Εριχνα κλεφτές ματιές στη φίλη μου την Ντολορές που είχα φέρει μαζί μου από τη Νορμανδία. «Μα πού πάμε;» με ρωτούσαν τα μάτια της. Πώς θα κατεβαίνουμε για μπάνιο;
Σταμάτησε επιτέλους το τρίκυκλο, μας άνοιξαν μία πόρτα και μας καληνύχτισαν.
Ψυχή γύρω γύρω. Πουθενά δεν έφεγγε. Τι θα κάναμε εκεί πάνω εμείς οι δύο στο μέσον του πουθενά;
Η φίλη θα άνοιγε το στόμα της να με βρίσει: πού ήταν το παραμυθένιο χωριό που της είχα «πουλήσει»;
Την ίδια στιγμή, από το σκοτάδι ξεπρόβαλε μια σιλουέτα, σήκωσε το μπαστούνι της προς εμάς με ένα άγριο ύφος και κάτι φώναξε.
Μας έβριζε κανονικά, το καταλάβαμε αμέσως. Αυτό μας έλειπε, σκέφτηκα.
Ομως, από το πρωί κιόλας, το νουάρ σενάριο φωτίστηκε: δίπλα μας ζούσε μια οικογένεια που μας δέχθηκε αμέσως σαν να ήμασταν τα παιδιά της, υπήρχε μονοπάτι για μια ωραία παραλία και ανάμεσα στα χαλάσματα ζούσαν τελικά λίγοι παππούδες και αρκετές γιαγιάδες που τα σπίτια τους άντεξαν στον σεισμό και οι οποίοι μας βλέπανε, φαίνεται, με καλό μάτι.
Σιγά σιγά τις μάθαμε. Το Μοσχαδάκ’, το Αγγελικάκ’, το Μαχάκ’, όπως τις λέγανε στην αλοννησιώτικη τραγουδιστή ντοπιολαλιά, που αφαιρεί όλες τις λήγουσες και κρατά, μακριά νότα, την παραλήγουσα.
Χαϊδευτικά που ταίριαζαν στις μικροκαμωμένες γριούλες-κοριτσάκια, στις γαλάζιες φορεσιές τους με το μπολερό να πιέζει το στήθος και τη φαρδιά φούστα με πολλές πιέτες, με τις μακριές πλεξούδες, που στις γιορτές τις δένανε με κόκκινες κορδέλες και τις νεανικές γάμπες τους, σμιλευμένες από τα σκαλοπάτια και τα απότομα στενά του χωριού.
Ξεχώριζε η φιγούρα της γυναίκας που μας είχε «κακωσορίσει» την πρώτη μέρα.
Περνούσε πρωί-βράδυ μπροστά στο σπίτι μας, σέρνοντας πίσω της δυο-τρεις κατσίκες και τα μωρά τους.
Ψιλή, λεπτή, μα γεροδεμένη, σαν αρχόντισσα στην γκρι πρόχειρη φορεσιά της. Αγέρωχη, σχεδόν αμίλητη.
Μάταια περιμέναμε να σκάσει έστω ένα χαμόγελο. Εν τω μεταξύ, κάθε μέρα βρίσκαμε στο περβάζι άλλοτε δύο αυγά, άλλοτε δύο άγουρα άγρια αχλάδια... ώσπου να κρυφοκοιτάξω ένα απόγευμα και να τη δω να ακουμπά άλλο ένα δωράκι στα κλεφτά.
Από τότε, κάθε καλοκαίρι με έφερνε πίσω στο χωριό. Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς έγινε και «σμίξαμε», όπως έλεγε.
Πάντως, κάθε πρωί, άρχιζε να φωνάζει από ψηλά, γύρω στις 7, «Ξύπνα, αγαπήμ, μη σε κλέψει ο ύπνος», και στην απόλυτη ησυχία, ο απόηχος της τρυφερής πλέον φωνής της έφτανε μέχρι τα κάτω σπίτια όπου έμεινα πια, μόνιμα, σαν να ήταν δίπλα μου.
Οι επισκέψεις που της έκανα γίνονταν πάντα στο κατώφλι του ωραίου πέτρινου σπιτιού της. Μέσα δεν έμπαινες.
Μου έφερνε την κάρτα που της είχα στείλει με κάποιες τυπικές πασχαλινές ευχές.
«Δεν ζήτησες από κάποιο μπάρμπα που ξέρει γράμματα να σου τη διαβάσει;» τη ρώτησα την πρώτη φορά.
«Σάμπως θέλω να μάθουν οι άλλοι τι μου γράφεις;» απάντησε.
Κάποια φεγγάρια μετά, το καλοκαίρι που θα ήταν γι' αυτήν το τελευταίο (μήπως το προαισθανόταν;), άνοιξαν οι πόρτες του άβατου. «Μπες, κάτι σου έχω φιλέψει».
Αδειο σχεδόν το ευρύχωρο δωμάτιο, ούτε ένα παλιοπετρογκάζ δεν είχε μέσα.
Τα «παιδάκια» της στο κατώι, όπου τα έκλεινε το βράδυ, τρώγανε καλά. Εκείνη, αν δεν έλεγε να πιάσει η φωτιά στο τζάκι για να βράσει ένα αυγό ή λίγα χόρτα, δεν θα χάλαγε ο κόσμος, θα χόρταινε με δυο παξιμάδια.
Το μάτι μου πήρε μόνο, σκορπισμένες στο πάτωμα, αμέτρητες χρησιμοποιημένες μπαταρίες. Ελυσε την απορία μου.
Μία αδυναμία είχε, ένα πάθος στη μοναξιά της: το θέατρο. Ολο το καλοκαίρι μάζευε τις μπαταρίες από τις ταβέρνες, για να ακούει τον χειμώνα στο μικρό τρανζίστορ το Θέατρο της Τετάρτης.
Εκείνα τα βράδια, τύχαινε να μην προλάβει να ανάψει τα καντήλια.
Ο Θεός θα καταλάβαινε, φιλότεχνος δεν θα ήταν και Αυτός;
Το ίδιο καλοκαίρι, μια φορά που βρεθήκαμε να αγναντέψουμε δίπλα δίπλα την ανατολή, ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου και, κάπως επίσημα, μου είπε: «Εμείς οι δύο, Γιάννα, ίδιες είμαστε».
Με έβλεπε να έρχομαι κάθε χρόνο «όλο μοναχήμ'» κι εγώ.
Νοικοκυριό δεν είχαμε ούτε εκείνη ούτε εγώ. Και οι δύο αλωνίζαμε τα μονοπάτια, αυτή να βοσκήσει τα «μικρά» της, εγώ να εξερευνήσω το νησί.
Μήπως όμως το είχαμε ανάγκη το συνεχές βάδισμα και η μία και η άλλη, για να στεκόμαστε όρθιες και να νανουρίζουμε κάποιο καημό που μας έτρωγε;
Της είχα αναφέρει με δυο λόγια έναν γάμο που απέτυχε. Εμένα μου είπανε ότι τότε που φύγανε οι Γερμανοί από το νησί είχε κλάψει, απαρηγόρητη, έναν νεαρό που ανατινάχθηκε από μια νάρκη κάτω στην παραλία...
Ολα αυτά εννοούσε με τη λέξη «ίδιες»; Ποιος να ξέρει. Ξέρω πάντως ότι, άσχετα εάν έχει ακούσει ποτέ της τη λέξη φεμινισμός, αυτή τη μαγική στιγμή μας έδενε μια γνήσια γυναικεία αλληλεγγύη.
«Τι σας είναι;» με ρώτησε η νοσοκόμα όταν μπήκα στον θάλαμό της στο Νοσοκομείο του Βόλου.
Στην Αθήνα, όπου δούλευα πια, με είχαν ειδοποιήσει πως με ζητούσε.
Εκείνη με πρόλαβε: «Φιλενάδα είναι». Σήμερα, στο χωριό που λέγεται πια Χώρα στα διαφημιστικά έντυπα, οι τουρίστες φωτογραφίζουν τις παραδοσιακές φορεσιές στις λαογραφικές εκδηλώσεις.
Στην ντουλάπα μου, φύλαξα άθικτα το γαλάζιο φόρεμα και το λινό πουκάμισο που, πριν πεθάνει, μου έγραψε η φιλενάδα μου.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας