Οταν ξεκίνησε η παγκόσμια οικονομική κρίση τον Σεπτέμβριο του 2008, με την κατάρρευση της Lehman Brothers, ήταν αρκετοί αυτοί που «βιάστηκαν» να προφητεύσουν ότι το κραχ θα πλήξει άμεσα, εκτός όλων των άλλων, και το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Από τη στιγμή μάλιστα που το ντόμινο έφτασε στην ευρωζώνη προκαλώντας ύφεση σε χώρες με ισχυρή παράδοση στην μπάλα, όπως η Ισπανία ή η Ιταλία (αλλά στην αρχή και στη Γερμανία και τη Γαλλία), θεωρήθηκε σίγουρο πως οι εποχές των παχιών αγελάδων είχαν περάσει ανεπιστρεπτί στο δημοφιλέστερο σπορ της γηραιάς ηπείρου. Αναλυτές επισήμαιναν ότι θα ήταν παράλογο και παράδοξο να συμβεί στην μπάλα κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι σε όλες τις άλλες πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Θα περίμενε κάποιος ότι με την Ευρώπη να βασανίζεται όλο και περισσότερο από την κρίση, δίχως να μπορεί να μπει ακόμα και σήμερα σε δρόμο ανάπτυξης, αλλά και με τα σκάνδαλα διαφθοράς να βομβαρδίζουν μεγάλα ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα, οι κάνουλες θα έκλειναν, τα συνήθως εξωπραγματικά συμβόλαια θα έπεφταν και οι υπερ-τζίροι των πιο δυνατών ομάδων θα ξεφούσκωναν.
Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο... Μπορεί με το financial fair play η UEFA να θέλει να βάλει ένα φρένο στο ξεσάλωμα που παρατηρείται στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, ωστόσο οι μεταγραφές δεκάδων εκατομμυρίων συνεχίζονται, όπως και η διόγκωση των οικονομικών μεγεθών, ενώ βαριά πορτοφόλια Ρώσων ολιγαρχών και Αράβων πετρελαιάδων εξακολουθούν να έλκονται από το αστραφτερό προϊόν.
Ομως, την ίδια ώρα μεγαλώνουν τα χρέη και οι μαύρες τρύπες κορυφαίων ευρωπαϊκών ομάδων, προτιμώνται «έτοιμες λύσεις» βαρύγδουπων μεταγραφών από αυτές των ακαδημιών που χρειάζονται υπομονή και χρονοβόρο προγραμματισμό, ενώ ο ρόλος των γραφείων μάνατζερ μετατρέπεται ουσιαστικά σε εξουσιαστικό, για να μην πούμε σε «θεσμικό».
Ενδεικτικό του πόσο έχει ξεφύγει η κατάσταση είναι τα πρόσφατα αγγλικά δημοσιεύματα, σύμφωνα με τα οποία ο Λιονέλ Μέσι μπορεί να φύγει από την Μπαρτσελόνα με ένα ποσό ιλιγγιώδες, κοντά στα 640 εκατομμύρια ευρώ. Αλλωστε μόνο η ρήτρα αποδέσμευσης είναι 250 εκατομμύρια, συν συμβόλαιο, αμοιβές ατζέντηδων, εφορία κ.ά.!
Θα περίμενε κανείς ότι δεν γίνεται να υπάρχουν ενδιαφερόμενοι με τέτοιο «τρελό» ποσό. Ομως, ο αγγλικός Τύπος επιμένει ότι η Τσέλσι του μεγιστάνα Αμπράμοβιτς και η Μάντσεστερ Σίτι με τα πετροδόλαρα έχουν μπει στον πειρασμό, παρά τα εμπόδια από το financial fair play. Είναι πολλές οι πιθανότητες να μη γίνει τίποτα απ’ όλα αυτά πράξη. Ομως ακόμα και στη σκέψη κάποιος ζαλίζεται από τα νούμερα, την ώρα που σίγουρα προκαλείται το κοινό αίσθημα...
Λεπτομερέστερη εικόνα για τον πλούτο που υπάρχει στους ποδοσφαιρικούς συλλόγους, ακόμα και σε σπαρασσόμενες οικονομίες όπως η ισπανική και η ιταλική, που είναι στα όριά τους, δίνει η περιβόητη ετήσια λίστα «Forbes», με τα μεγέθη, μάλιστα, να εκτινάσσονται σε σοκαριστικά επίπεδα στα -κατά τα άλλα- «πέτρινα χρόνια» της οικονομικής κρίσης, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Η πλουσιότερη ομάδα για το 2014 είναι η Ρεάλ Μαδρίτης, με τη συνολική αξία της να αποτιμάται στα 3,4 δισ. δολάρια (2,8 δισ. ευρώ), μια αύξηση της τάξης του 4% σε σχέση με πέρυσι. Οσο, δηλαδή, περίπου ένας ετήσιος προϋπολογισμός μικρού κράτους, με τα έσοδα για το έτος που έφυγε να ανέρχονται στα 675 εκατ. δολ.
Ακολουθούν η Μπαρτσελόνα με 3,2 δισ. δολ. και αύξηση 23%, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με 2,8 δισ. αλλά μείωση στο -11% και η Μπάγερν Μονάχου με 1,8 δισ. και +41%. Η γερμανική ομάδα είναι και η μοναδική που συμμάζεψε τα χρέη της, αφού εξόφλησε 16 χρόνια νωρίτερα το δάνειο των 346 εκατ. δολ. για το γήπεδό της. Αντίθετα, για τις άλλες «βαριές φανέλες» τα χρέη μεγαλώνουν, παρά την αύξηση εσόδων, θέμα με το οποίο έχουμε ασχοληθεί και παλιότερα στην «Εφ.Συν.». Ετσι, προκαλούνται εύλογα ερωτήματα...
Οι συγκρίσεις
Σε ζητήματα οικονομικών στοιχείων αποκτά ιδιαίτερη αξία η σύγκριση δεδομένων.
Εχει ενδιαφέρον λοιπόν να δει κάποιος ποια ήταν τα αντίστοιχα μεγέθη το 2008, δηλαδή πριν η παγκόσμια ύφεση δείξει τα δόντια της για την επόμενη εξαετία.
Εντοπίζοντας τα δεδομένα ξανά από τη λίστα «Forbes», έτσι ώστε η σύγκριση των στοιχείων να γίνεται με τους ίδιους όρους, διαπιστώνουμε ότι:
■ Στην κορυφή της λίστας των πλουσιότερων ομάδων για το 2008 ήταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, με αποτίμηση της αξίας της στα 1,8 δισ. δολάρια και έσοδα της τάξης των 394 εκατ. Σε σχέση, δηλαδή, με την 1η του 2014 (Ρεάλ Μ.) η... απογείωση για το «πλουσιότερο κλαμπ της Γης» αγγίζει ακόμα και το 40-45%!
■ Η Ρεάλ Μαδρίτης για το 2008 ήταν 2η με 1,2 δισ. δολ. αποτίμηση και 474 εκατ. έσοδα. Σήμερα έχει σχεδόν τριπλασιάσει την αξία της κι έχει αυξήσει σημαντικά τα έσοδά της. Ολα αυτά με τα χρέη της προς το Δημόσιο -κι όχι μόνο αυτής- να έχουν χτυπήσει «κόκκινο», σε μια οικονομία όπως η ισπανική που χρειάστηκε βοήθεια από ευρωπαϊκούς μηχανισμούς για να κρατήσει όρθιο το τραπεζικό της σύστημα.
■ Εντυπωσιακή η άνοδος και της Μπαρτσελόνα, αλλά και της Μπάγερν Μονάχου μεταξύ 2008-2014. Αναλογικές είναι οι διαφορές και στις παρακάτω θέσεις. Να σημειωθεί ότι και στη λίστα του 2008 μονοπωλούν τη δεκάδα ομάδες από μια ποδοσφαιρική ελίτ χωρών: Ιταλία, Ισπανία, Αγγλία, Γερμανία.
Με ύφεση η ανάπτυξη!
Το παζλ γίνεται ακόμα πιο ολοκληρωμένο αν ανατρέξουμε στις δέκα πλουσιότερες ομάδες, σύμφωνα με τα στοιχεία του «Forbes», σε ορίζοντα δεκαετίας. Εκεί πια οι διαφορές γίνονται ακόμα μεγαλύτερες. Το «αναπτυξιακό» 2004 μοιάζει πολύ μακρινό και σαφώς φτωχότερο από το «υφεσιακό» 2014.
Από τους μέσους όρους, πάντως, των πιο εύρωστων οικονομικά ομάδων προκύπτει εν τέλει ότι η γιγάντωση των ήδη δυνατών είχε υψηλότερες αυξητικές τάσεις στα χρόνια της κρίσης απ’ ό,τι μεταξύ 2004-2008. Συγκεκριμένα:
● Η μέση αποτίμηση των δέκα πλουσιότερων ομάδων του 2014 είναι στα 1,66 δισ. δολ., όταν το 2008 ήταν στα 944 εκατ. (αύξηση άνω του 60%) και το 2004 στα 629 εκατ.
● Ο μέσος όρος ετήσιων εσόδων για το τοπ-10 των κλαμπ της λίστας «Forbes» ήταν 460 εκατ. δολ. το 2014, όταν το 2008 κυμαινόταν στα 320 εκατ. και το 2004 στα 210 εκατ., δηλαδή κάτω από το μισό συγκριτικά με σήμερα.
Επιβεβαιώνεται ότι τα λεφτά πάνε στα λεφτά, οι μεγάλοι γίνονται μεγαλύτεροι δίχως να τους αγγίζει καμία κρίση και η ψαλίδα στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο ανοίγει ολοένα και πιο πολύ αντί να κλείνει.
Ο καθρέφτης της ανισότητας
Η περίπτωση της Αγγλίας είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα που δείχνουν ότι ακόμα και σ’ αυτό το επιτυχημένο οικονομικά μοντέλο, οι αστοχίες δεν λείπουν. Τα τελευταία χρόνια το ποδόσφαιρο, το σπορ που οι Αγγλοι εφηύραν και λατρεύουν, έχει εξελιχθεί σε καθρέφτη ενός ευρύτερου φαινομένου: της ολοένα αυξανόμενης οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας.
Τα τελευταία 20 χρόνια ρέει άφθονο χρήμα από τις μεταδόσεις στην κορυφή του αγγλικού ποδοσφαίρου. Το 1992, όταν οι 22 καλύτερες ομάδες σχημάτισαν την Πρέμιερ, η κίνηση αυτή τούς επέτρεψε να κεφαλαιοποιήσουν τη νέα (τότε) τεχνολογία της pay per view τηλεόρασης, με το βρετανικό Sky να εξασφαλίζει τα πρώτα δικαιώματα για 60 ζωντανά παιχνίδια ανά έτος με πενταετές ντιλ αξίας 191,5 εκατ. λιρών.
Το 2012, ένα νέο τριετές συμβόλαιο για την Πρέμιερ είχε πλέον αξία πάνω από 3 δισ. λίρες!
Τη σεζόν 1991-92 το σύνολο των εσόδων για τις κορυφαίες βρετανικές ομάδες ήταν 170 εκατομμύρια λίρες, από τα οποία μόλις το 9% προερχόταν από τηλεοπτικές μεταδόσεις. Δυο δεκαετίες αργότερα τα έσοδα άγγιξαν τα 2,5 δισ. λίρες και το 47% προήλθε από την τηλεόραση.
Πρόσφατη έρευνα που έγινε τον Νοέμβριο του 2014 δίνει ως μέσο μισθό ενός παίκτη της Πρέμιερ τα 2,3 εκατ. λίρες τον χρόνο. Η ψαλίδα, όμως, μεταξύ των πλούσιων ομάδων κορυφής και των ασθενέστερων των χαμηλότερων κατηγοριών ανοίγει διαρκώς:
– Ο αντίστοιχος μέσος όρος στις ομάδες της τέταρτης κατηγορίας είναι στα μόλις 45.000 λίρες τον χρόνο.
– Τη σεζόν 2012-13 οι ομάδες της Πρέμιερ εισέπραξαν κατά μέσο όρο από 60 εκατ. λίρες η καθεμιά από έσοδα μεταδόσεων. Στον αντίποδα, οι ομάδες στη Δ’ κατηγορία μετά βίας έβαλαν στο ταμείο τους το 1/100 αυτού του ποσού.
– Τον Ιανουάριο 2013 η Λούτον της τέταρτης κατηγορίας αγόρασε τον καλύτερό της παίκτη ονόματι Σμιθ για 50.000 λίρες. Το 2014 η Μάντσεστερ Γ. απέκτησε τον Ντι Μαρία από τη Ρεάλ Μαδρίτης για 59,7 εκατομμύρια λίρες.
Ακόμα και στην Αγγλία επισημαίνεται πως τέσσερις-πέντε ομάδες έχουν ξεφύγει οικονομικά, ενώ η ανισότητα μεταξύ των άλλων συλλόγων και κυρίως των υπόλοιπων κατηγοριών έχει αρχίσει να μεγαλώνει επικίνδυνα σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας