Διπλή η φετινή επέτειος νίκης για την αβασίλευτη δημοκρατία με την έξωση της δυναστείας βασικού πυλώνα και σημαντικού στηρίγματος των αντιδραστικών πολιτικών και τις δύο φορές μετά από μια εθνική καταστροφή, καθώς πέρα από τα 50 χρόνια από το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 που έλυσε οριστικά το πολιτειακό με το βροντερό ΟΧΙ στη μοναρχία, σε συνέχεια της πτώσης της χούντας μετά την προδοσία και την επακόλουθη τραγωδία στην Κύπρο, υπάρχει και η μισοξεχασμένη επέτειος των 100 ετών από τις 25 Μαρτίου 1924, όταν επί πρωθυπουργίας Αλέξανδρου Παπαναστασίου, η Δ’ Συντακτική Εθνοσυνέλευση, με πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Ρακτιβάν, εξέδωσε το ιστορικό ψήφισμα «Περί εκπτώσεως της Δυναστείας και ανακηρύξεως της Δημοκρατίας», «έχουσα προ οφθαλμών τα δεινά που επεσώρευσε εις το έθνος η Δυναστεία των Γλυξβούργων….» όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο προοίμιό του.
1924 - Η μεγάλη νίκη της δημοκρατίας και της αριστερής και σοσιαλιστικής πολιτικής
Καταλυτικό ρόλο είχαν στις εξελίξεις η Μικρασιατική Καταστροφή, η μαζική άφιξη των προσφύγων της Μικράς Ασίας στον ελλαδικό χώρο και η ανάληψη της εξουσίας από την επαναστατική κυβέρνηση των Πλαστήρα – Γονατά τον Σεπτέμβριο του 1922 που οδήγησε μετά 15 μήνες τη χώρα στις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923. Είχε προηγηθεί η δίκη των υπαιτίων της καταστροφής του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η εκτέλεση των έξι, του τελευταίου στρατηγού της εκστρατείας και των πολιτικών ηγετών του Λαϊκού Κόμματος, που ενώ κέρδισε τις εκλογές της 1.11.1920, με το ψεύτικο σύνθημα της λήξης του πολέμου, προχώρησε με τυχοδιωκτικό τρόπο στη μικρασιατική εκστρατεία του 1921-22 προς την Αγκυρα, που έφερε την ήττα του στρατού και τη σφαγή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Σμύρνης και όλης της Μικράς Ασίας, καθώς και την απώλεια των εδαφών της Ανατολικής Θράκης, της Ιμβρου και της Τενέδου.
Κύριος παράγοντας της καταστροφής ήταν η μοναρχία και προσωπικά ο βασιλιάς, με αποτέλεσμα η μεγάλη πλειοψηφία στον λαό και ιδίως στους πρόσφυγες, αλλά και στις τάξεις του στρατού, να απαιτεί την έκπτωση του μονάρχη και την αλλαγή πολιτεύματος, απαίτηση που γενικεύτηκε μετά το αποτυχημένο κίνημα φιλομοναρχικών αξιωματικών τον Οκτώβριο του 1923 για ανατροπή της επαναστατικής κυβέρνησης και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές. Στην καταστολή του συντέλεσε αποφασιστικά ο Πλαστήρας. Στη συνέχεια 1.284 φιλοβασιλικοί αξιωματικοί αποτάχθηκαν, ενώ προήχθησαν άλλοι με δημοκρατικά φρονήματα – κάτι που άλλαξε ριζικά τον συσχετισμό στις τάξεις του στρατού, που εκείνη την περίοδο είχε ενεργό ανάμιξη στην πολιτική ζωή.
Τα φιλομοναρχικά κόμματα δεν έλαβαν μέρος στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1923 και στη Συντακτική Συνέλευση εκλέχθηκαν από το κόμμα των Φιλελευθέρων 250 πληρεξούσιοι, από τη Δημοκρατική Ενωση του Παπαναστασίου 120, ενώ 28 από διάφορους ανεξάρτητους ή μικρότερα κόμματα όπως το Αγροτικό ή το Σοσιαλιστικό, που εξέλεξε τον Ι. Πασαλίδη. Η αποχή ωστόσο δεν ξεπέρασε το 23% (ψήφισαν 694.448 αντί περίπου 900.000), κάτι που δείχνει τη συρρίκνωση των φιλομοναρχικών δυνάμεων.

Κύριο ζήτημα της διαμάχης για το πολιτειακό μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων που έλαβαν μέρος στις εκλογές ήταν εάν η Συντακτική Εθνοσυνέλευση θα ανακήρυσσε τη Δημοκρατία, όπως ήθελαν η Δημοκρατική Ενωση και οι Φιλελεύθεροι Δημοκρατικοί, ή εάν το ζήτημα θα λυνόταν με δημοψήφισμα, όπως επιδίωκαν ο Βενιζέλος και η περί αυτού ηγεσία του κόμματος των Φιλελευθέρων (Καφαντάρης και Δαγκλής). Δύο μέρες μετά τις εκλογές στις 18 Δεκεμβρίου, ο Γεώργιος ο Β’ (που είχε διαδεχθεί τον Κωνσταντίνο μετά τη φυγή του, τον Σεπτέμβριο του 1922) φεύγει και αυτός από τη χώρα ύστερα από υπόδειξη του πρωθυπουργού Γονατά και ορίζεται αντιβασιλέας ο Κουντουριώτης.
Στην εναρκτήρια συνεδρίαση της Δ’ Εθνοσυνέλευσης στις 2 Γενάρη 1924 ο Πλαστήρας παραδίδει την εξουσία της Επαναστατικής Κυβέρνησης στους εκλεγμένους πληρεξουσίους και στη συνέχεια παραιτείται και ο πρωθυπουργός Γονατάς. Στις 4 Ιανουαρίου έρχεται από τη Γαλλία ο Βενιζέλος που αρχικά εκλέγεται πρόεδρος της Βουλής και στις 11 Ιανουαρίου αναλαμβάνει πρωθυπουργός.
Από τον Οκτώβριο του 1923, διάφοροι ξένοι παράγοντες, από τον πρόεδρο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, Χ. Μοργκεντάου, μέχρι τον Βρετανό πρωθυπουργό, καθώς και διευθυντές μεγάλων τραπεζών, πολιτικοί και διπλωμάτες πίεζαν να μη γίνει η πολιτειακή αλλαγή, απειλώντας συγκαλυμμένα ή ανοιχτά και με την εκκρεμότητα της χορήγησης του προσφυγικού δανείου, το οποίο συσχέτιζαν και με την οικονομική επιβίωση της χώρας.
Η προσπάθεια του Βενιζέλου και των συντηρητικών του κόμματος των Φιλελευθέρων ήταν να οδηγήσει τις εξελίξεις σε μια κατεύθυνση συνδιαλλαγής με τους μοναρχικούς (έστω και αν δεν είχαν εκπροσώπους στο κοινοβούλιο), με την εφαρμογή της πολιτικής τής συμφιλίωσης, η οποία όμως, εκτός από την αμνήστευση των κινηματιών του Οκτωβρίου του 1923, ενείχε και τη διατήρηση της βασιλείας μέσω ελιγμών για την παράκαμψη της Εθνοσυνέλευσης.
Η πολιτική κατάσταση είχε αλλάξει, ο Βενιζέλος και η πολιτική του αμφισβητούνταν ανοιχτά στους κόλπους της ευρύτερης παράταξης των Φιλελεύθερων και Δημοκρατικών, που την προηγούμενη δεκαετία ήταν όλοι μαζί στο κόμμα των Φιλελευθέρων. Σε όλες τις συνεδριάσεις της Βουλής είχε ηχηρές αμφισβητήσεις, ενώ στις 29 Γενάρη είχε έντονη αντιπαράθεση με τον Αλ. Παπαναστασίου και αποχώρησε από την αίθουσα, όταν ο Βύρων Καραπαναγιώτης του είπε «Δεν ανήκετε στην Αριστερά, κύριε πρόεδρε», μέσα σε γέλια πληρεξουσίων. Την επομένη, παραιτήθηκε και ορκίστηκε πρωθυπουργός ο Καφαντάρης. Η Εθνοσυνέλευση με πρόταση του Καφαντάρη ενέκρινε ψήφισμα, με την απουσία της Δημοκρατικής Ενωσης και των Φιλελεύθερων Δημοκρατικών, που όριζε ότι προκηρύσσει «δημοψήφισμα περί της έκπτωσης ή διατήρησης της δυναστείας του Γεωργίου… και ότι διά Β.Δ. ήθελε ορισθεί το είδος, η έννοια του ερωτήματος, απλού ή διπλού, ο τρόπος, ο χρόνος… διεξαγωγής του δημοψηφίσματος».
Ηταν φανερό ότι χωρίς ξεκάθαρο πλαίσιο διενέργειας, καθώς άφηνε ανοιχτό ακόμη και το ζήτημα επιλογής άλλου βασιλικού οίκου, το ψήφισμα ήταν ελιγμός για τη διατήρηση της βασιλείας και όχι ουσιαστικό βήμα στην κατάργησή της, όπως φάνηκε στη συνέχεια καθώς δεν προχωρούσε άμεσα στον ορισμό ημερομηνίας διεξαγωγής.
Εκτός από τη Δημοκρατική Ενωση και η πλειοψηφία των αξιωματικών του στρατού με επικεφαλής τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο και ισχυρές προσωπικότητες από τις τάξεις του στρατού όπως ο Θ. Πάγκαλος, ο Γ. Κονδύλης, ο Α. Χατζηκυριάκος αξίωναν την άμεση κατάργηση της δυναστείας με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης. Η πίεση ήταν μεγάλη οπότε ο Καφαντάρης προτίμησε να παραιτηθεί στις 8 Μαρτίου 1924 αντί να έρθει σε ρήξη με τους αξιωματικούς, ενώ και ο Βενιζέλος, που η όλη στάση του πρόδιδε αντιφατικότητα, χωρίς συγκεκριμένη και σταθερή πολιτική, προτίμησε να φύγει στο Παρίσι. Οπως το 1920, όταν δεν εισάκουσε ούτε τον γαλλικό παράγοντα για την πολιτική αναγκαιότητα κατάργησης της μοναρχίας, έτσι και τώρα έδειξε την έντονη αμφιθυμία του απέναντι στην πολιτειακή αλλαγή.
Ο Κουντουριώτης έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στις 9 Μαρτίου στον Παπαναστασίου, 100 και πλέον βουλευτές των Φιλελευθέρων ακολούθησαν τον Σοφούλη και τον Ρούσσο και συντάχθηκαν με τον Παπαναστασίου, η κυβέρνηση του οποίου πήρε ψήφο εμπιστοσύνης στις 24 Μαρτίου και στις 25 Μαρτίου 1924 η Δ’ Συντακτική Εθνοσυνέλευση με το ιστορικό ψήφισμά της αποφασίζει ότι:
«1. Κηρύττει οριστικώς έκπτωτον την Δυναστεία των Γλυξβούργων, στερεί όλα τα μέλη αυτής παντός δικαιώματος διαδοχής επί του θρόνου και της ελληνικής ιθαγένειας και απαγορεύει εις αυτά την εν Ελλάδι διαμονή.
2. Αποφασίζει να συνταχθεί η Ελλάς εις Δημοκρατίαν κοινοβουλευτικής μορφής, υπό τον όρο εγκρίσεως αυτής υπό του λαού διά δημοψηφίσματος…»
ΦΕΚ 64 Α 25.3.1924, με τίτλο Ελληνική Πολιτεία – Εφημερίς της Κυβερνήσεως.
Το δημοψήφισμα που προκηρύχθηκε έγινε στις 13.4.1924, με μαζική συμμετοχή, και το αποτέλεσμα ήταν: υπέρ της Δημοκρατίας 758.472 (69,95%) και κατά 325.322 (30,05%).
Η νίκη της πολιτικής γραμμής του Αλέξανδρου Παπαναστασίου ήταν καθολική και ο μεγάλος ζωγράφος Παρθένης τού έστειλε δώρο έναν πίνακα που είχε ζωγραφίσει το 1910 και απεικονίζει τον Ευαγγελισμό με την αφιέρωση:
«Στον αγαπητό μου φίλο Αλ. Παπαναστασίου εις ανάμνηση της ενδόξου ημέρας 25 Μαρτίου 1924. Με αγάπη και ευγνωμοσύνη Κ. Παρθένης»
Η παλινόρθωση ως συνέπεια λαθεμένων πολιτικών των δημοκρατικών δυνάμεων
Η Δημοκρατία καταργήθηκε πραξικοπηματικά το 1935, ως συνέπεια αποτυχημένου κινήματος φιλοβενιζελικών αξιωματικών, το οποίο ενώ είχε σκοπό την προστασία του πολιτεύματος από την παλινόρθωση, έφερε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που διακήρυττε. Οι εκτιμήσεις των πρωτεργατών του ήταν λάθος, καθώς ο Τσαλδάρης για να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας είχε δηλώσει το 1933 ότι αποδέχεται το δημοκρατικό πολίτευμα, όπως καθιερωνόταν στο Σύνταγμα του 1927 και με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 1924.
Μετά όμως το ξέσπασμα του κινήματος, η κυβέρνηση Τσαλδάρη κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας και προχώρησε στη σταδιακή κατάργηση του Συντάγματος του 1927, διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε εκλογές που έγιναν στις 9 Ιουνίου 1935, με αποχή των δημοκρατικών δυνάμεων.
Στις 10 Οκτωβρίου 1935, πριν επαναλάβει τις εργασίες της η Βουλή, ο Κονδύλης έχοντας αλλάξει στρατόπεδο ανέτρεψε με πραξικόπημα τον Τσαλδάρη και ενέκρινε ψήφισμα στη Βουλή για την παλινόρθωση της μοναρχίας, απόντων των περισσότερων πληρεξούσιων, επαναφέροντας το Σύνταγμα του 1911 και προκηρύσσοντας δημοψήφισμα για τις 3.11.1935, που ήταν καταφανώς νόθο – αφού δήθεν ψήφισαν 386.383 περισσότεροι από όσους στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, όταν συμμετείχαν όλα τα κόμματα, ενώ ανακοινώθηκε αποτέλεσμα υπέρ της παλινόρθωσης 97,88%.
Ο Γεώργιος επανήλθε στη χώρα στις 25 Νοεμβρίου και καθώς στις εκλογές στις 28 Γενάρη 1936 κανένα κόμμα δεν είχε την πλειοψηφία (142 φιλελεύθεροι – 143 μοναρχικοί), ο βασιλιάς έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Δεμερτζή, που λίγο μετά απεβίωσε, οπότε έδωσε την εντολή στον Ι. Μεταξά. Στις 30 Απριλίου 1936 η Βουλή ανέστειλε η ίδια τις εργασίες της και δεν συνήλθε ποτέ αφού ο Μεταξάς κήρυξε στις 4 Αυγούστου δικτατορία. Για άλλη μια φορά η βασιλική επιλογή σωρεύει δεινά στον τόπο.
1974 – Οριστική έκπτωση της μοναρχίας
Τη δεκαετία του 1950 και ενώ ο Γεώργιος επέστρεψε το 1946 στην αρχή του Εμφυλίου και τον διαδέχθηκε τον επόμενο χρόνο ο Παύλος, και μέχρι τη χούντα του 1967, το στέμμα συμπύκνωνε την κυριαρχία του παρακράτους της Δεξιάς και αποτέλεσε τον στυλοβάτη της ξένης παρέμβασης και του αμερικανικού παράγοντα στη χώρα κατά των λαϊκών δυνάμεων.Τα αλλεπάλληλα βασιλικά πραξικοπήματα κατά της εκλεγμένης κυβέρνησης της Ενωσης Κέντρου την περίοδο 1965-67 οδήγησαν στην επιβολή της δικτατορίας. Με τη μεταπολίτευση στις 23 Ιούλη 1974 τέθηκε πάλι το πολιτειακό.
Με τη συντακτική πράξη της 1ης Αυγούστου 1974 από την κυβέρνηση Καραμανλή επανήλθε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 πλην των διατάξεων για το πολίτευμα, ενώ με τη συντακτική πράξη της 4ης Οκτωβρίου 1974 προβλέφθηκε ότι για τη μορφή του πολιτεύματος θα αποφάσιζε μετά τις βουλευτικές εκλογές ο λαός με δημοψήφισμα, που έγινε στις 8 Δεκέμβρη και το αποτέλεσμα ήταν 69,2% υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας και 30,8% υπέρ της μοναρχίας.
Πενήντα χρόνια μετά και τα ποσοστά υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας ήταν ίδια στα δύο δημοψηφίσματα του 1924 και του 1974, 70% έναντι 30% των βασιλοφρόνων. Η κυβέρνηση δεν πήρε επίσημα θέση, αλλά ήταν γνωστή η προσωπική στάση του Καραμανλή απέναντι στη μοναρχία. Αλλωστε δεν έδωσε το ελεύθερο στον έκπτωτο να έρθει στη χώρα μετά την πτώση της χούντας, ούτε για να κάνει προεκλογικό αγώνα. Η ηγεσία του στη δεξιά παράταξη έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οριστική έκπτωση της βασιλείας, ενώ εξαφάνισε οριστικά τη συζήτηση γι’ αυτήν από την πολιτική ζωή της χώρας μετά το 1974, σε αντίθεση με όσα ακολούθησαν την πρώτη έξωση του στέμματος το 1924. Εξαίρεση η στάση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με την έκφραση unfair σε συνέντευξη το 1988, ενώ το 1992 επέτρεψε στον Γκλίξμπουργκ να αδειάσει το Τατόι.
Πενήντα χρόνια μετά την πρώτη έκπτωση του βασιλικού οίκου, η πολιτική ζωή στη χώρα επιτέλους ανέπνευσε οριστικά, χωρίς την ανακτορική χειραγώγηση, καταπίεση και ποδηγέτηση που επισώρευσε μόνο δεινά στη χώρα, με μεγαλύτερο την καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού.
Είναι καιρός να μετονομαστούν δύο μεγάλες λεωφόροι της Αθήνας, που αδόκιμα φέρουν ονόματα της δυναστείας, με τα ονόματα των δύο πρωθυπουργών του 1924 και του 1974: η Β. Σοφίας σε Αλέξανδρου Παπαναστασίου και η Β. Κωνσταντίνου σε Κωνσταντίνου Καραμανλή.
*Νομικός, οικονομολόγος, ιστορικός ερευνητής
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας