο ανεξάντλητο, απαράκαμπτο άμα τη εμφανίσει του βιβλίο του Πορτέλι, θα ήταν η ιδέα της «δεξιάς στροφής» στον υπότιτλό του. Για μια «εργατούπολη» προσωποποιημένη, είναι ίσως προσφυέστερο να μιλήσουμε για επαναστροφή, παλινδρόμηση με την κλασική ψυχαναλυτική έννοια. «Οι πρωτόγονες καταστάσεις μπορούν πάντα να παλινορθωθούν, ο πρωτόγονος ψυχισμός είναι κυριολεκτικά άφθαρτος», έγραφε ορθά-κοφτά ο Φρόιντ, και δεν έχει πάψει να βγαίνει αληθινός. Ετσι και στο σημερινό Τέρνι, εκατόν πενήντα χρόνια βιομηχανικής (και μεταναστευτικής) εργασίας διαγράφονται, για να «ξαναγεννηθεί» η πόλη από τις στάχτες του (επινοημένου) αρχαϊκού παρελθόντος της, των αυτοχθόνων Ομβρων, του αγίου Βαλεντίνου και του Κορνήλιου Τάκιτου.
Στην «αυτοβιογραφία» του, το Τέρνι «γεννήθηκε πριν και χωρίς το εργοστάσιο, και ξαναβρίσκει σε ένα μακρινό παρελθόν τις βάσεις για μια λύτρωση, καθώς και την εθνοτική, πολιτισμική και πολιτική του ταυτότητα» (σελ. 184), την οποία, με άφταστη ειρωνεία, ενσαρκώνει ο νέος, επιτέλους και πάλι γηγενής ιδιοκτήτης της διαγραφείσας χαλυβουργίας. Το αμνημόνευτα παλιό ενώνεται πλέον με το ζοφερά καινούργιο, όσο χρειάζεται για να εξαερωθεί σε μια meta-φάρσα της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας καθετί πρόσφατο, ακόμα και καθετί τωρινό. Σε αυτό το νεκροζώντανο παρόν φαίνεται ότι καλούμαστε να ζήσουμε προσώρας – και μέχρι νεωτέρας.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας