Η «Ατίμωση» δημοσιεύτηκε το 1999, πέντε χρόνια πριν από τη βράβευση του Κουτσί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, και απεικονίζει τις βίαιες συγκρούσεις και τις αλλαγές που επήλθαν μετά το απαρτχάιντ (τόσο στο συλλογικό όσο και στο ατομικό επίπεδο), καθώς πολλοί λευκοί υποχρεώθηκαν να αναθεωρήσουν τις προτεραιότητές τους, όπως ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος.
Ο συγγραφέας από τις πρώτες σελίδες μας δίνει κοφτά και περιεκτικά το πορτρέτο του Ντέιβιντ Λούρι σε χρόνο ενεστώτα: «είναι πενήντα δύο χρόνων, διαζευγμένος, και, για την ηλικία του, θεωρεί ότι έχει λύσει αρκετά ικανοποιητικά το πρόβλημα της σεξουαλικής του ζωής». Περιγραφή ενδεικτική του χαρακτήρα και της νοοτροπίας του, ιδιαίτερα σε σχέση με τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν.
Ακαδημαϊκός, με δυο γάμους και μια κόρη, παραμένει ένας κυνηγός ωραίων γυναικών, μιλάει και σκέφτεται με τσιτάτα και στίχους ρομαντικών ποιητών, ενίοτε παραποιώντας τα προκειμένου να ταιριάξουν στην εικόνα που έχει για το άτομό του και να δικαιολογήσουν τις πράξεις του. Εχοντας βαρεθεί τη διδασκαλία και την απροθυμία των φοιτητών, ο Λούρι φιλοδοξεί να γράψει μια όπερα με θέμα τον Μπάιρον στην Ιταλία.
Μια μέρα βλέπει μια νεαρή φοιτήτρια να διασχίζει το πάρκο, την πλησιάζει και της ζητάει να πάει σπίτι του για ένα ποτό. Η κοπέλα, είτε από αιφνιδιασμό είτε από σεβασμό απέναντι στον καθηγητή της, δεν αντιστέκεται παρότι είναι προφανές ότι οι συνευρέσεις που θα ακολουθήσουν είναι δυσάρεστες για εκείνη. Ο Λούρι δεν δίνει σημασία, την ντύνει με το περίβλημα του ρομαντισμού και στο πρόσωπο της νεαρής ερωμένης του βλέπει τη μούσα του και την αναβίωση του ερωτικού του πάθους.
Ακολουθεί η αποκάλυψη της σχέσης και η απομάκρυνσή του από το πανεπιστήμιο, καθώς ο ίδιος αρνείται να υπερασπιστεί τον εαυτό του στο πειθαρχικό συμβούλιο, εμμένοντας στις θέσεις του ότι δεν ήταν παρά «ένας υπηρέτης του έρωτα» κατά το βυρωνικό πρότυπο.
Στο δεύτερο μέρος, έχοντας αποδεσμευτεί από τις εργασιακές υποχρεώσεις του στο Κέιπ Τάουν, μεταβαίνει στην κόρη του, Λούσι, σε μια απομονωμένη αγροτική περιοχή, όπου ζει ανάμεσα σε μαύρους, καλλιεργεί τη γη, έχοντας γίνει και η ίδια πλέον μια αγρότισσα. Η Λούσι δεν είναι μια κοπέλα περιποιημένη και καλαίσθητη όπως τα θηλυκά που τον εμπνέουν, αλλά έχει μεταλλαχτεί σε μια μάλλον παχύσαρκη λεσβία, γεγονός που κάνει τον πατέρα της να αναρωτιέται τι έκανε λάθος, πού πήγε η ήσυχη και συνεσταλμένη κορούλα του. Οι δε γείτονες της Λούσι επιτείνουν την αγωνία και την απογοήτευσή του. Δίπλα στο αγρόκτημα μένει ο απειλητικός και λιγομίλητος Πέτρους, ένας μεσήλικος μαύρος που προσπαθεί να στήσει τη δική του αγροτική επιχείρηση, ενώ σε κοντινή απόσταση υπάρχει το αυτοσχέδιο κτηνιατρείο της Μπεβ, η οποία ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τη θανάτωση πλήθους τραυματισμένων αδέσποτων σκυλιών της περιοχής. Σε μια απόπειρα να ενσωματωθεί και να φανεί χρήσιμος, ο Λούρι προσφέρεται να βοηθήσει την Μπεβ και αρχίζει να ταυτίζεται με τους σκύλους που οδηγούνται στον κλίβανο.
Τον πρώτο καιρό σε αυτό το αφιλόξενο μέρος, όπου οι λευκοί οπλοφορούν και οι μαύροι καραδοκούν, ο Λούρι προσπαθεί να συνδεθεί με την κόρη του και να καταλάβει τι είναι αυτό που την έκανε να προσχωρήσει σε αυτή την κοινότητα, της επισημαίνει τους κινδύνους και την εκλιπαρεί να επιστρέψει στον πολιτισμό, όμως η Λούσι παραμένει ανυποχώρητη. Θα ακολουθήσουν κάποια τραγικά γεγονότα όπου πατέρας και κόρη θα βιώσουν ακόμα μια ατίμωση. Τρεις περιφερόμενοι μαύροι εισβάλλουν μια μέρα στο σπίτι και βιάζουν τη Λούσι ενώ περιλούζουν τον Λούρι με οινόπνευμα και τον κλειδώνουν στην τουαλέτα.
Η ατίμωση δεν έχει τέλος, θα ακολουθήσουν κι άλλες, λες και οι λευκοί είναι απαραίτητο να τις υποστούν προκειμένου να επέλθει μια κάποια ισορροπία μετά από το πλήθος ατιμώσεων που έχουν υποστεί οι μαύροι: «Μιλούσε η ιστορία μέσω εκείνων. Μια ιστορία γεμάτη αδικίες. Μπορεί να σου φάνηκε προσωπικό αλλά δεν ήταν. Εχει σχέση με τους προγόνους μας», θα πει στην κόρη του ο Λούρι σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να την παρηγορήσει.
Πρόκειται για ένα βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα όπου, εκτός των άλλων, αποτυπώνονται οι συνέπειες της αποικιοκρατίας και η αδυναμία να σβηστούν και να ξεχαστούν τα συλλογικά τραύματα. Ισως να χρειαστεί, σύμφωνα με τα λόγια του Αϊζακς, του μόνου λευκού ηλικιωμένου γείτονά τους, που αποδέχεται την κατάσταση με στωικότητα, ίσως να ήρθε η ώρα να ταπεινωθούν οι λευκοί: «Ζω σε ένα καθεστώς ατίμωσης από το οποίο δεν είναι εύκολο να βγω και να σταθώ στα πόδια μου. Δεν έχω αρνηθεί την τιμωρία. Δεν διαμαρτύρομαι. Αντιθέτως, την υφίσταμαι μέρα με τη μέρα, προσπαθώ να αποδεχτώ την ατίμωση ως κατάσταση της ύπαρξής μου».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας