Μπορεί στη σύγχρονη εποχή η Θήβα να μην έχει δεσπόζουσα θέση στην επικαιρότητα, αλλά η διαχρονική της παρουσία είναι δυναμική και αδιαμφισβήτητη.
Ο «Οιδίποδας Τύραννος» του Σοφοκλή και οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, οι συγκλονιστικότερες τραγωδίες της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας, αποτελούν ελάχιστο δείγμα του ειδικού βάρους της ιστορικής πόλης.
Χτισμένες σε μια εύφορη περιοχή, «αι Ωρύγιοι Θήβαι» έχουν πανάρχαιη ιστορία, που ξεκινά από τη Θεογονία.
Η πλούσια ελληνική μυθολογία αναφέρει ότι στις πλαγιές του Παρνασσού διασώθηκαν από τον κατακλυσμό ο Δευκαλίωνας και ο απόγονός του, ο Ελλην.
Απομεινάρι της καταστροφής είναι η λίμνη της Κωπαΐδας, που αποξηράνθηκε το 1888, κατά τη διακυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη.
Τα ομηρικά έπη θεωρούν ιδρυτές της πόλης τους αδελφούς Ζήθο και Αμφίονα, άλλοι όμως μύθοι συγκλίνουν στον Κάδμο.
Ο γιος του Αγήνορα, του βασιλιά της Φοινίκης, έφτασε στη βοιωτική γη αναζητώντας την αδελφή του, την Ευρώπη, που είχε κλέψει ο Δίας.
Από τη Θήβα καταγόταν ο Ηρακλής, αλλά και ο Διόνυσος, ο θεός της χαράς. Ηταν επίσης γενέτειρα του Ησίοδου και του Πίνδαρου.
Οι ηγέτες της Θήβας φαίνεται ότι ακολουθούσαν... πολυσυλλεκτική εξωτερική πολιτική.
Ο μηδισμός αναφέρεται στη συνεργασία τους με τους Πέρσες (Μήδους). Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο στην αρχή είχαν ταχθεί με την πλευρά της Σπάρτης και στη συνέχεια έδωσαν μαζί τους Αθηναίους τη νικηφόρο μάχη στα Λεύκτρα (371 π.Χ.).
Βασικοί συντελεστές ήταν ο Θηβαίος στρατηγός Πελοπίδας και η λοξή φάλαγγα που επινόησε, καθώς και η αποφασιστικότητα του Ιερού Λόχου υπό τις διαταγές του Πελοπίδα.
Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου έβαλαν τέλος στην παρακμή της πόλης κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και έκαναν τη Θήβα έδρα του Θέματος της Ελλάδας, για να υποβαθμίσουν στην ουσία την Αθήνα.
Το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας ιδρύθηκε από τον Αντώνη Κεραμόπουλλο (1870-1960).
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακά σε Γερμανία, Ιταλία και Αυστρία.
Διετέλεσε καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1904 έφορος Αρχαιοτήτων με ειδικότητα τα αρχαία νομίσματα.
Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1926 και πρόεδρός της το 1938, ενώ έχει πάρει μέρος σε σπουδαίες αρχαιολογικές ανασκαφές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το ανάκτορο του Κάδμου.
Το διώροφο κτίσμα έδωσε το 1962 τη θέση του στο νεότερο μουσείο, που ήταν έργο ζωής του αρχαιολόγου Ι. Θρεψιάδη, ο οποίος όμως δεν πρόλαβε να ζήσει τα εγκαίνια. Δική του ιδέα ήταν να γίνει η πρώτη έκθεση αρχαιοτήτων στον υπαίθριο χώρο που περιβάλλει το μουσείο.
Η επιφάνεια των τεσσάρων στεγασμένων χώρων ήταν μόλις 613 τετραγωνικά και αποδείχτηκε πολύ μικρή για να στεγάσει τα συνεχώς αυξανόμενα εκθέματα, γι' αυτό άρχισαν οι σχεδιασμοί για την τρίτη ουσιαστικά επανίδρυση του μουσείου.
Οι εργασίες ξεκίνησαν το 2005 και δύο χρόνια αργότερα χρειάστηκε να κλείσουν οι υπάρχοντες χώροι για να γίνουν τα έργα.
Το μουσείο δεν ξέφυγε από τις... συνήθεις εμπλοκές, με αποτέλεσμα να εγκαινιαστεί ύστερα από έντεκα χρόνια, κάνοντας σκόνη το περίφημο «γιοφύρι της Αρτας».
Κόστισε 4 εκατ. ευρώ, που εξασφαλίστηκαν από τον προϋπολογισμό της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας.
Η μελέτη του νέου συγκροτήματος είχε ανατεθεί έπειτα από διαγωνισμό στον αρχιτέκτονα Μιχάλη Σουβατζίδη, που επέλεξε να ενσωματώσει τα υπάρχοντα κτίρια και να αναδείξει το κάστρο του άρχοντα της Θήβας Σαιντ Ομέρ, που είναι έργο του 1278 και διατηρείται στο οικοδομικό τετράγωνο του μουσείου.
Ενταγμένος στις αρχές της arte povera, ο αρχιτέκτονας ενστερνίζεται το αντικαταναλωτικό της πνεύμα και αντιμετωπίζει με σεβασμό το κατασυκοφαντημένο μπετόν, επιχειρώντας να το ταιριάξει αρμονικά με το ξύλο, το μέταλλο και την πέτρα.
Το μουσείο που σχεδίασε αναπτύσσεται σε τέσσερα επίπεδα και ακολουθεί το έντονο ανάγλυφο της βόρειας κλιτύος του λόφου της Καδμείας.
Καλύπτει στεγασμένη επιφάνεια 2.692 τετραγωνικών μέτρων, από τα οποία τα 1.000 ανήκουν στους εκθεσιακούς χώρους.
Διαθέτει επίσης ημιυπαίθριους χώρους 1.390 τ.μ., όπου διατηρείται η «παράδοση» του ανοιχτού μουσείου, που υπηρετεί με τον ίδιο σεβασμό και ο περιβάλλων χώρος των 1.750 τ.μ.
Το σημαντικότερο όμως στοιχείο του νέου μουσείου είναι τα πολύτιμα εκθέματά του. Θεωρούνται «σπάνια κιβωτός πολιτισμού» και «θησαυροφυλάκιο ιστορικών κειμηλίων», αφού ξεκινούν από την παλαιολιθική εποχή και φτάνουν ώς τους μεταβυζαντινούς χρόνους, όπως αποτυπώνει ο αρχαιολόγος Βασίλειος Αραβαντινός σε παλιότερη ειδική έκδοση για το Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας.
Περιλαμβάνουν μοναδικές στο είδος τους συλλογές, που προέρχονται από ελληνικές και ξένες ανασκαφές που καλύπτουν ολόκληρη τη Βοιωτία.
Ξεχωρίζουν οι ιέρειες από την Αυλίδα, οι περίφημες Ταναγραίες, οι ανατολικοί σφραγιδοκύλινδροι της Υστερης Εποχής του Χαλκού από το θηβαϊκό ανάκτορο, οι αρχαϊκοί κούροι από το Πτώο και οι επιτύμβιες στήλες της κλασικής εποχής από μαύρο λίθο.
Εντυπωσιάζουν επίσης τα επιτύμβια ανάγλυφα, που προέρχονται από τα ιερά της Αρτέμιδος στην Αυλίδα, του Απόλλωνα, της Δήμητρας και του Ηρακλή, καθώς και η στήλη της Φιλωτέρας, βοιωτικό έργο των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ. που ανακαλύφθηκε στο λιμάνι των Σιφών (Αλυκή).
Στην ενότητα των ευρημάτων της μυκηναϊκής περιόδου ξεχωρίζουν οι θαλαμωτοί τάφοι της Τανάγρας, που εκτέθηκαν για πρώτη φορά το 1972.
Μοναδικές στο είδος τους για όλο τον ελλαδικό χώρο είναι οι ζωγραφιστές λάρνακες (σαρκοφάγοι) από πηλό, που αποκαλύπτουν την ισχυρή κρητική επίδραση στην περιοχή και χρονολογούνται στο 1350-1250 π.Χ.
1. Επτά πύλες
Η ακρόπολη των Θηβών ονομαζόταν Καδμεία, από το όνομα του ιδρυτή της πόλης. Ο πληθυντικός του ονόματός της οφείλεται στις περίφημες επτά πύλες της, που συνδέονται στενά με τον μύθο της Νιόβης. Ηταν κόρη του βασιλιά της Φρυγίας Τάνταλου και σύζυγος του Θηβαίου Αμφίονα με τον οποίο απέκτησε ωραία και πολλά παιδιά, που λέγεται ότι έφταναν τα 14 (επτά αγόρια και επτά κορίτσια). Υπερηφανεύτηκε όμως γι' αυτά και τιμωρήθηκε από την Ηρα.
2. Φράγκικο
Ο πέτρινος πύργος του Αρχαιολογικού Μουσείου είχε χτιστεί από τον ηγεμόνα της Θήβας Νικόλαο Β' ντε Σεντ Ομέρ (1258-1294) και αποτελούσε την κατοικία του. Εχει τετράγωνη κάτοψη και αποτελεί μέρος της οχύρωσης της πόλης που είχε κατασκευαστεί κατά την κατοχή της περιοχής από τους Φράγκους.
3. Γραμμική Β
Στα πολύτιμα εκθέματα του μουσείου περιλαμβάνονται 300 πινακίδες με αναγραφές σε Γραμμική Β. Είναι η γραφή που κυριάρχησε κατά τη μυκηναϊκή περίοδο (17ος-13ος αιώνας π.Χ.) και χρησιμοποιεί ιδεογράμματα. Αποκαλύφθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά μόλις το 1952 αποκρυπτογραφήθηκαν τα 65 από τα 88 γνωστά σύμβολά της.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας