«[...] ετούτη τη φορά όμως βρισκόμουν, και τις οκτώ μέρες,
υπό την εξουσία της δραστηριότητάς τους, μα παρ’ όλα αυτά
δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο βαθιά θα με κυρίευαν» (σ. 73)
Ο νεότευκτος εκδοτικός οίκος «Αντίποδες» μάς πρωτοσυστήθηκε με μια νέα μετάφραση της νουβέλας «Καρδιά σκύλου» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και με τη συλλογή διηγημάτων «Γκιάκ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Τα δύο αυτά βιβλία ακολούθησε «Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ» τού, όχι και τόσο γνωστού, Ρώσου συγγραφέα Γκαϊτό Γκαζντάνοφ—μια νουβέλα (μεταφρασμένη και αυτή όπως και η «Καρδιά σκύλου» από την Ελένη Μπακοπούλου) η οποία περιστρέφεται γύρω από ένα καθοριστικό, για τον αφηγητή, συμβάν της νεότητάς του. Από εκδοτική επιλογή (και όχι απλώς από σύμπτωση) και τα τρία βιβλία συνδέονται, υποδόρια, μέσω της εστίασης της αφήγησης σε ζητήματα βίας ως καθοριστικής αφορμής ενηλικίωσης —μεταξύ των «Γκιάκ» και «Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ»— ή μέσω της αφηγηματικής συγγένειας στην πρόζα του Γκαζντάνοφ και του Μπουλγκάκοφ.
Ο Γκαζντάνοφ, όπως μας πληροφορεί ο Χρήστος Αστερίου στο διαφωτιστικό επίμετρο, μόλις πρόσφατα αναγνωρίστηκε για το έργο του, καθώς όσο βρισκόταν εν ζωή η μετανάστευση (ήδη από το 1920) σε Παρίσι κα ι—μετέπειτα— Μόναχο και η επιμονή στη συγγραφή στα ρωσικά, τον είχαν κρατήσει στην αφάνεια. Ο γεννημένος στην Αγία Πετρούπολη συγγραφέας εργάστηκε, κυρίως, ως οδηγός ταξί στη γαλλική πρωτεύουσα, ενώ στο Μόναχο —και ώς τον θάνατό του το 1971— διατηρούσε ραδιοφωνική εκπομπή περί της πατρώας λογοτεχνίας. Σημαντικό στοιχείο της βιογραφίας του —και στενά συνδεόμενο με το ανά χείρας βιβλίο— είναι η συμμετοχή του στον ρώσικο εμφύλιο πόλεμο (με την πλευρά του Λευκού Στρατού), αλλά και στη γαλλική αντίσταση κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εξού και ο ήρωάς του στιγματίζεται από ένα συμβάν της νεότητάς του κατά τον εμφύλιο στη Ρωσία.
Πιο συγκεκριμένα, ένας νεαρός στρατιώτης των Λευκών σκοτώνει (ή έτσι νομίζει) έναν καβαλάρη των Κόκκινων ενώ τριγυρνά στην ουκρανική στέπα. Η εικόνα του ημιθανή έφιππου τον στιγματίζει και επιστρέφει —ξανά και ξανά— για να στοιχειώσει τις ημέρες και τις νύχτες του, ακόμη και αφού ο ίδιος (αυτο)εξοριστεί στο Παρίσι (μια ακόμα αυτοβιογραφική αναφορά του συγγραφέα). Εκεί, πολλά χρόνια αργότερα και ενώ εργάζεται ως δημοσιογράφος, διαβάζει ένα διήγημα γραμμένο στα αγγλικά, μέρος της συλλογής «Αύριο θα έλθω» κάποιου Αλεξάντρ Βολφ.
Το διήγημα αφηγείται, με κάθε λεπτομέρεια, το ίδιο περιστατικό στην ουκρανική στέπα που τον είχε στιγματίσει, από τη σκοπιά όμως του δολοφονημένου(;) έφιππου. Από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα ο πρωταγωνιστής, σχεδόν μαγικά, μπλέκεται σε μια σειρά συμπτώσεων, γνωριμιών και συμβάντων που —με τον ένα ή τον άλλο τρόπο— περιλαμβάνουν τη φασματική παρουσία του Αλεξάντρ Βολφ: η συνάντηση με τον Αγγλο εκδότη του Βολφ ο οποίος παρέχει συγκεχυμένες πληροφορίες, η απρόσμενη γνωριμία με τον Βλάντιμιρ Βοζνιεσένσκι, ο σφοδρός, αλλά δύσκολος, έρωτας με τη Γιελένα Νικολάγιεβνα.
Ο Γκαζντάνοφ αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο. Ο λόγος του έχει μια εγγενή μουσικότητα και, ενδεχομένως σε αντίστιξη με τον χαρακτήρα «νουάρ» μυθιστορήματος του βιβλίου, έντονη παραμυθητική επίγευση. Αν και χαρακτηρισμένος ως «ο Προυστ που εργάζεται ως ταξιτζής στο Παρίσι», η πρόζα του Γκαζντάνοφ προσιδιάζει περισσότερο σε εκείνη του Ναμπόκοφ (ένα αμάλγαμα ρωσικής αφηγηματικής παράδοσης και δυτικότροπης φιλοσοφίας ζωής), φέρει δάνεια από τη σκοτεινή όσο και ειρωνική πρόζα που συναντάμε στον Πόε, ενώ ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει να προσεγγίσει τη μοίρα του πρωταγωνιστή, τις συνειδητές επιλογές του ή την έννοια του θανάτου, θυμίζει τη «σχολή γραφής» της Νότιας Αμερικής.
Παρ’ όλα αυτά, ειδικά στο κομμάτι της περιγραφής ενός αγώνα μποξ και παρά τη δεξιοτεχνία της περιγραφής, ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως συχνά η οικονομία του κειμένου εξαντλείται προς όφελος μιας υπερ-λεπτομερειακής περιγραφής χώρων και γεγονότων και εις βάρος της γοητευτικής υπενθύμισης της βαριάς σκιάς του Αλεξάντρ Βολφ να βαδίζει στα βήματα του ήρωα. Και αυτή η σκιά μάς συστήνεται στην πρώτη-πρώτη σκηνή της νουβέλας με τρόπο καθηλωτικό (τόσο που η σκηνή θα μπορούσε να σταθεί μόνη της ως μικροδιήγημα).
Στο κλείσιμό του το βιβλίο επιβεβαιώνει την επιλογή των επαναληπτικών μοτίβων στην αφήγηση, της κυκλοτερούς δομής, της σισύφειας προσπάθειας του πρωταγωνιστή να ξεφύγει από τις μνήμες και τα τραύματά του. Μια πιο λοξή ανάγνωση του κειμένου, άλλωστε, θα μπορούσε να υποστηρίξει πως όλα όσα συμβαίνουν δεν είναι παρά αποκύημα της φαντασίας του ήρωα ή ανεξάντλητος εφιάλτης ή —ακόμα ακόμα— μεταθανάτια περιπλάνηση.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας