Πεζογράφος με οκτώ βιβλία στο ενεργητικό του και πολλές συμμετοχές σε συλλογικούς τόμους, δόκιμος μεταφραστής ο Κώστας Κατσουλάρης, με δραστήρια παρουσία στην έντυπη και ηλεκτρονική δημοσιογραφία, δεν είναι η πρώτη φορά που αντλεί λογοτεχνική έμπνευση από τη ζωή στην πόλη της Αθήνας. Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, οι ήρωες της νέας συλλογής του αναφέρονται σε κάποιο περιστατικό της ζωής τους λιγότερο ή περισσότερο σημαντικό∙ η Αθήνα της κρίσης και της ανασφάλειας, των μπαρ και του πυρπολημένου κέντρου, της καμένης Πάρνηθας και της εγκαταλειμμένης Κυψέλης, στο τέλος του 20ού και στην αρχή του 21ου αιώνα, είναι το πλαίσιο όπου κινούνται.
Και στα τέσσερα διηγήματα της συλλογής εντοπίζουμε κοινές συντεταγμένες γραφής. Επισημαίνω: την κατά ζεύγη παρουσία των πρωταγωνιστών, με πιο ενδελεχή ανάπτυξη του ενός τουλάχιστον χαρακτήρα∙ την αναζήτηση ταυτότητας και νοήματος ζωής σε άλλους στόχους και από διαφορετικούς δρόμους ο καθένας∙ τη διάσταση των ανθρώπων και την αποσύνθεση στην οποία βρίσκονται οι σχέσεις τους∙ το συμβιβασμένο ή συμβιβαστικό τέλος των ηρώων, που επέρχεται ύστερα από εσωτερικές ανατροπές στην πλοκή.
Στο πρώτο διήγημα «Αβερελ», ένας μυστικός πράκτορας, βαλμένος από την Αντιτρομοκρατική, συχνάζει στα Εξάρχεια στο μπαρ «Δυστοπία»∙ ευανάγνωστη η σήμανση. Προσποιείται με επιτυχία τον αναρχικό, κάποτε φαίνεται να ταυτίζεται με τον ρόλο, και παρακολουθεί τον μυστηριώδη Αβερελ, κατά κύριο λόγο, αλλά και άλλους του αντιεξουσιαστικού χώρου, πασχίζοντας να εκμαιεύσει υλικό για τις κινήσεις τους και να δώσει τις σχετικές πληροφορίες. Σ’ αυτόν τον χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα αγώνα, ανάμεσα σε απανωτά ποτά και ελλειπτικές επαφές, περνάει η μεταμφιεσμένη ζωή του για να καταλήξει σε ένα θολό, λίγο ονειρικό τέλος.
Στο δεύτερο διήγημα «Θα το κρατήσω», νεαρή συγγραφέας από τη Θεσσαλονίκη που συγκεντρώνει υλικό για πραγματικές ανθρώπινες ιστορίες, σε ένα μπαρ της Σόλωνος στην Αθήνα ακούει τον αρκετά μεγαλύτερό της κύριο Ασημάκη να της εκμυστηρεύεται την εξωσυζυγική του περιπέτεια με τη Μιράντα και τον φαύλο κύκλο στον οποίο τον έριξε. Η συγγραφέας κατά τη στιγμή της αφήγησης θυμάται προσωπικά της μπλεξίματα και προβαίνει σε ποικίλα κοινωνικά σχόλια, ιδίως σεξιστικά, βγάζοντας χολή για τη γενιά του Πολυτεχνείου και την «κουλτούρα της ανοχής». Πρόκειται για ένα διήγημα που γράφεται με αυτοαναφορικό τρόπο την ώρα που δημιουργείται. Ως στοιχείο αληθοφάνειας η συγγραφέας δεν παραλείπει να εκθέσει με πλαγιογράμματες «μικρές παρακάμψεις» τις συγγραφικές της προθέσεις. Η λειτουργία των περίεργων ερωτικών τριγώνων και ο τρόπος που χωνεύεται, αν χωνεύεται, η απιστία και παίρνει τη μορφή της αντεκδίκησης είναι από τα ενδιαφέροντα σε αυτό το πεζό.
Αφηγητής στην τρίτη, την εκτενέστερη ιστορία, «Νεκρός σκύλος τα μεσάνυχτα», είναι ένας τριανταπεντάχρονος κριτικός κινηματογράφου. Εχοντας από παιδί συναισθηματικό δέσιμο με τα σκυλιά, δέχεται τη νύχτα που κάηκε το «Αττικόν» και ο «Απόλλων» την επίσκεψη του αδελφικού του φίλου Ισίδωρου ο οποίος του ζητά να τον βοηθήσει να θάψουν στην Πάρνηθα έναν μολοσσό που χτύπησε με το αυτοκίνητο. Στη διαδρομή, ανάμεσα σε σιωπές και λόγο, προσπαθούν να προβάλει ο καθένας στη σκέψη του άλλου τη δική του υπαρξιακή αγωνία.
Η αυτοχειρία του πατέρα του Ισίδωρου, λόγω οικονομικής καταστροφής από το πάθος του για τον τζόγο, δίνει αφορμή σε έναν διάλογο ανάμεσα στους δύο φίλους, που οι ζωές τους έχουν πάρει «αποκλίνουσες πορείες». Ο διάλογος αυτός, ο οποίος σε πολλά σημεία παίρνει χαρακτήρα ανάλυσης όχι πάντα πρωτότυπο, ξεκινά από τη σχέση λόγου και πράξης. Στη συνέχεια, διασχίζοντας την αποψιλωμένη από άλλη πυρκαγιά, προ πενταετίας, Πάρνηθα –της οποίας το τοπίο αποδίδει με ρεαλιστική ακρίβεια ο Κατσουλάρης– οι δύο φίλοι ξετυλίγουν περιβαλλοντικές ευαισθησίες και προβληματισμούς για την οικολογική καταστροφή και για την κυριαρχία του κακού απέναντι στο καλό∙ θεωρούν τους εμπρησμούς της Αθήνας συνάρτηση της πυρκαγιάς στην Πάρνηθα. Με αρκετό σασπένς στην αφήγηση καταλήγουν και οι δύο στις επιλεγμένες ζωές τους.
Στο τελευταίο διήγημα «Νυχτερινό ρεύμα», το πιο ατμοσφαιρικό και δυνατό της συλλογής κατά τη γνώμη μου, ένας πενηντάχρονος γιος, άνεργος, επισκέπτεται τη γριά, άρρωστη, μοναχική μάνα του, σε προκαθορισμένες μέρες και ώρες, επαναλαμβάνει τις ίδιες κάθε φορά κινήσεις και λέξεις και μία φορά τον μήνα τη συνοδεύει στο ΑΤΜ της γειτονιάς, πρόκειται για την Κυψέλη, για να εισπράξει τη σύνταξή της και να τον χαρτζιλικώσει με ένα εκατόευρω. Ακριβής και απολαυστικός ο τρόπος που περιγράφει ο αφηγητής την έξοδο από το σπίτι, την πορεία μέχρι το μηχάνημα, τις συναντήσεις με περιοίκους και καταστηματάρχες. Ενδιαφέρον επίσης το κλίμα που δημιουργεί και οι ενδόμυχες σκέψεις του για την παραποιημένη οικογενειακή πραγματικότητα, με τα «βολικά ψέματα» και την ωραιοποίηση των πάντων. Προφανής πρόθεση του συγγραφέα να περιγράψει και να βυθοσκοπήσει τις οικογενειακές σχέσεις, αμέσως ή εμμέσως, με ιδιαίτερο φωτισμό στη μορφή του πατέρα, κάτι που εντοπίζεται και στα άλλα διηγήματα.
Μια στιβαρή, καλογραμμένη συλλογή, με συνοχή και ελκυστικό λόγο.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας