Στις 8 Απριλίου, με κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Δικαιοσύνης και Αμυνας, συστήθηκε επιτροπή με τον γενικό σκοπό της αναδιάρθρωσης της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης και ουσιαστική αποστολή τη συγχώνευση 40 στρατιωτικών δικαστών στον εισαγγελικό κλάδο και μάλιστα σε όλες του τις βαθμίδες.
Ο χρονικός ορίζοντας της λειτουργίας της επιτροπής αυτής, μέχρι τις 2 Μαΐου, στην οποία μετέχουν επιφανείς δικαστές από διαφόρους κλάδους, εισαγγελείς και νομικοί, καταδεικνύει ότι η λειτουργία της για ένα τόσο ακανθώδες νομικό ζήτημα έχει χαρακτήρα περισσότερο επικυρωτικό μιας ήδη ειλημμένης απόφασης και λιγότερο μιας επί της ουσίας επεξεργασίας που θα απαιτούσε σίγουρα αρκετό χρόνο, λαμβανομένων υπόψη και των ενδιάμεσων διακοπών του Πάσχα.
Τι είναι όμως αυτό ακριβώς που καλούνται τα μέλη να συζητήσουν, όταν το Σύνταγμα στο άρθρο 88 παρ. 6 προβλέπει τη ρητή απαγόρευση της μετάταξης δικαστικών λειτουργών από τον έναν κλάδο στον άλλο, και μάλιστα στο άρθρο που κατοχυρώνει συνταγματικά την ανεξαρτησία των δικαστών και εισαγγελέων;
Μπορεί το ζήτημα αυτό να λυθεί με μια απλή γνωμοδότηση, έστω και αν σε αυτή μετέχουν εγνωσμένου κύρους νομικοί; Αν υπάρχει πολιτική βούληση για μια τέτοια συγχώνευση των δύο κλάδων, αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο ύστερα από μία συνταγματική αναθεώρηση της συγκεκριμένης ρητής συνταγματικής διάταξης, στην οποία μάλιστα περιλαμβάνεται ρητή ερμηνευτική δήλωση που αφορά την υπηρεσιακή κατάσταση των ειρηνοδικών, των οποίων και η ενσωμάτωση στην πολιτική δικαιοσύνη προσφάτως έλαβε χώρα.
Δυστυχώς, μετά την πολυσυζητημένη γνωμοδότηση Αλιβιζάτου σχετικά με το άρθρο 86 του Συντάγματος και την ευθύνη υπουργών, η οποία επικρίθηκε ως contra legem από το σύνολο σχεδόν του νομικού κόσμου, διαπιστώνεται μια τάση για διαρκή απονοηματοδότηση των ρητών συνταγματικών διατάξεων, στο όνομα μιας βολικής κατά περίπτωση επιστημονικής προσέγγισης και επί τη βάσει του αξιώματος κάθε άποψη είναι σεβαστή. Φυσικά και κάθε επιστημονική άποψη είναι σεβαστή, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ότι κάθε άποψη που παραβιάζει τη λογική και τη σαφήνεια ενός νομικού κειμένου και δη της περιωπής του Συντάγματος μπορεί να τυγχάνει εφαρμογής, καταστρατηγώντας πρωτίστως το γράμμα του και δευτερευόντως το πνεύμα του.
Αξιολόγηση
Η καθιέρωση της λειτουργίας της Εθνικής Σχολής Δικαστών από τη δεκαετία του 1990 θεωρήθηκε μεγάλη κατάκτηση για το δικαστικό σώμα. Η διαρκής αξιολόγηση και η μετά από κρίση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου προαγωγή των δικαστικών και των εισαγγελικών λειτουργών εν προκειμένω είναι στοιχεία εκ των ων ουκ άνευ για τη διατήρηση υψηλής ποιότητας στο δικαστικό και εισαγγελικό σώμα. Διερωτάται κανείς πώς θα γίνει ενσωμάτωση των στρατιωτικών δικαστών στο εισαγγελικό σώμα και μάλιστα, όπως φημολογείται, με κατανομή τους σε όλες τις βαθμίδες, χωρίς προηγούμενη κρίση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, δηλαδή χωρίς εκθέσεις επιθεώρησης, όταν το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρούνται παραλείψεις στις προαγωγές ικανών λειτουργών της Δικαιοσύνης, με το επιχείρημα ότι δεν διαθέτουν αρκετές εκθέσεις επιθεώρησης, επειδή υπηρέτησαν σε θέσεις που το ίδιο το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο τους τοποθέτησε;
Πέραν των άλλων, όμως, υπάρχει και ο παράγοντας «κακής» ψυχολογίας, που διαμορφώνεται ήδη από αυτήν τη fast track διαδικασία. Η ενσωμάτωση αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα τη σοβαρή καθυστέρηση στις προαγωγές των εισαγγελικών λειτουργών, που ήδη παραμένουν επί πολλά έτη στον ίδιο βαθμό. Η στασιμότητα αυτή λειτουργεί ως υπηρεσιακή κόπωση, που αποθαρρύνει τους εισαγγελικούς λειτουργούς, με αναμφίβολες επιπτώσεις στον υπηρεσιακό ζήλο και διάθεση, αφού η προσωπική υπηρεσιακή εξέλιξη, που έρχεται ως επιβεβαίωση χρόνιας προσπάθειας κατάκτησης της αριστείας, συνιστά κίνητρο αποδοτικότητας.
Η αντίληψη που γοργά πλέον εμπεδώνεται όχι μόνο στον λαό αλλά και στους επαΐοντες, ότι το Σύνταγμα είναι κάτι τόσο ρευστό και τόσο εύκολα παραβιάσιμο, οδηγεί το θεμελιώδες νομικό κείμενο, το κοινωνικό αυτό συμβόλαιο του Ρουσό, στο ράφι, στερώντας του κάθε ζωντάνια και λειτουργικότητα. Ο όρκος στο Σύνταγμα καθίσταται πλέον άνευ περιεχομένου, αφού μετατρέπεται από ένα υψίστης σημασίας νομικό κείμενο σε ένα γενικόλογο συνονθύλευμα αρχών, χωρίς καμία δεσμευτικότητα, ευεπίφορο σε πολλαπλές contra legem ερμηνείες με ισάξια ισχύ.
Η παράκαμψη της Εθνικής Σχολής Δικαστών και η ενδεχόμενη υπολειτουργία της για τα επόμενα χρόνια, αφού στο εγγύς τουλάχιστον μέλλον θα έχουν καλυφθεί οι ανάγκες του κλάδου από τους στρατιωτικούς δικαστές, συνιστά έμπρακτη υποβάθμισή της αλλά και εν τοις πράγμασι απαξίωση του κόπου τόσων ανθρώπων που έδωσαν μεγάλο αγώνα για να εισαχθούν σε αυτήν.
Ερωτήματα
Η νοοτροπία των στρατιωτικών δικαστών σίγουρα δεν είναι η αναμενόμενη για ένα σύγχρονο εισαγγελικό σώμα. Οι αναμνήσεις των βασιλικών επιτρόπων δεν είναι τόσο μακρινές και σίγουρα η πορεία που διανύθηκε από την εποχή εκείνη έως σήμερα για τη διαμόρφωση ενός ανεξάρτητου εισαγγελικού κλάδου είναι μεγάλη, για να ακυρωθεί από μία γνωμοδότηση μιας Επιτροπής. Είναι να διερωτάται κανείς αν πρόκειται περί συγχώνευσης της στρατιωτικής δικαιοσύνης στο εισαγγελικό σώμα ή για το αντίθετο. Και μόνο η υπογραφή της κοινής υπουργικής απόφασης από τον υπουργό Αμύνης για ζήτημα που αφορά τη λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών κατά το Σύνταγμα ανασύρει δυστυχώς μνήμες που όλοι θα ήθελαν να αφήσουν πίσω.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας