Το νέο δοκίμιο του Λάκη Προγκίδη είναι μια απόπειρα μυθιστορηματικής ψυχανάλυσης, μια προσπάθεια, σύμφωνα με τα λόγια του ιδίου, να παρουσιαστεί «η έρευνα που διεξάγει μέσα μου το μυθιστόρημα». Οσο για την ιδέα αυτού του δοκιμίου, αναφέρει ο Προγκίδης ότι «έχει να κάνει με την προϊστορία του μυθιστορήματος, δηλαδή με τις ιστορικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και πνευματικές συνθήκες που έκαναν εύλογο το ραμπελαισιανό έργο» (σελ. 257), ενώ, για τη συνεισφορά μιας τέτοιας ιδέας, υποστηρίζει τη θέση ότι «μετά τον Ραμπελαί ολόκληρη η ανθρωπότητα μπορεί να διαβάσει το παρελθόν της μυθιστορηματικά» (σελ. 259).
Τα τέσσερα καθοδηγητικά νήματα της σύλληψης και τελικά της συγγραφής του δοκιμίου αποτυπώνονται στην ίδια τη δομή του: 1. Η επιθυμία να κατονομάσεις (Μέρος πρώτο: Η λέξη). 2. Το βίωμα, η καθημερινότητα (Μέρος δεύτερο: Το σχεδίασμα). 3. Η θεωρητική σκέψη (Μέρος τρίτο: Ενα αισθητικό κενό που διαρκεί). 4. Η ιστορία (Μέρος τέταρτο: Η φάρσα). Το «δείγμα» των συγγραφέων που χρησιμοποιεί για την ανάλυσή του ο Προγκίδης είναι ο Μίλαν Κούντερα, ο Ζακ Λοράν, ο Γκέοργκ Λούκατς, ο Μιχαήλ Μπαχτίν και ο Ρενέ Ζιράρ. Από την άλλη, ο Τόμας Πάβελ αναδεικνύεται σε κρίσιμο συνομιλητή του. Η σύνθεση αυτού του δείγματος είναι ιδιόμορφη και αρκετά ιδιοσυγκρασιακή, συμμετέχει και δίνει μορφή στο αίνιγμα περί μυθιστορήματος που θέτει ο Προγκίδης. Εχοντας επίσης τον Ραμπελέ ως κεντρική αναφορά ανασυγκροτεί τους δρόμους που οδηγούν στον Ραμπελέ. Πρόκειται για διαδρομές με οδηγούς τους Βίτολντ Γκομπρόβιτς, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Μίλαν Κούντερα.
Διαβάζοντας (αναλύοντας) το έργο του Ραμπελέ ο Προγκίδης προτείνει αισθητικές κατηγορίες (νεολογισμούς σύμφωνα με τον ίδιο), όπως το μυθιστορηματικό γέλιο, το φαντασιακό της απαρχής, το πρωταρχικό μυθιστορηματικό διώνυμο, τις οποίες θεωρεί ουσιώδεις για την κατανόηση της αισθητικής εμπειρίας. Σε αυτή την τελευταία, συμμετέχουν επιμέρους διανύσματα: ο συγγραφέας, ο αναγνώστης, η προϊστορία του μυθιστορήματος, η ίδια η παράδοση της αισθητικής εμπειρίας, το αισθητικό καθεστώς που διέπει τη συγγραφή ενός συγκεκριμένου μυθιστορήματος. Ο Προγκίδης, αν και διστακτικός απέναντι στις έννοιες και επικριτικός απέναντι σε αρκετούς κλάδους, καταφεύγει (αναπόφευκτα) σε έννοιες και δομεί την ανάλυσή του γύρω από αυτές. Ενδεικτικός είναι ωστόσο ο ορισμός που επιφυλάσσει για την έννοια σε αντιδιαστολή με τη λέξη: «Εννοια: λέξη από την οποία έχει αφαιρεθεί το ανθρώπινο μέρος της» (σελ. 37), όπως επίσης, αποκαλυπτική είναι η διάκριση που προτείνει ανάμεσα σε αισθητική και θεωρία: «η αισθητική μας εξοικειώνει με τα έργα, η θεωρία μας μυεί στην επιτέλεση της αφηρημένης σκέψης» (σελ. 53).
Η κεντρική θέση που έχει στην προσέγγισή του η έννοια του μυθιστορηματικού προσώπου επιβεβαιώνεται και από το ερώτημα που αναδεικνύει ο Προγκίδης ως το μόνο που αξίζει: «Τι παρακινεί τον καλλιτέχνη (του μυθιστορήματος) να φέρει στον κόσμο μυθιστορηματικά πρόσωπα;» (σελ. 262). Γύρω από αυτή την έννοια θέτει κάποια από τα πιο διαυγή του ερωτήματα, συνυφαίνοντας την αισθητική διάσταση, με την υπαρξιακή, την παιδαγωγική και τη γνωσιακή. Ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο θα είχε η διερώτηση για τους λόγους που ο Προγκίδης αγνοεί την έννοια της πλοκής (αισθητική κατηγορία επίσης) αν και προσεγγίζει από πολλές και διαφορετικές οδούς τα σημεία φυγής της: εμπειρία, στοχασμός, λόγος, σύνθεση λόγων, λογική του λόγου, διαφωνία, πολιτισμική ιδιαιτερότητα του νοήματος, αισθητική μορφοποίηση.
Το δοκίμιο του Προγκίδη είναι πραγματικά πλούσιο σε συλλογισμούς, απορίες, αντιπαραθέσεις, όσο και επίμονο και συνεκτικό ως προς το βασικό του ερώτημα περί μυθιστορήματος. Με αυτά τα δεδομένα, θα είχε ενδιαφέρον α. η απόπειρα μιας πιο συστηματικής καταγραφής της χρονικής εξέλιξης των αισθητικών καθεστώτων (ο Αούερμπαχ επιτυγχάνει κάτι αντίστοιχο για την εικόνα της πραγματικότητας στη δυτική λογοτεχνία, στο αριστουργηματικό Μίμησις), αίτημα που δικαιολογείται από το χρονικό εύρος των αναφορών του Προγκίδη (από τον Ομηρο και τον Αισχύλο μέχρι τον 20ό αιώνα και τον Κούντερα), αλλά και την εξαιρετική διαγραμματική προσέγγιση των διαφορετικών χρονικών αφετηριών του μυθιστορήματος (ο πίνακας στη σελ. 269), και β. η Ποιητική του Αριστοτέλη να αξιοποιηθεί και για την κατανόηση του ίδιου του μυθιστορήματος, κάτι το οποίο αρνείται ο Προγκίδης (αυτή η άρνηση μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από την αμφιθυμία του απέναντι στην έννοια και τη λειτουργία της διεπιστημονικότητας).
Τέλος, μόνο τολμηρή, και γόνιμη για τη διερεύνηση των μεταξύ τους διασυνδέσεων, μπορεί να κριθεί η πράξη αποκοπής του μυθιστορήματος από τη λογοτεχνία, η οποία επιτελείται αφοριστικά από τον Προγκίδη: «Οσο για τον γενικό όρο “λογοτεχνία”, πρόκειται για κάτι που δεν είχε ποτέ τη δική του Μούσα. Επινοήθηκε για παιδαγωγικούς λόγους, παραπέμπει περισσότερο στα σχολικά θρανία παρά στα εργαστήρια των καλλιτεχνών. Αντιθέτως, υποθέτοντας ότι το μυθιστόρημα είναι τέχνη, το τοποθετούμε εξαρχής στο φυσικό του περιβάλλον: ως μία τέχνη μεταξύ άλλων» (σελ. 72). Η μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα συνεισφέρει τα μέγιστα στην ομαλή πρόσληψη του κειμένου, σε μια συνολικά εξαιρετική έκδοση.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας