Η αλήθεια είναι ότι πιο πολύ ανεβαίνουν στη σκηνή διασκευές των μυθιστορημάτων του Νίκου Καζαντζάκη παρά τα θεατρικά του έργα. Κι αν σκεφτεί κανείς ότι, εφόσον εξαιρέσουμε το πρωτόλειο μυθιστόρημά του «Οφις και κρίνο» (1906), οι πρώτες εφορμήσεις του στον χώρο των γραμμάτων ήταν τα πέντε πρώιμα δράματά του (τα «Ξημερώνει», «Φασγά», «Εως πότε;» γραμμένα πιθανόν το 1907, η «Κωμωδία, τραγωδία μονόπρακτη» το 1909 και ο «Πρωτομάστορας» το 1910), με τα οποία προσπάθησε να αλώσει τα αθηναϊκά πνευματικά σαλόνια. Οι πρώτες μισοαποτυχίες πιθανόν τον αποθάρρυναν, ώσπου να συνεχίσει μερικά χρόνια μετά.
Ακόμα κι αυτά τα πιο ώριμα θεατρικά του κείμενα, τα οποία εκδίδονται τώρα από τις εκδόσεις «Διόπτρα» σε έξι καλαίσθητους τόμους, δεν είχαν τόσο μεγάλη απήχηση στο σανίδι. Ο βασικός λόγος είναι πως είχαν θεωρηθεί ιδεοκρατούμενα και ότι ξεχειλίζουν από φιλοσοφικές σκέψεις, αλλά δεν διακρίνονται για την παραστασιμότητά τους, όσο κι αν αυτό πολλοί έχουν προσπαθήσει να το ανασκευάσουν. Επομένως, η καζαντζακική θεατρική γραμμή δεν επικράτησε, σε σχέση λ.χ. με την ξενοπούλεια, με αποτέλεσμα ο Κρητικός συγγραφέας και στοχαστής, παρόλο που έγραφε δράματα μέχρι το τέλος σχεδόν της ζωής του, καθιερώθηκε τελικά με τον μυθιστορηματικό του λόγο.
Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τα θεατρικά του έργα σε τρεις θεματικές κατηγορίες (λίγο διαφορετικές από τη συνηθισμένη διαίρεση). Αφενός, όσα στηρίζονται σε ιστορικά πρόσωπα (και καταστάσεις), ελληνικά ή παγκόσμια: «Νικηφόρος Φωκάς» (έτος συγγραφής 1915), «Μέλισσα» (1937), «Ιουλιανός ο Παραβάτης» (1939), «Καποδίστριας» (1944), «Χριστόφορος Κολόμβος» (1949) και «Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος» (1944). Αφετέρου, όσα αναπλάθουν μυθολογικά θέματα της αρχαιοελληνικής παρακαταθήκης: «Οδυσσέας» (1915), «Προμηθέας» (τριλογία: 1943-1944) και «Κούρος» (1949). Τέλος, αυτά που βλέπουν τη θρησκεία, χριστιανική ή άλλη, ως τράπεζα ιδεών και εμπνέονται από αυτήν: «Χριστός» (1915), «Βούδας» (1941-3) και «Σόδομα και Γόμορρα» (1948). [Προς το παρόν δεν εκδίδεται το «Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει»].
Ο συγγραφέας στηρίζει τη δράση τού εκάστοτε δράματος σε ένα κεντρικό πρόσωπο, το οποίο συνήθως δίνει και το όνομά του στο έργο. Αυτό ως επί το πλείστον αντανακλά τις νιτσεϊκές ιδέες περί Υπερανθρώπου, ο οποίος με αγνές προθέσεις, στιβαρή θέληση και αποφασιστικότητα επιδιώκει τον σκοπό του, ο οποίος είναι ευρύτατα κοινωφελής, κόντρα στην κοινωνία και πολύ περισσότερο στην άμορφη μάζα του πλήθους. Το όραμά του τον οιστρηλατεί, έστω κι αν η ακλόνητη πίστη του σ’ αυτό τον οδηγεί στην ήττα, άλλοτε στον συμβιβασμό κι άλλοτε στον θάνατο. Ενίοτε βέβαια η πάλη του δικαιώνεται και ανάγεται σε πρότυπο θάρρους και ελπίδας.
Η δραματικότητα έγκειται στη σύγκρουση ανάμεσα στην καινοτόμο σκέψη και τον μακρόπνοο στόχο του πρωταγωνιστή, τον οποίο αυτός πιστεύει και σθεναρά θέλει να τον κάνει πράξη, και στις συντηρητικές, βολεμένες, άτολμες αγκυλώσεις των αντιπάλων ή του κόσμου, που δεν μπορούν να δουν μακριά και να ακολουθήσουν το φωτισμένο πρότυπο του ηγέτη. Ο Ενας που εναντιώνεται στους πολλούς δεν είναι κατ’ ανάγκη ηθικότερος, αλλά πέρα από το καλό και το κακό είναι στοχοπροσηλωμένος στο απόλυτο, ομνύει στην πράξη και κρατά το υπαρξιστικό μοντέλο που θέλει την ελευθερία να ανοίγει τον δρόμο για την ευθύνη. Συνάμα, όμως, γνωρίζει ότι ο σκοπός του είναι ανέφικτος κι όμως «δεν φοβάται τίποτα, δεν ελπίζει τίποτα, είναι ελεύθερος», είναι δηλαδή ένας desperado μαχητής.
Βλέπουμε, λοιπόν, αυτό που έχουμε καταλάβει ήδη από τα μυθιστορήματά του, ότι οι φιλοσοφικές καταβολές του Ν. Καζαντζάκη αρδεύουν ένα «θέατρο ιδεών», όπου ο Νίτσε, ο Μπερξόν, ο Σαρτρ και άλλοι διανοητές συντροφεύουν τις μεταφυσικές αναζητήσεις του. Το ίδιο λυσιτελής αποδεικνύεται η θρησκευτική δεξαμενή, που φέρνει το υψηλό να κονταρομαχήσει με το γήινο και χαμερπές. Συν τοις άλλοις, οι θεατρολόγοι αναγνωρίζουν οφθαλμοφανείς επιδράσεις από τον Αισχύλο, τον Ιψεν, τον Πιραντέλο, τον Μπρεχτ και άλλους, δείγμα του ότι ο δραματουργός συμπορεύεται με το σύγχρονό του θέατρο της Ευρώπης.
Γνωρίζοντας τη δύναμη του θεάτρου, ο Ν. Καζαντζάκης αντικατοπτρίζει στα δράματά του ιστορικές και πολιτικές αναφορές, που σχολιάζουν φαινόμενα της εποχής του (π.χ. στον «Καποδίστρια» υποδηλώνει έμμεσα αλλά εμφανώς τον Ελληνικό Εμφύλιο ή στη «Μέλισσα» τη νοοτροπία των τυράννων). Στο πιο δυνατό θεατρικό του έργο, στον «Χριστόφορο Κολόμβο», αλλά και στον «Κούρο» υποδεικνύει πώς ένας νέος πολιτισμός γεννιέται, ενώ την επαναστατική αύρα ενάντια στον θεό ενσωματώνει στον «Προμηθέα» ή στα «Σόδομα και Γόμορρα».
Η σύγχρονη έκδοση των θεατρικών έργων του Νίκου Καζαντζάκη, με πολύ κατατοπιστικές εισαγωγές από την καθηγήτρια Θεατρολογίας Κυριακή Πετράκου, επαναφέρει στο προσκήνιο μια ασχολία του συγγραφέα, που δεν ήταν καθόλου πάρεργο γι’ αυτόν. Είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για τον αναγνώστη να διαβάσει τα δράματα και να δει τη σκέψη του Κρήτα στοχαστή, ακόμα και σε σύγκριση με τα μυθιστορήματά του, όπως τον «Βούδα» που τον μνημονεύει πολλάκις το αφεντικό μέσα στον «Ζορμπά», καθώς τον γράφει σχεδόν παράλληλα.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας