Ο Κώστας Η. Μπίρης (1899-1980), για μας που τον γνωρίσαμε κυρίως το 1966, μέσα από το μνημειακό βιβλίο του Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα, ήταν ένας ζωντανός θρύλος. Ενας μοναδικός κι ασύγκριτος ιστορικός της πόλης, αλλά κι ένας μαχόμενος που δεν δίσταζε να τα βάλει με τα «θηρία» της εποχής του, οσοδήποτε ψηλά στέκονταν, καθώς υπερασπιζόταν την Αθήνα ενάντια σε όλων των ειδών τις απειλές και καταστροφές, για 40 ολόκληρα χρόνια, αμετακίνητος από τη διεύθυνση της Πολεοδομικής Υπηρεσίας του Δήμου Αθηναίων.
Με αυτή του την ιδιότητα, κατόρθωσε όσο κανείς άλλος να ξεχωρίσει για μια σειρά ρόλων που έπαιξε. Το βιβλίο του Αι Αθήναι, που αναφέραμε πριν, αποκαλύπτει δύο μόνο τέτοιους ρόλους: του υπομονετικού συλλέκτη αξιόπιστων πληροφοριών και τεκμηρίων, όπως και τον μαχόμενο ενάντια σε παράνομες και αυθαίρετες κινήσεις και αποφάσεις. Το εξαιρετικά δύσκολο έργο να ξεχωρίσουν οι διάφοροι τομείς ενδιαφέροντος του Κώστα Μπίρη ώστε να αναπτυχθούν ισόρροπα και όσο γίνεται αποστασιοποιημένα έχει αναλάβει ο ανιψιός του και πνευματικός κληρονόμος του, ο Μάνος Μπίρης, που έζησε κοντά στον θείο του, τον οποίο φανερά θαύμαζε, μεγαλώνοντας μαζί του στο ίδιο σπίτι.
Μέσα τώρα στο βιβλίο του, ο Μ. Μπίρης αποθησαυρίζει μερικά στιγμιότυπα της στενής τους σχέσης, όπως τη μεταφορά μιας συζήτησης μαζί του «κατηφορίζοντας με αυτοκίνητο την οδό Σόλωνος… σε συνθήκες απερίγραπτης κυκλοφοριακής συμφόρησης». Και λίγο πιο κάτω, καθώς αναφέρεται στην «εκτροπή» (αλλού το χαρακτηρίζει ως «παρακαμπτήρια οδό») του θείου του προς τον Καραγκιόζη, γράφει: «Ενας απροσδόκητος φαιδρός θίασος τρύπωσε, ως δια μαγείας, στο σοβαρό περιβάλλον του δωματίου […] των ταραγμένων μετακατοχικών ημερών».
Ο Μ. Μπίρης μετέχει ενεργά στο γράψιμο του βιβλίου, όχι μόνο κρατώντας αποστάσεις από πρόσωπα και πράγματα αλλά προσθέτοντας τα δικά του σχόλια, συχνά χιουμοριστικά, όπως εκεί που περιγράφει τις τύχες των Αναφιώτικων, κάτω από τον βράχο της Ακρόπολης. Αν και συνεχώς απειλούνται με κατεδάφιση, τα σπίτια εκεί διατηρούνται χάρις (γράφει ο θείος του) σε αντίγραφο εικόνας της Παναγίας που έφεραν οι πρώτοι κάτοικοι. Και συμπληρώνει ο ανιψιός: η Παναγία «εξακολουθεί να είναι με το μέρος των Αναφιωτών».
Ο Κ. Μπίρης σε ηλικία 29 χρόνων, το 1928, προσβλήθηκε από τον δάγκειο πυρετό, με αποτέλεσμα να παραλύσουν τα κάτω του άκρα. Τότε ακριβώς, μας λέει ο Μ. Μπίρης, δημοσίευσε άρθρο με τον σημαδιακό τίτλο «Διατί αι Αθήναι δεν έχουν σχέδιο». Ενα θέμα στο οποίο αναλώθηκε μια ζωή για να το εξηγεί και να το καταπολεμά. Ετσι ο πυρετός, η παράλυση και η δημοσίευση αποτελούν μια «σύμπτωση» που καθορίζει άμεσα τη ζωή του. Η παράλυση όμως δεν γίνεται εμπόδιο αλλά το αντίθετο, καθοριστικός συντελεστής της στροφής του προς τους τομείς που υπηρέτησε με ασίγαστο πάθος.
Με εκείνο τον χαρακτηριστικό «ανυποχώρητο κριτικό του λόγο», όπως σημειώνει ο Μ. Μπίρης. Οι συνθήκες συνάμα τον υποχρεώνουν να διοχετεύει τα κείμενα που επεξεργάζεται αποσπασματικά, σε μικρές δόσεις, με τη μορφή ολιγοσέλιδων πραγματειών ή άρθρων σε εφημερίδες. Κατόπιν προσπαθεί συνέχεια να συνθέσει αυτά τα αναγκαστικά αποσπάσματα σε ολοκληρωμένα σώματα, αλλά χωρίς πάντα να βρίσκει ανταπόκριση. Γράφει κάπου ο ίδιος το 1946: «Ενώ άλλα μου έργα, ένα τεράστιο σε όγκο υλικό, γεμάτο χυμούς Ιστορίας, Επιστήμης και Αισθητικής, γραμμένο με αγάπη, με γνώσι και με κεφάτη λογοτεχνική διάθεσι […] μένει αφανέρωτο ακόμα, γιατί ούτε χρήματα υπάρχουν ούτε στα περιοδικά χώρος για να παρουσιασθή».
Σε όλη του τη ζωή ο Κ. Μπίρης ταλαντεύεται ανάμεσα σε μια βιοποριστική απασχόληση, που τον αιχμαλωτίζει σε μια καθημερινή τριβή με τα υλικά, πραγματιστικά προβλήματα, και σε έναν οραματισμό που αντικρίζει την πραγματικότητα από μια ιστορική-θεωρητική σκοπιά και απόσταση.
Ο συγγραφέας τονίζει το ξόδεμα του Κ. Μπίρη «σε ένα “πέλαγος” σπαταλημένων ωρών που αναλώθηκαν σε καθημερινές διαβουλεύσεις», κάτι που βέβαια του δίνει τη δυνατότητα να παρεμβάλλει στα κείμενά του συχνά «βιωματικά στοιχεία». Επιπλέον, και σε συνδυασμό με τη μαθητεία του στον Ερνέστο Εμπράρ, Γάλλο πολεοδόμο που του εμφύσησε την τάση προς μια «πρακτική πολεοδομία», ο Κ. Μπίρης έχει έτσι τη σπάνια δυνατότητα να διαθέτει «εμβάθυνση περισσότερο πραγματιστική ως προς τα δεδομένα της πόλης».
Πραγματικός του δάσκαλος όμως ήταν ο «σεβάσμιος αθηναιογράφος» Δημήτρης Καμπούρογλου, ο «πνευματικός του πατέρας» όπως σημειώνει ο Μ. Μπίρης. Αλλά με μια διαφορά: σύμφωνα με τον θείο του, ο Καμπούρογλου «ζούσε λίγο-πολύ μια χίμαιρα», ενώ ο ίδιος ήθελε να αποφύγει αυτή τη συναισθηματική φόρτιση, να αποδεσμευτεί από τη μυθολογία και να γίνει σύγχρονος ερευνητής, με πηγές και τεκμήρια. Κάτι που κατάφερε να κάνει σε μεγάλο βαθμό, πρώτος αυτός σε μια περιοχή όπου τέτοια εργαλεία έλειπαν εντελώς.
Με αυτή την ιδιότητα όμως ο Κ. Μπίρης στέκεται σ’ ένα μεταίχμιο. Λέει: «Εγώ ήλθα στον κόσμο με το τελευταίο βαγόνι του 19ου αιώνα», εκφράζοντας έτσι τις αισθητικές του προτιμήσεις, έχοντας ζήσει μέσα στο περιβάλλον του αθηναϊκού κλασικισμού και κρατώντας μια επιφύλαξη προς τις ανατροπές που επέφερε το μοντέρνο κίνημα.
Αυτή την αμφισημία έχει κατορθώσει να συλλάβει άρτια ο Μ. Μπίρης, παρακολουθώντας από κοντά την ανέλιξη του θείου του, μέσα από τόσους αγώνες και απειλές, ως «άθλημα συμμετοχής» όπως το χαρακτηρίζει. Είναι ο καλύτερος έπαινος που θα μπορούσε να του αποτίνει.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας