Σίγουρα ήταν η εποχή. Μία πολιτιστική και πολιτική έκρηξη συντάραζε την Ευρώπη, την Αμερική κι όλο τον κόσμο. Η τέχνη και η ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα είχαν σφιχταγκαλιαστεί και έσερναν σ’ έναν ηρωικό χορό τις νεολαίες από την Ιαπωνία στην Ουρουγουάη και από το Μπέρκλεϊ στην Πράγα. Μάης 1968, πόλεμος Βιετνάμ, Τσε Γκεβάρα, Τουπαμάρος και Μαύροι Πάνθηρες, Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο και Αλιέντε.
Κι αυτά τα αιματηρά γεγονότα σ’ ένα ντεκόρ όπου οι χίπις και η ψυχεδέλεια, οι Μπιτλς και ο Μπομπ Ντίλαν, η Τζόαν Μπαέζ και οι Ρόλινγκ Στόουνς έκαναν τη δικιά τους επανάσταση μαζί με τους Πινκ Φλόιντ, τους Ντορς, τον Χέντριξ και την Τζόπλιν. Οι Κάντρι Τζο εντ δε Φις στην αρχή ονομάζονταν Κάντρι Μάο εντ δε Φις, παίρνοντας το όνομά τους από ένα ρητό του Μάο: «Ο επαναστάτης πρέπει να κινείται μέσα στην κοινωνία σαν το ψάρι μέσα στη θάλασσα». Και οι Ρόλινγκ Στόουνς τραγουδούσαν στο «Στριτ Φάιτιν Μαν»: «Ναι! Νομίζω ότι είναι η κατάλληλη ώρα για βίαιη επανάσταση, γιατί εκεί όπου ζω το παιχνίδι που παίζουν είναι η συμβιβαστική λύση»!
Το Woodstock στους ελληνικούς κινηματογράφους δεν αφέθηκε να προβληθεί περισσότερο από την πρεμιέρα στο «Παλλάς» το 1970, γιατί όταν ακούστηκε το τραγούδι Freedom (Ελευθερία) έγινε ο «χαμός». Διακοπή προβολής έγινε και στο έργο «Φράουλες και Αίμα», ενώ το «Ζαμπρίσκι Πόιντ», παρ’ όλη την ανατρεπτικότητά του, παίχτηκε. Ρεύματα συγκίνησης, από ηρωισμούς, από θυσίες, από οράματα, διαπότιζαν σιγά-σιγά τη φοιτητική νεολαία και όχι μόνο.
Η πρώτη μου «επαναστατική» επαφή με φοιτητές μετά το 1967, ήταν λίγο πριν το 1970, όταν μαζί με τον Τάσο Γουδέλη, τη Μυρσίνη Ζορμπά, τον Γιώργο Οικονόμου και άλλους αρχίσαμε να λειτουργούμε με αμφισβητησιακές συζητήσεις σ’ έναν πολιτιστικό σύλλογο στου Φιλοπάππου. Εκεί βίωσα την οργανωμένη συνεργασία που μπορεί αυθόρμητα να δημιουργηθεί και να λειτουργήσει, όταν βρεθούν άνθρωποι με ενδιαφέροντα δράσης. Η μελέτη του απαγορευμένου Σοσιαλισμού -των κλασικών του Μαρξισμού και της Αναρχίας- ήταν ένα απαραίτητο σκαλοπάτι στην οικοδόμηση ενός «σωστού» αμφισβητία. Ελύτης, Ρίτσος, Μαγιακόφσκι, Μαρκούζε... Εκδρομές γύρω από την Αθήνα και πολιτικοφιλοσοφικές συζητήσεις. Το 1971 φτιάξαμε μαζί με τον Τίμο Παπαδόπουλο τις εκδόσεις «Υδροχόος», που εξέδωσαν κείμενα για το φοιτητικό κίνημα, τον Αναρχισμό, τη Λούξεμπουργκ και τον Τροτσκισμό. Το γραφείο-βιβλιοπωλείο μας στη Σόλωνος έγινε κέντρο περάσματος φοιτητών και καλλιτεχνών, όπως ο Καμπερίδης, ο Κοτανίδης, ο Λεύτερης Κανέλλης κ.ά. «Διεθνής Βιβλιοθήκη» (αναρχικοί) και «Νέοι Στόχοι» (τροτσκιστές) ήταν τα κοντινά βιβλιοπωλεία με εκδόσεις ανατρεπτικού προσανατολισμού. Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων, Γιάννη Σταθά, Σόλωνος, Χαρ. Τρικούπη: τόποι και δρόμοι φορτισμένοι με ανατριχίλες: μας παρακολουθούν! Μπλου-τζιν, τζάκετ και γενειάδες.
Μία συζήτηση για το «Ζαμπρίσκι Πόιντ» σ’ ένα αμφιθέατρο και μια άλλη για τη γιόγκα σ’ ένα νοσοκομείο έγιναν οι αφορμές για να γνωριστούμε αυτοί που αποτέλεσαν τον 1° πυρήνα της Ιατρικής. Μάνος Σωτηριάδης, Χάρης Βασιλόπουλος, Αυγή Σιούνα, Τάκης, Εύη, Μαρία, Γεράσιμος κ.ά. Στους «Νέους Στόχους» γνώρισα τον Νίκο Σιδέρη. Η ομάδα αυξανόταν. Οι εικόνες που φανταζόμουν διαβάζοντας για τα φοιτητικά κινήματα των ΗΠΑ και της Ευρώπης γίνονταν μια ζωντανή πραγματικότητα για μένα. Είχα αρχίσει να νιώθω σαν σε προεπαναστατική περίοδο. Ερωτας και επανάσταση ήταν η παράφραση του «Ερως και Πολιτισμός» του Μαρκούζε. Οδοντιατρική: Μιχάλης Σαμπατακάκης. Νομική: Νικήτας Λιοναράκης. Διασχολικό: το κίνημα μεγάλωνε! Κι αποφασίστηκε από το «κίνημα» γενικά να γίνει μεγάλη αντιδικτατορική συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος στις 21/4/72 το πρωί. Οταν πήγα, τα τραπεζάκια της πλατείας ήταν γεμάτα χαφιέδες κι ασφαλίτες με πολιτικά που περίμεναν. Τότε άρχισε για μένα το πρώτο κινηματογραφικό έργο της περιπετειώδους και ηρωικής σειράς «Τύραννοι κι επαναστάτες» που παίχτηκε κι άλλες φορές στο μέλλον. Ολες οι ιστορίες της γερμανικής κατοχής και των απελευθερωτικών κινημάτων -παλαιών και σύγχρονων- άρχισαν να παίζονται σε προσωπικές παραλλαγές. Σύντομα φάνηκε ότι η συγκέντρωση ήταν «καρφωμένη». Συνάντησα μόνο 5 συνάδελφους, που μεταξύ μας δώσαμε ραντεβού στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη και μετά στα Προπύλαια. Σιγά-σιγά μαζευτήκαμε -όχι περισσότεροι από σαράντα με πενήντα, που άλλοι καθισμένοι στα κάτω σκαλιά κι άλλοι όρθιοι αρχίσαμε να τραγουδάμε την «Ξαστεριά» και να φωνάζουμε «Ελευθερία - Δημοκρατία!».
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά! Μου φαίνονταν πολύ λίγοι οι περαστικοί που έκπληκτοι περνούσαν βιαστικοί ή κοντοστέκονταν μακριά. Στην επίθεση της αστυνομίας, που ακολούθησε σύντομα και που -συγκριτικά με τις σημερινές- θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «αμήχανη», όσοι από μας δεν αποκλείστηκαν, ξέφυγαν από τη Ρήγα Φεραίου φωνάζοντας «Ελευθερία - Δημοκρατία» ή «Κάτω η χούντα», μπροστά στους απορημένους επιβάτες που περίμεναν στις αφετηρίες. Είναι απερίγραπτο το συναίσθημα που ένιωσα, όταν μπαίνοντας σε μια «ουρά» άκουσα έναν από τους επιβάτες να λέει: «Τι θέλουν πάλι τα κωλόπαιδα;». Συνειδητοποίησα ότι είμαστε μια ασήμαντη μειοψηφία, σχεδόν ένα τίποτα! Ενα τίποτα όμως που την επόμενη ή μεθεπόμενη κατάφερε κι έκανε δεύτερη συγκέντρωση και διαδήλωση. Πάνω από 80 αυτή τη φορά -στο Μουσείο κι από κει στην Πατησίων μέχρι την Κάνιγγος, φωνάζοντας πάλι: Κάτω η χούντα! Αυτή τη φορά δεν πρόλαβε η αστυνομία!
Και το «τίποτα» μεγάλωνε: καινούργιοι συνάδελφοι γίνονταν «συναγωνιστές», μάζεμα υπογραφών για τα Δ.Σ., συγκεντρώσεις σε σπίτια και σε εξοχές. Και αμεσο-δημοκρατική λήψη αποφάσεων και πολύς σεβασμός στις γυναίκες και τα πρώτα ζευγαράκια συναγωνιστών. Και η πρώτη οργανωμένη εμφάνιση μαζί με τους υπομηχανικούς, στην Παιδιατρική όπου θαύμασα τον Παπασταυρίδη. Και οι κλήσεις στην Ασφάλεια την επομένη και το εκφοβιστικό ξυλοκόπημα. Κι ένιωθες μέσα σου να παλεύει ένα ηρωικό με ένα πανικόβλητο πνεύμα. Και βρίσκαμε μια κοινωνική ταυτότητα φτιαγμένη από την υπέρβαση του εαυτού σε ένα κινηματογραφικό έργο με πρωταγωνιστές εμάς. Εργαλεία μας: από τη μια ο κίνδυνος και το ρίσκο κι από την άλλη η ζεστή θαλπωρή μιας συλλογικότητας. Είχαμε προσωπικές σχέσεις κι αυτό που μας ένωνε ήταν το να φύγει η Τυραννία, η Δικτατορία, ο φασισμός, η Αμερικανοκρατία, η Απολυταρχική Πατριαρχική Εξουσία. Το αίσθημα, που ζούσε ο καθένας μας σαν κάτι το ιδιαίτερο και ταυτόχρονα σαν κάτι το συλλογικό, ωρίμαζε μέσα μας τόσο την προσωπική όσο και την κοινωνική μας υπόσταση.
Οι ιδεολογικοί ανταγωνισμοί, οι φανατικές διαφωνίες και συγκρούσεις εμφανίστηκαν πολύ αργότερα, βασικά την περίοδο του Πολυτεχνείου και στη Μεταπολίτευση. Μέχρι τη στράτευση μας (Φλεβάρης 1973), οι υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις είχαν λίγα μόνο μέλη στο Φ.Κ. Είναι ζήτημα αν από τους 15 της Ιατρικής, που στρατευτήκαμε, υπήρχαν τότε ένας ή δύο μόνο οργανωμένοι στον «Ρήγα». Δύο μέρες πριν πάω στο στρατόπεδο κατάταξης, είχα μία άλλη εμπειρία που με χρωμάτισε. Σε διαδήλωση της Ιατρικής, που ξεκίνησε από το Γουδί, όταν η αστυνομία μας χτύπησε στο ύψος του Νοσοκομείου «Αλεξάνδρα», ενώ τρέχαμε φωνάζοντας συνθήματα, άκουσα τους πολίτες και τους καταστηματάρχες να βρίζουν την αστυνομία! Δεν ήμασταν πια μόνοι.
Και μετά άρχισε για μένα η αποκλεισμένη περίοδος της στράτευσης. Πού και πού, σε κάποιο στρατόπεδο, συναντούσα κάποιον συναγωνιστή: Νταβέας, Παπακώστας, Αυδής, Ροζάκης, φιγούρες περίεργες στην γκρίζα ομίχλη των στρατοπέδων. Και στις άδειες, μάθαινα για τις καταλήψεις και το διαρκώς ογκούμενο ρεύμα και την ανάμιξη πολιτικών.
Και το χτύπημα της οργάνωσης και η σύλληψή μου από την ΕΣΑ και η Αμνηστία και η νοσηλία και η διακοπή στράτευσης για λόγους υγείας. Οταν γύρισα στην Αθήνα, τον Οκτώβρη ’73, καινούργια πρόσωπα στους αγώνες όλων των σχολών. Και είχε αρχίσει ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ριζοσπάστες και ρεφορμιστές. Αντιεξουσιαστές και ακροαριστεροί και οπαδοί των δύο ΚΚΕ που οι ηγέτες τους ερωτοτροπούσαν με το πείραμα Μαρκεζίνη. Θυμάμαι την τελευταία συνέλευση της Ιατρικής στο Πολυτεχνείο: 16 Νοέμβρη απόγευμα... Ηδη είχαμε βγει από τους εαυτούς μας! Τα δακρυγόνα έτσουζαν, το πρώτο αίμα κυλούσε! Μόνο η λέξη ΠΑΘΟΣ ίσως μπορεί να δώσει μια εικόνα της κατάστασης. Δάκρυα πολλά και αγωνία και η συνταρακτική ανακάλυψη ότι «τώρα γράφουμε Ιστορία για τις αυριανές γενιές»! Και οι προβολείς και η έξοδος και το κρύψιμο και η παρανομία...
Και μετά τη Μεταπολίτευση, η αρχική ψευδαίσθηση ότι το αυθόρμητο πάθος, η πρωτοβουλία, η δημιουργική φαντασία και η πράξη του ονείρου θα μπορούσαν να συνεχιστούν. Τα πράγματα όμως είχαν αλλάξει: η σεμνότητα και η ευαισθησία είχαν χαθεί! Η εξαφάνιση του μέχρι τότε κοινού αντίπαλου μας έκανε να διοχετεύσουμε τη συσσωρευμένη επιθετικότητά μας μεταξύ μας, στην προώθηση του παιχνιδιού των πολιτικών κομμάτων, που ήθελαν ανταγωνισμούς στο κυνήγι της εξουσίας.
Και μείναμε στην ανάμνηση της ενότητας, της συντροφικότητας, της αποτελεσματικότητας που έχει η συλλογική αυθόρμητη δράση, της χαράς που νιώθεις όταν βάζεις σπόρους και δεντράκια και γίνεται δάσος άσχετα αν το καίνε μετά! Και συνειδητοποιούμε πως εκείνη την εποχή γεννήσαμε αυγά και ενώ περιμέναμε να βγουν τα πουλιά της ελευθερίας, μας τα έσπασαν και τα έκαναν ομελέτα! Και πώς ξαναφτιάχνεις αυγά από την ομελέτα, κύριε; Πολύ απλό, ταΐζεις με αυτήν τις κότες! Μετά από 20 χρόνια, χαίρομαι που διαπιστώνω ότι η σεμνότητα και η ευαισθησία μπορούν και πάλι να λειτουργήσουν σε πολλούς από μας.
Η αδικία, η καταπίεση, η βία και ο υποβιβασμός της ζωής μας σίγουρα δεν μας αφήνουν αδιάφορους. Η αναζήτηση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης σίγουρα μας συγκινούν. Είμαστε όμως πολύ απομονωμένοι. Η αυθόρμητη επικοινωνία που υπήρχε τότε, έχει τώρα χαθεί.
Και η συνθετική καρδιά του πάθους της ελευθερίας μιας ανέμελης ηλικίας έχει καλυφθεί από την αναλυτική λογική των επαγγελματικών καθηκόντων ή των οικογενειακών ευθυνών. Παρ’ όλα αυτά, νιώθω πως είμαστε μπολιασμένοι από τότε, σε σοβαρό βαθμό, με τα στοιχεία της Συνεργατικότητας, της Αγωνιστικότητας και της Αλληλεγγύης.Και νιώθω ακόμα πως οι συνθήκες της τρομακτικής εποχής που ζούμε μας προκαλούν να τα βλαστήσουμε.
Ηρεμα, αποφασισμένα και με ομορφιά.
Διότι αυτό το «μπόλιασμα» -η κοινή εμπειρία- αυτών των στοιχείων κρατάει ακόμα. Ενας πυρήνας Ονείρου και Ουτοπίας, που μας έσπρωξε στον αγώνα για κάποιες ιδέες -όπως η Ελευθερία και η Δικαιοσύνη- και που μας έκανε να κινούμαστε πέρα από την προσωπική ασφάλεια και το βόλεμα, υπάρχει ακόμα, πιστεύω, σ’ όλους μας. Και εκδηλώνεται όχι απαραίτητα «πολιτικά» -με τη στενή έννοια του όρου- αλλά ανθρώπινα. Γιατί, παραφράζοντας τον James Simon Kunen, συγγραφέα του «Φράουλες και Αίμα», θα το εξέφραζα, κλείνοντας την εισήγηση έτσι:
Τι σόι άνθρωποι «τις τρώνε» στο Πανεπιστήμιο; Δεν ξέρω. Εγώ έφαγα ξύλο τον καιρό της χούντας και προσωπικά υποστηρίζω με πάθος τα δέντρα (και γενικότερα τα δάση), τα λουλούδια, τα ψηλά βουνά με τις πηγές, τα ηλιοβασιλέματα και τον Vivaldi. Τα ευγενικά βλέμματα και την πολυφωνία, την αποποινικοποίηση της χρήσης και τη ρέγκε, τις Μαρίες και τα μικρά παιδάκια. Υποστηρίζω την κατάργηση των βασανιστηρίων, τα δικαιώματα των μειονοτήτων και την επανεύρεση του Ελληνικού Πολιτισμού.
Από την άλλη δεν χωνεύω την υποκρισία, τον φόβο, το καυσαέριο στους δρόμους, τον «κοριό» του τηλεφώνου μου, το να μην έχω καύσιμο για τη σόμπα, το να μην μπορώ να βοηθήσω κάποιον πάσχοντα. Κι αντιστέκομαι στην καταστροφή του περιβάλλοντος, στην εγκληματικότητα, στην τρομοκρατία και στην Ηρωίνη.
Είναι για να κρατιέται ζωντανός αυτός ο πυρήνας του Ονείρου και της Ουτοπίας, του Ερωτα και της εξέγερσης στον θάνατο, για να κρατιέται ζωντανός ο πυρήνας της Ανάστασης.
Και νομίζω πως το μπορούμε όλοι μας!
*Γιατρός
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας