Κεντρικός άξονας του αξιόλογου και επίκαιρου πονήματος της Ρ. Δούρου (Ρ.Δ.) είναι η «αλλαγή πλεύσης» σχετικά με την κλιματική/οικοκλιματική κρίση. Εάν και αυτό είναι πλέον πασιφανής αναγκαιότητα, ωστόσο δεν διευκρινίζεται, τουλάχιστον σε όλες του τις διαστάσεις, στα άρθρα των κεφαλαίων του βιβλίου: εις τι συνίσταται, προς ποια κατεύθυνση κινείται και με ποιο τρόπο και ποιους όρους αυτή η ζωτική πλέον αλλαγή, πλην της περιλάλητης πράσινης αλλά και δίκαιης μετάβασης. Επίσης αυτή η πράσινη μετάβαση, το νέο πράσινο συμβόλαιο, εξουδετερώνει ή αφομοιώνει την κρίση ανισότητας της οικοκλιματικής κρίσης;
Οχι μόνο δηλαδή δεν γίνεται λόγος για οικολογική αλλά και οικοκοινωνική και οικοπολιτική μετάβαση και μετασχηματισμό αλλά και όταν, κάπως αόριστα ενίοτε, γίνεται λόγος για μετασχηματισμό (σ. 104, 138, 154, 248) αυτός τίθεται δίπλα (συμβαδίζει) με το πράσινο (περιβαλλοντιστικό) πρόγραμμα. Ο οικολογισμός (πολιτική οικολογία) υποχωρεί υπέρ του πράσινου, εκσυγχρονιστικού, αγοραμεγεθυνσιακού και «υπεύθυνου»/ανθρωποκεντρικού κ.λπ. περιβαλλοντισμού, ήτοι των ατομικών πράσινων συμπεριφορών («ν’ αλλάξουμε τους εαυτούς μας», σ. 138), των επιδοτήσεων των νοικοκυριών (πράσινες οικοσυσκευές, πράσινες-μονωμένες κατοικίες, φωτοβολταϊκά κ.ά.), των πράσινων επιχειρήσεων (eco-label, eco-audit, πράσινες συμβάσεις κ.λπ.) και βεβαίως των ΑΠΕ, σε μια πράσινη και κυκλική αγορά με τα χρηματοοικονομικά παρακολουθήματά της.
Η συγγραφέας φαίνεται να προτείνει, κατά τα άλλα, ένα εναλλακτικό μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης και κατανάλωσης στη βάση του σεβασμού των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας (σ. 62, 91, 249 κ.α.) αλλά και της καθαρής πράσινης ενέργειας με κλιματικά ουδέτερο αποτύπωμα. Και τούτο στη βάση των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ (και των 17 στόχων προφανώς) με όρους περιβαλλοντικής και κοινωνικής δικαιοσύνης (νέο κοινωνικό συμβόλαιο δικαιωμάτων) αλλά και συμμετοχικής δημοκρατίας, όροι που επανέρχονται συχνά (σ. 79,150, 221). Ετσι όμως δεν τίθεται το θέμα της ποσοτικής, άκριτης και ανταγωνιστικής μεγέθυνσης (αξίες που ως γνωστόν δεν αμφισβητεί η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης και η κυρίαρχη οικονομία) σε μια μητροπολιτοποιημένη οικονομία των μεγα-πόλεων, αλλά ούτε και αποσαφηνίζεται ποιο/τι είδους -με ποιο τρόπο- εναλλακτικό μοντέλο στην παραγωγή, κατανάλωση, διανομή.
Στο μέτρο, μάλιστα, που η προστασία των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας για να μην έχουμε νέες πανδημίες/ζωονόσους, όπως ορθά σε πολλά σημεία επισημαίνει η Ρ.Δ. μέσα από τις βιβλιογραφικές πηγές, η υγειονομική και οικοκλιματική αλλά και διατροφική κρίση είναι όψεις του ίδιου προβλήματος-της ίδιας κρίσης, αρκεί αυτή η προστασία για να οικοδομηθεί ένα εναλλακτικό βιώσιμο μοντέλο; Ας σημειωθεί ότι το θέμα της βιοποικιλότητας παρουσιάζεται συχνά στο βιβλίο στο επίκεντρο της οικονομίας μέσω της οικονομικής σημασίας (ιδίως των υπηρεσιών στον άνθρωπο) της φύσης (έκθ. Π. Ντασγκούπτα)(σ. 90), θέση που υιοθετούν σήμερα οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι (αλλά αρχικά υποστήριζαν και κάποιοι από τους ιδρυτές της οικολογικής οικονομίας π.χ. Constanza κ.ά.).
Για τους οικονομολόγους αυτούς η φύση είναι κεφάλαιο και περιλαμβάνεται στο νόμισμα (νομισματική αξία) ως μόνου δείκτη πλούτου. Η φυσική πραγματικότητα μεταφράζεται έτσι σε νομισματική, με όλα τα χρηματοοικονομικά επακόλουθα, στο πλαίσιο του αγοραμεγεθυνσιακού και συγκεντροποιητικού μεγασυστήματος.
To οικολογικό πρόβλημα -και η οικοκλιματική κρίση- όμως είναι βαθιά πολιτικό και δημοκρατικό, υπό την έννοια ότι, όπως γράφει ο S. Audier, αφορά τους ίδιους τους πολίτες και τους σκοπούς της πόλεως-δήμου. Ως τέτοιο είναι διαβουλευτικό αλλά και εξ ορισμού συγκρουσιακό μ’ ένα πολυσύνθετο μεγασύστημα/Λερναία Υδρα (αλλά και με ένα μικροσύστημα οικονομικο-επιχειρηματικών κερδοσκοπικών και οικοκτονικών συμφερόντων που λειτουργεί υποστηρικτικά και συμπληρωματικά).
Επομένως η «αλλαγή πλεύσης» δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στη δικαιωματική προσέγγιση, κυρίως με τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, ή απλώς είτε σε μια «ευρεία συμμαχία» κατά των νεοφιλελεύθερων και τεχνοδιαχειριστικών επιλογών είτε σε ένα «ευρύ μέτωπο» αντίστασης και ανατροπής και δράσης για βιώσιμη ανάπτυξη (σ. 221), όπως φαίνεται να υιοθετεί η Ρ.Δ. μέσα από τα άρθρα που εμπεριέχονται στα κεφάλαια του βιβλίου. Αρθρα που, είναι αλήθεια, χαρακτηρίζονται από μια πλούσια και τεκμηριωμένη πληροφόρηση σχετικά με τις πολύπλευρες διαπιστώσεις του προβλήματος και κυρίως με τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές διαστάσεις του, τις οποίες με επιμονή και ενάργεια αναδεικνύει η συγγραφέας.
Το οικολογικό πρόβλημα είναι λοιπόν, πρωτίστως, πρόβλημα ουσιαστικής (αμεσοσυμμετοχικής) δημοκρατίας σε θεσμικό και οικονομικό επίπεδο. Και εδώ το αντιπροσωπευτικό σύστημα δεν μπορεί να ανταποκριθεί κατά κοινή πλέον παραδοχή. Μια αμεσοσυμμετοχική δημοκρατία (της διαβούλευσης, των συνελεύσεων κ.λπ.) -και όχι απλώς ένας συμμετοχικός και πράσινος καπιταλισμός-, με ουσιαστική θεσμική και οικονομική αποκέντρωση και αποσυγκέντρωση στη βάση της αρχής της επικουρικότητας. «Δημοκρατία περιεκτική» με επανατοπικοποίηση οικονομικών δραστηριοτήτων και υποδομών (π.χ. ενέργειας), ανάδειξη και αυτονόμηση του βιο-χωρο-τόπου και των κοινών, με δημιουργία οικολογικών (π.χ. αγροτικών και ενεργειακών) κοινοτήτων, με συνεργατισμό και αυτοδιαχείριση, με τοπικά οικοχρηματοδοτικά εργαλεία, είναι πλέον πασιφανής αναγκαιότητα. Αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για την πολιτική αντιμετώπιση της οικοκλιματικής και οικοκοινωνικής κρίσης. Και τούτο με την αυτοδίκαιη και εξ ορισμού (λόγω τοπικότητας) συνδρομή ενός ανοιχτού, σχεδιαστικού και παρεμβατικού δήμου αλλά και προοδευτικού ανοιχτού (οριζόντιου και «αντιεξουσιαστικού») κράτους με επανεύρεση του ρόλου του (π.χ. επανακρατικοποίηση των ενεργειακών υποδομών και δικτύων, μεταφορών κ.ά., όπως συμφωνεί και η συγγραφέας).
Επ’ αυτού, τα ερωτήματα που συνθέτει από τις διάφορες αναφορές η Ρ.Δ. προάγουν θετικά τη σχετική συζήτηση (σ. 142, 143, 146-148). Μένει μετέωρο όμως και πάλι το ερώτημα κατά πόσο η μεγεθυνσιακή, ανταγωνιστική και χρηματιστική πράσινη συμφωνία και ένα απλώς νέο πράσινο συμβόλαιο, έστω με δημοκρατικό και κοινωνικό πρόσημο, που επικαλείται η συγγραφέας, μπορεί να συμβαδίζει με την παραπάνω εναλλακτική προσέγγιση και με το σύνθημα «αλλάξτε το σύστημα, όχι το κλίμα». Ομοίως δεν θα πρέπει να νοηματοδοτηθούν και αποσαφηνιστούν, δηλαδή ουσιαστικοποιηθούν και τελικά να «πολιτικοποιηθούν», θέσεις του τύπου «να εφαρμοστούν οι αρχές της δημοκρατίας στο περιβάλλον» ή «το περιβάλλον μπορεί να σώσει τη δημοκρατία»; Θέσεις που νοούνται κάθε φορά σε σχέση με το ευρύτερο κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο (τοπικό, εθνικό και διεθνές) και σύστημα. Από αυτή την άποψη «η οικοκλιματική κρίση δεν μπορεί να λυθεί στο πλαίσιο των σημερινών πολιτικών και οικονομικών συστημάτων… Είναι ζήτημα απλών μαθηματικών (Γκ. Τούνμπεργκ) - και απλής λογικής, θα προσθέταμε.
*Ομ. καθηγητής, Πανεπιστήμιο Πατρών
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας