Το μεγαλύτερο και πιο αιματηρό «μπλόκο» που έγινε σε ελληνική συνοικία στη διάρκεια της Κατοχής από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους προσπάθησε να «σβήσει» από τη συλλογική μνήμη το μεταπολεμικό κράτος, αρχικά αγνοώντας το και στη συνέχεια, στη διάρκεια της χούντας, παραχαράσσοντας την Ιστορία!
Ομως, ο λαός ακύρωσε αυτές τις προσπάθειες και κράτησε «ζωντανό» το «Μπλόκο της Κοκκινιάς», τιμώντας τους δεκάδες νεκρούς του και τους αγώνες ενάντια στον ναζισμό και τον φασισμό. Σύμφωνα με έναν ιστορικό του Δήμου Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη για τη «μαύρη μέρα» της 17ης Αυγούστου 1944, το σύνολο των νεκρών ξεπερνάει τους 200.
Απ’ αυτούς οι 74 πατριώτες, ανάμεσά τους και δύο γυναίκες, η ηρωική αντάρτισσα Διαμάντω Κουμπάκη και η 17χρονη Αθηνά Μαύρου, εκτελέστηκαν στη μάντρα, στην Οσία Ξένη, αφού πρώτα βασανίστηκαν απάνθρωπα για να προδώσουν άλλους συντρόφους τους. Αλλοι 42 ή 46 εκτελέστηκαν στα Καμένα, στη συμβολή των οδών Ακροπόλεως και Αρτέμιδος και σύμφωνα με μαρτυρία του καπετάνιου του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ Σπ. Κωτσάκη (Νέστορα) άλλοι 40 εκτελέστηκαν στο Σχιστό.
«Αφού τους εκτέλεσαν με ριπές, τους έριξαν βενζίνη και τους έκαψαν. Πολλούς μισοζώντανους», ανέφερε ο ίδιος, ενώ άγνωστος είναι ο αριθμός αυτών που εκτελέστηκαν στο σπίτι τους ή έπεσαν σε μάχες εκείνης της ημέρας σε διάφορα σημεία της πόλης.
Στον θλιβερό απολογισμό δεν έχουν προστεθεί αυτοί που έχασαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας, όπου οδηγήθηκαν ως όμηροι. Αρχικά, ένας μεγάλος αριθμός ανδρών, κατ’ άλλες πηγές 1.300 («Ριζοσπάστης» 17.8.1947), κατ’ άλλες πολύ περισσότεροι (3.000 σύμφωνα με γερμανικά αρχεία, περισσότεροι από 6.000 από άλλα στοιχεία) οδηγήθηκαν στο Χαϊδάρι. Από εκεί ένας μεγάλος αριθμός 1.000 ή και περισσότεροι μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για να χρησιμοποιηθούν ως εργατικά χέρια για τις πολεμικές ανάγκες των ναζί και είναι άγνωστο πόσοι επέστρεψαν…
Οι μαρτυρίες επιζησάντων από την κόλαση που δημιούργησαν οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους, ταγματασφαλίτες και άλλοι, από τους οποίους πολλοί βρήκαν, μεταπολεμικά, θέση στον «εθνικό στρατό», συγκλονίζουν.
«Θάτανε γύρω στις 4 τα χαράματα όταν πάνω από 4.000 Γερμανοί, τσολιάδες και χαφιέδες πιάσανε όλα τα περάσματα. Κύκλωσαν την Κοκκινιά», θυμόταν ο αγωνιστής Μανόλης Βαφείδης σε ένα συγκλονιστικό αφιέρωμα μνήμης, που είχε δημοσιεύσει στον «Ριζοσπάστη» (φ. 24.8.1980, σελ. 14) ο αξέχαστος δημοσιογράφος, αντιστασιακός Νίκος Καραντηνός.
Το Μπλόκο της Κοκκινιάς ήταν μια οργανωμένη στρατιωτική επιχείρηση, στο πλαίσιο συντονισμένης προσπάθειας των γερμανικών αρχών και της δωσιλογικής κυβέρνησης Ράλλη να εξουδετερώσουν τους ισχυρούς θύλακες αντίστασης στην περιοχή της πρωτεύουσας, όπου κυριαρχούσαν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ.
Είχε προηγηθεί, τον Μάρτιο του 1944, μια τριήμερη μάχη στην Κοκκινιά, στην οποία οι μαχητές του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ παρά τις δυσκολίες και την έλλειψη πυρομαχικών κατάφεραν, με τη βοήθεια του λαού, να αποκρούσουν τις δυνάμεις των ναζί και των συνεργατών τους.
Σύμφωνα με ιστορικούς, η κτηνωδία του μπλόκου αποτελούσε μέρος των αντιποίνων για την ντροπιαστική ήττα που υπέστησαν οι Γερμανοί τον Μάρτιο.
Ο Μανόλης Βαφείδης μιλώντας στον Νίκο Καραντηνό είχε πει ότι από πολλές μέρες κυκλοφορούσαν φήμες πως θα γινόταν μπλόκο στην Κοκκινιά. Ετσι ο κόσμος είχε σκορπίσει. Αλλοι στην Αθήνα, άλλοι στον Πειραιά. Κι άλλοι σε άλλες γειτονιές. Τράβηξαν όμως οι μέρες. Κι ο κόσμος ξαναγύρισε στα σπίτια του.
Ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο γίνεται μια πρώτη προσπάθεια ταγμάτων ασφαλείας και αστυνομικών της Ειδικής Ασφάλειας Πειραιά να μπουν στην Κοκκινιά από τα Μανιάτικα του Πειραιά.
«Τα παιδιά του ΕΛΑΣ Κιλικιανών πιάνουν τα όπλα και τους αντιμετωπίζουν δυναμικά. Στην οδό Τζαβέλλα, στην Π. Ράλλη οι μάχες ανάβουν για καλά. Ο λαός σύσσωμος βοηθάει τους μαχητές ΕΛΑΣίτες που κυνηγούν τους τσολιάδες στα στενά. Η μάχη κράτησε μέχρι το μεσημέρι» (Δημ. Λιάτσος, εφημ. «Ριζοσπάστης» 17.8.1978, σελ. 4).
Οι μάχες συνεχίστηκαν σποραδικά το απόγευμα της ίδιας μέρας και την επόμενη.
Ομως, τα ξημερώματα της 17ης Αυγούστου ξεκίνησε ο εφιάλτης. «Πέφτουν φωτοβολίδες. Ακούγονται ριπές πολυβόλων. Η Κοκκινιά ξυπνάει βαθιά χαράματα. Αυτοί που λόγω της δουλειάς τους είχαν νωρίς ξεκινήσει γυρίζουνε πίσω γιατί οι δρόμοι ήταν μπλοκαρισμένοι», είχε πει ο Μ. Βαφείδης.

Δεκάδες οχήματα, καμιόνια και μοτοσικλέτες, περικύκλωσαν την Κοκκινιά από τα βόρεια του Κορυδαλλού, πίσω από το Γ’ Νεκροταφείο και κατά μήκος της οδού Θηβών, κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής.
«Υστερα από λίγο ακούγονται τα χωνιά που μ’ αυτά οι Γερμανοί και οι τσολιάδες καλούσανε όλους τους Κοκκινιώτες, τους άντρες από 14 ώς 60 χρονών να παρουσιαστούνε με τις ταυτότητές τους στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Για όσους δεν θα παρουσιάζονταν και θα τους έβρισκαν στο σπίτι απειλούσαν να κάψουν το σπίτι και να τους εκτελέσουν. Η πλατεία γέμισε “φίσκα”. (…) Φυσικά πολλοί αγωνιστές δεν πήγαν, κρύφτηκαν όπως μπορούσαν. Η Οργάνωση είχε δώσει εντολή να μην πάνε», είχε πει ο Μ. Βαφείδης.
Οι συγκεντρωμένοι υπολογίζεται ότι ήταν 6.000-8.000. Χωρίστηκαν σε πεντάδες με κενά μεταξύ τους, έτσι ώστε οι κουκουλοφόροι να υποδεικνύουν ποιος θα θανατωθεί. Περιφέρονταν ανάμεσα στους κρατούμενους και υποδείκνυαν στους Γερμανούς αγωνιστές, κομμουνιστές και μη, προς εκτέλεση (Πηγή: Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ιωάννη Ρέντη).
Πρώτος που έπεσε νεκρός ήταν ο παλαίμαχος αγωνιστής Αντώνης Χατζηευστρατίου.
Ακολούθησαν καθ’ υπόδειξη των καταδοτών όλα τα στελέχη των ένοπλων οργανώσεων: ο λοχαγός του ΕΛΑΣ και γραμματέας της ΚΟΒ Κιλικιανών Απόστολος Χατζηβασιλείου, ο γραμματέας της ΚΟΒ Κοκκινιάς (και αρχηγός της ΟΠΛΑ) Παναγιώτης Ασμάνης, οι μαχήτριες Διαμάντω Κουμπάκη και Αθηνά Μαύρου κ.ά.
Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία που καταγράφτηκε, λίγα χρόνια αργότερα, για τη στάση του Χατζηβασιλείου («Αυγή», φ. 24.8.1952):
«Στην πλατεία η “μάσκα” συνεχίζει το έργο της. Ενας Γερμανός προχωρεί, τραβά την ξιφολόγχη του και βγάζει το μάτι του Αποστόλη Χατζηβασιλείου.
Ο κόσμος ριγά. Μερικοί σκύβουν τρομαγμένοι τα κεφάλια. Μα ο Αποστόλης δεν προδίδει. Σκεπάζει με το χέρι του το βγαλμένο του μάτι και ενώ τα αίματα του γεμίζουν το πρόσωπο και τα ρούχα, σηκώνει το κεφάλι και φωνάζει: “Σηκώστε τα κεφάλια σας! Μη φοβάστε. Δεν πρόκειται να μαρτυρήσω κανένα”».
Οι εκτελέσεις, τα βασανιστήρια, οι λεηλασίες σπιτιών -πάνω από 170 σπίτια καταστράφηκαν- και οι συλλήψεις συνεχίστηκαν όλη τη μέρα σε διάφορες γειτονιές, με αποτέλεσμα πολλοί να λένε ότι είχε σχηματιστεί ένα ματωμένο ποτάμι από την πλατεία Οσίας Ξένης μέχρι το Γ’ Νεκροταφείο.
Περίπου στις 6 το απόγευμα το μακελειό είχε σταματήσει και μια τεράστια φάλαγγα ομήρων πήρε τον δρόμο προς το Χαϊδάρι, ενώ στην πόλη είχε ξεσπάσει ένας απέραντος θρήνος απ’ αυτούς που είχαν μείνει πίσω.
Η πρώτη αντίδραση σε αυτό το έγκλημα εκδηλώθηκε στις 24 Αυγούστου, οπότε ύστερα από κάλεσμα του ΚΚΕ και του ΕΑΜ έγινε μια μεγάλη απεργία, που «νέκρωσε» την Αθήνα και τον Πειραιά καθώς έμειναν κλειστά τα εργοστάσια, τα καταστήματα και τα γραφεία.
Στις συνοικίες έγιναν διαδηλώσεις. Ο ΕΛΑΣ κατέβηκε προς το κέντρο της πόλης. «Ο εχθρός οργάνωσε επιδρομή στις συνοικίες, αλλά συνάντησε την ηρωική αντίσταση του ΕΛΑΣ και του λαού κι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την προσπάθειά του, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πάνω από 40 νεκρούς. Ο ΕΛΑΣ έχασε στις συγκρούσεις αυτές 15 μαχητές» (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Α’ Τόμος, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2008, σελ. 479).
Επίσης, στις 24 Σεπτεμβρίου 1944 στο 40ήμερο μνημόσυνο συγκεντρώθηκαν χιλιάδες λαού. Ομως, μετά τη δέηση νέα γερμανικά πυρά από πολυβολείο, που είχε στηθεί στον Καραβά σκόρπισε τον θάνατο.
Οπως έγραψε ο «Ριζοσπάστης» (3.10.1944), σκοτώθηκαν 10 άτομα και τραυματίστηκαν 35.
Δύο χρόνια αργότερα, οπότε εκδόθηκε η δικαστική απόφαση για τους πρωταγωνιστές του μπλόκου, απαγορεύθηκε από την Αστυνομία η τέλεση μνημόσυνου στη μάντρα της Οσίας Ξένης.
Οι απαγορεύσεις συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια. Ομως, το 1952, ο λαός αγνόησε την αστυνομική απαγόρευση και στις 24 Αυγούστου, συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου μέσα και έξω από τον ναό της Οσίας Ξένης, όπου τέλεσε μνημόσυνο ο Δήμος Νίκαιας, στο οποίο παρέστησαν οι στρατηγοί του ΕΑΜ Σαράφης, Μάντακας και Γρηγοριάδης.
Την ίδια χρονιά, η δημοτική αρχή του Δημήτρη Καρακουλουξή αποφάσισε να ανεγερθεί μνημείο για τους εκτελεσθέντες.
Αρχικά, τοποθετήθηκε μια πλάκα που ανέφερε ότι «εδώ οι Γερμανοί κατακτητές εκτέλεσαν Ελληνες πατριώτες» και το 1956 έγιναν τα αποκαλυπτήρια μνημείου το οποίο φιλοτέχνησε ο Γιώργος Ζογγολόπουλος.
Η Νίκαια θεωρείται ότι υπήρξε η μόνη αριστερή συνοικία στην οποία ανεγέρθηκε μνημείο πεσόντων πολέμου την πρώτη μεταπολεμική περίοδο.
Αυτές και άλλες πρωτοβουλίες κράτησαν «ζωντανό» το Μπλόκο της Κοκκινιάς αν και η δικτατορία της 21ης Απριλίου προσπάθησε να παραχαράξει την Ιστορία, αποσιωπώντας τη συμμετοχή των ταγματασφαλιτών και προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι οι κουκουλοφόροι καταδότες ήταν εντεταλμένα μέλη του ΚΚΕ και τα θύματα «αθώοι εθνικόφρονες πολίτες της Νίκαιας».
Ωστόσο, όλα αυτά δεν έσβησαν από τη συλλογική μνήμη την αλήθεια. Ετσι, η πρώτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ επέλεξε τη 17η Αυγούστου του 1982 ως ημέρα έναρξης της Ολομέλειας της Βουλής για την ψήφιση του νόμου για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και το 1986 ο χώρος αναγνωρίστηκε ως «τόπος μνήμης» στον οποίο και εγκαινιάστηκε η «Μάντρα Μπλόκου Κοκκινιάς».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας