Το Διάχυτο φως, το πρώτο μυθιστόρημα της Γερμανίδας συγγραφέως Ντένιζ Οντε, ρίχνει εκτυφλωτικό φως στο σκοτάδι της γερμανικής κοινωνίας που διακρίνεται από φόβο, αποστροφή και εχθρότητα για το διαφορετικό και το ξένο.
Η αφηγήτρια-ηρωίδα τής Οντε, ανώνυμη ώς το τέλος της ιστορίας -αφού το αληθινό της όνομα, «το Κ-όνομά της», η Τουρκάλα μητέρα της το έκρυβε επιμελώς, προφυλάσσοντας την κόρη της από πολλές επιθέσεις που θα μπορούσαν να έχουν πέσει στο κεφάλι της, επιτρέποντάς της να μην είναι απλώς μια «φίλη από το εξωτερικό»- μεγαλώνει σε μια βιομηχανική γειτονιά μαζί με τους δύο φίλους της τον Πίκα και τη Σοφία, παιδιά αστικών οικογενειών.
Ο πατέρας της αφηγήτριας, εργάτης σε εργοστάσιο χημικών, αλκοολικός, με εμμονές και διαρκή υποψία για τον «έξω κόσμο», αλλά και βίαιη συχνά συμπεριφορά, επιβάλλει στο σπίτι μια ιδιότυπη σιωπή που θα λειτουργήσει καθοριστικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας της ηρωίδας. Η μητέρα, που εργάζεται ως καθαρίστρια, αρρωσταίνει και πεθαίνει, έναν θάνατο τον οποίο η κόρη της θα εκλάβει ως φυγή από τη σκληρή καθημερινότητα, μιας και «η αρρώστια μπαίνει στο σώμα από μια τρύπα στην ψυχή», μια τρύπα την οποία η μητέρα της «σίγουρα δεν την άνοιξε μόνη της». (σ. 237)
Η αφήγηση ξεδιπλώνεται αναδρομικά, εμπλουτισμένη με εγκιβωτισμένες ιστορίες που συνθέτουν με λεπτομέρεια και ακρίβεια το εργατικό κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η ηρωίδα, με αφορμή την ολιγόωρη επιστροφή αυτής στο πατρικό σπίτι για τον γάμο των δύο παιδικών της φίλων. Η γειτονιά επιβάλλει και υποβάλλει τους δικούς της κανόνες, «μια φοβισμένη αδιαφορία, που σκοπό έχει να μην τραβάει την προσοχή και τα βλέμματα» (σ. 9), στις ζωές των κατοίκων της. Ακολουθούμε την ηρωίδα στη μνημονική αφήγηση της αβεβαιότητας που συνόδευσε την παιδική της ηλικία και τα πρώτα της βήματα στο σχολείο, «μια αβεβαιότητα που προχωρούσε βαθιά στο παρελθόν» της, για την οποία ευθυνόταν η απώλεια της ταυτότητας -ατομικής, συλλογικής, εθνικής- αποτέλεσμα ενός διχαστικού και βαθιά ρατσιστικού εκπαιδευτικού συστήματος, που την είχε καταχωρίσει στην κατηγορία των «παιδιών των υπογείων». Κι αυτό γιατί, όπως τόσο εύγλωττα ομολογεί:
«Δεν ήμουν αφρογέννητη. Δεν είχα γεννηθεί μέσα στον αφρό των κυμάτων, αλλά μέσα στη σκόνη· μέσα στην καπνιά, μέσα στο χλωριούχο νάτριο του αέρα, που καθόταν πάνω στις σκεπές των αυτοκινήτων. Είχα γεννηθεί μέσα στην ξινή αποφορά των σκουπιδιών που καίγονταν στη χωματερή, στα λασπωμένα χορτολίβαδα δίπλα στο ποτάμι, ανάμεσα στα δέντρα και τους πυλώνες και τις κολόνες του ρεύματος, μεσ’ από το μαύρο νερό που έγλειφε τα χαλίκια και τις πέτρες στην ακροποταμιά, σε μια ταινία από άζωτο και νιτρικό άλας –όχι μέσα στον αφρό». (σ. 260)
Η Ντένιζ Οντε (1988, Φρανκφούρτη) γράφει για όλες εκείνες τις μικρές, αδιόρατες εχθρότητες, «χωμένες ανάμεσα στις γραμμές», που δηλητηριάζουν ανεπαίσθητα, αλλά σταθερά τη ζωή του Αλλου, και σίγουρα όχι μόνο στη γερμανική κοινωνία. Η ίδια, κόρη βιομηχανικού εργάτη και Τουρκάλας μετανάστριας στη Γερμανία, μεγαλωμένη σε μια αντίστοιχη γειτονιά με αυτή της ηρωίδας του μυθιστορήματος, περιγράφει τον αόρατο τοίχο που υψώνεται ανάμεσα στους Γερμανούς μετανάστες και τους «γνήσιους» Γερμανούς, ο οποίος τους εμποδίζει να «ανήκουν», να είναι μεταξύ τους ισότιμοι, με ίσες ευκαιρίες στη μόρφωση, την εργασία, τον έρωτα, την υγεία, τη ζωή.
Το Διάχυτο φως, ένα εντυπωσιακό λογοτεχνικό ντεμπούτο, δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης στο οποίο παρακολουθούμε τη διαμόρφωση του πνεύματος και του χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας μέσα από τις εμπειρίες της και τη μετάβασή της από την παιδική και εφηβική ηλικία στην ωριμότητα και τη συνειδητοποίηση του ρόλου της στον κόσμο.
Το Διάχυτο φως είναι ένα μυθιστόρημα ταυτότητας για όλους εκείνους που έχασαν τη δική τους, που τους την πήραν, των οποίων η μοναδικότητα ξέμεινε στα σκονισμένα υπόγεια των σχολείων και υποτάχθηκε στις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα, που έφτασαν χωρίς να το καταλάβουν «στο τελευταίο συρτάρι, στον πάτο» του κοινωνικού συστήματος, που δεν ξέρουν να πουν Αντίο και να ανακουφιστούν λίγο από τη δυνατότητα του αποχωρισμού, που αναγκάζονται να συλλαβίζουν το όνομά τους και να αντιμετωπίζουν «τα ρουθουνίσματα και τις περιφρονητικές ματιές των δημοσίων υπαλλήλων» (σ. 287).
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας