Θα παρατηρήσει κάποιος ότι επειδή το τελευταίο διάστημα υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι από κυβερνητικής πλευράς έχουν παραβιαστεί, προς ίδιον όφελος, πλείστα άρθρα του Ποινικού Κώδικα, έχει τεθεί το ζήτημα της έννοιας «κράτος δικαίου» και αν η Ελλάδα ανήκει σε αυτήν την κατηγορία κρατών, εξαιτίας κυρίως των επισημάνσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαίας εισαγγελέως. Στις επισημάνσεις αυτές έσπευσαν να απαντήσουν ο Αρειος Πάγος, ενώσεις δικαστών και εισαγγελέων και καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου. Ας δούμε λοιπόν σε συντομία πώς έχει διαμορφωθεί και τι σημαίνει σήμερα η έννοια «κράτος», τι σημαίνει «κράτος δικαίου» και ποιος είναι αυτός που πρέπει να κρίνει αν ένα κράτος είναι και κράτος δικαίου.
Κάποτε, στα φοιτητικά μου χρόνια τη δεκαετία του 1970, ο όρος αντικρατιστής χρησιμοποιείτο από την αστυνομία και το πολιτικό σύστημα για να χαρακτηρίσει τους αναρχικούς οι οποίοι τότε εμπνέονταν από τις ιδέες του Προυντόν και του Μπακούνιν, ενώ τώρα από τον πεσιμιστικό μηδενισμό τού «γαία πυρί μιχθήτω». Τότε η Ευρώπη ζούσε την τελευταία δυνατή αναλαμπή του φωτός της τριακονταετίας 1945-1975, λίγο πριν αυτό σβήσει για πάντα. Ηταν η περίοδος που το ευρωπαϊκό ιδεώδες ήταν απόλυτα συνδεδεμένο με την έννοια του κράτους ως ρυθμιστή και εγγυητή κάθε δραστηριότητας, ιδιαίτερα όλων των θεμάτων που είχαν να κάνουν με την ευημερία των πολιτών. Η δημόσια υγεία και η παιδεία, οι ενεργειακοί πόροι, οι τέχνες, η διανόηση απολάμβαναν τις τιμές που τους αναλογούσαν, από το σύνολο των κοινωνιών οι οποίες προέτασσαν την αρχή της προστασίας των πολιτών τους από την κρατική αυθαιρεσία και τη βουλιμία των αγορών. Την ίδια δεκαετία όμως στην Αμερική και στη Βρετανία είχε αρχίσει να νεκρανασταίνεται το εξάμβλωμα που αποκυήθηκε μετά το πάντρεμα του αυταρχικού Κράτους Λεβιάθαν του Τόμας Χομπς με το δόγμα της ελευθερίας των αγορών του Ανταμ Σμιθ, το οποίο εμπλούτισε με φιλοσοφικά και ιδεολογικά εργαλεία τη Βρετανία ώστε να γίνει η μεγαλύτερη αυτοκρατορία και να γεμίσει τα σεντούκια της με χρήμα και κάθε λογής αγαθά αποκτημένα από το δουλεμπόριο και την εκμετάλλευση των λαών των αποικιών της. Παράλληλα, μέσα από αυτή την επικερδή πολιτική, άρχισε να δημιουργείται σε ΗΠΑ και Βρετανία το δόγμα W.A-S.P., που σημαίνει White, Anglo-Saxon, Protestant, δηλαδή «Λευκός, Αγγλοσάξονας, Προτεστάντης», το οποίο έκτοτε διαμορφώνει το ιστορικό γίγνεσθαι.
Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε δειλά στην αρχή, με τη διαβόητη Σχολή του Σικάγου, και στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας σαν πειραματόζωο τη Χιλή του Πινοτσέτ, οδηγήθηκε με τη συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών και του πεινασμένου (εξαιτίας των μέχρι τότε κεϊνσιανών ρυθμιστικών νομοθεσιών) κορπορατικού κεφαλαίου σε αντικρατιστικό παροξυσμό. Και αυτό έγινε αμέσως μετά την άνοδο στην εξουσία στις δύο κατ’ εξοχήν αγγλοσαξονικές χώρες Βρετανία και ΗΠΑ της φίλης και θαυμάστριας του Πινοτσέτ, Μάργκαρετ Θάτσερ, και του Ρόναλντ Ρίγκαν αντίστοιχα, οπότε ο νεοφιλελευθερισμός επιβλήθηκε έκτοτε ως το κυρίαρχο οικονομικοπολιτικό δόγμα και καταλήξαμε σε αυτό που περιγράφει η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της με τίτλο «Το Δόγμα του Σοκ. Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής» (Εκδόσεις Λιβάνη).
Αυτή ήταν η ιστορική φάση όπου το κράτος, όπως το ξέραμε μέχρι τότε, αναγκάστηκε να παραχωρήσει όλες τις αρμοδιότητες που αφορούσαν τον κοινωνικό χαρακτήρα του -τις οποίες οι νεοφιλελεύθεροι ονόμασαν απαξιωτικά κρατισμό- σε κορπορατικές οντότητες και να κρατήσει για τον εαυτό του το χομπσιανό κομμάτι, δηλαδή το Κράτος Λεβιάθαν, το οποίο σαν αποστολή έχει την ασφάλεια, την άμυνα και την αστυνόμευση, δηλαδή το κατασταλτικό. Το δε οικονομικό κομμάτι -πλην της φορολογίας, η οποία πλέον θα παίξει τον ρόλο του αιμοδότη του κορπορατικού κεφαλαίου- εκχωρήθηκε αυτούσιο στις τράπεζες και στα κορπορατικά μεγαθήρια με τη δικαιολογία του «laissez faire». Με λίγα λόγια, το κράτος έγινε εκούσια ο de facto βασάλος των κορπορατικών συμφερόντων. Ο δε όρος «αντικρατιστής» αφαιρέθηκε από τους αναρχικούς, οι οποίοι πλέον ονομάζονται μπαχαλάκηδες, τρομοκράτες, χούλιγκαν, και αποδόθηκε ως τιμητικός τίτλος στα golden boys της οικονομίας-καζίνο.
Για να καταλήξουμε όμως στο αυταρχικό προς τους πολίτες του και δουλικό στους εργοδότες του Κράτος Λεβιάθαν, χρειάστηκε εκτός από de facto βασάλος να γίνει και de jure. Οπότε έπρεπε να αλλάξουν και πολλές από τις προνοιακές νομοθεσίες, να απορρυθμιστούν οι εργασιακές σχέσεις, να περιοριστούν τα δικαιώματα, να χειραγωγηθούν και στη συνέχεια να απαξιωθούν τα συνδικάτα, να καταργηθεί η βασική αρχή της αναλογικότητας στα φορολογικά βάρη και το κυριότερο, να θεσμοθετηθεί η αποξένωση του πολίτη από τα δημόσια αγαθά μέσω της ιδιωτικοποίησής τους. Κατά συνέπεια, το κράτος, εκτός από την αλλοίωση της προνοιακής υπόστασής του, υπέστη και ανάλογη αλλοίωση της δικαιικής του υπόστασης. Και καταλήγοντας αυτό το νέο είδος κράτους σε καθεστώς δημοκρατικής αναξιοπιστίας, εφηύρε τα λεγόμενα θεσμικά αντίβαρα, όπως ανεξάρτητες αρχές, μη κυβερνητικές οργανώσεις, εποπτικές αρχές, επιτροπές κάθε μορφής, γραμματείες και πλήθος άλλων μη αιρετών ανεξέλεγκτων και κατά κανόνα αναποτελεσματικών γραφειοκρατικών μηχανισμών, ώστε να τα επικαλείται όποτε εγκαλείται και να μεταφέρει ανέξοδα το βάρος των ευθυνών του στα αντίβαρα, τα οποία, όταν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο δεν μπορεί να τα ελέγξει, τα απαξιώνει.
Αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι, ηθελημένα ή μη, συγχέουμε τις έννοιες «κράτος δικαίου» και «δικαιοσύνη», ενώ είναι δύο τελείως διαφορετικές οντότητες. Διότι κράτος είναι το σύνολο των διοικητικών λειτουργιών μιας χώρας με υπεύθυνο συντονιστή την κυβέρνηση, εξαιρουμένων των νομοθετών και της Δικαιοσύνης, όπου οι μεν νομοθέτες έχουν την αρμοδιότητα της θέσπισης κανόνων λειτουργίας της πολιτείας, η δε Δικαιοσύνη τον έλεγχο εφαρμογής αυτών των κανόνων από τους πολίτες και από το κράτος. Ο δε σεβασμός στους κανόνες αυτούς και η εφαρμογή τους με συνέπεια και αμεροληψία από το κράτος λέγεται «κράτος δικαίου». Θα πρέπει λοιπόν η ελληνική Δικαιοσύνη να πάψει να γκρινιάζει όταν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αμφισβητούν την αξιοπιστία του κράτους δικαίου, θεωρώντας ότι παρεμβαίνουν στο έργο της, και αντί να δικαιολογεί το φαύλο κρατικό σύστημα, να επιτελέσει το ελεγκτικό έργο της και να αφουγκραστεί τη φωνή όλων αυτών που την καλούν να σταθεί με θάρρος στο ύψος των εκάστοτε συνθηκών και περιστάσεων, φέρνοντας ενώπιόν της κάθε έκνομη κρατική παραβατικότητα. Διότι, με την ενδοτική στις κυβερνητικές πιέσεις στάση της και την ανάληψη αυτοβούλως του ρόλου του συνηγόρου της εκάστοτε συμπολίτευσης, το μόνο που πετυχαίνει είναι η αυτοενοχοποίησή της και η εξώδικη ομολογία της ότι αποτελεί ένα από τα συγκοινωνούντα δοχεία όπου τα διαπλεκόμενα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα κατορθώνουν να ξεγλιστρούν και να διαφεύγουν τον έλεγχο.
Θα πρέπει όλοι μας να καταλάβουμε, ιδιαίτερα η ακαδημαϊκή κοινότητα, οι νομικοί και οι δημόσιοι λειτουργοί, ότι το κράτος δικαίου δεν είναι έννοια που η ουσία της καθορίζεται μόνο από τα κριτήρια που θέτουν οι διεθνείς συμβάσεις ή η Επιτροπή της Βενετίας (όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ενωση). Τα στοιχειώδη αυτά κριτήρια, για παράδειγμα, ανόθευτες και τίμιες εκλογές, αμερόληπτες αρχές, απαγόρευση παρακολούθησης της ζωής των πολιτών, μη παραβίαση των προσωπικών δεδομένων τους, είναι τα ελάχιστα προαπαιτούμενα μιας συντεταγμένης πολιτείας γιατί χωρίς αυτά δεν είναι πολιτεία δικαίου, είναι ο κόσμος του Οργουελ.
Κράτος δικαίου είναι εκείνο το κράτος στο οποίο η Δικαιοσύνη, ως έννοια και πραγματικότητα, ισχύει και εφαρμόζεται ισότιμα σε όλους τους πολίτες και η απόφανση εκείνων περί κράτους δικαίου -και αν αυτό υπάρχει ή δεν υπάρχει- έχει σημασία και όχι η γνώμη επιτροπών ή διαφόρων εντύπων* σε σύγκριση με άλλες κοινωνίες και άλλα κράτη, αν π.χ. η Ελλάδα είναι κράτος δικαίου καλύτερο από τη Βουλγαρία ή την Πολωνία ή χειρότερο από την Ολλανδία ή τη Γερμανία. Το αν μια χώρα είναι κράτος δικαίου ή όχι πρέπει και οφείλουν να το κρίνουν και να το χαρακτηρίζουν οι πολίτες της.
*Αναφέρομαι στην Επιτροπή της Βενετίας (δες εφημ. «Καθημερινή», 28/3/2024, σελ. 5, άρθρο του Νίκου Αλιβιζάτου) και στη λίστα του Economist (δες σχετικά την ιδιαίτερα κατατοπιστική ανάλυση του Σωτήρη Βαλντέν στην «Εφ.Συν.», 19/3/2024)
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας