Μετά το πέρας των διαπραγματεύσεων στη σύνοδο κορυφής της 12ης Ιουλίου ο Ελληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δήλωσε ότι τώρα η Ελλάδα θα μπορούσε ξανά «να σταθεί στα πόδια της».
Παρά τον αρνητικό αντίκτυπο της συμφωνίας με τους δανειστές, η οικονομική σταθερότητα θα άνοιγε νέες οικονομικές προοπτικές για την Ελλάδα.
Τα βάρη της πολιτικής λιτότητας θα έπρεπε να κατανεμηθούν με κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Το «Grexit» ανήκε πια στο παρελθόν.
Πράγματι ο ελληνικός λαός με το «Οχι» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου δεν έδωσε λευκή επιταγή για την έξοδο από το ευρώ.
Η προπαγάνδα του Βερολίνου και των Βρυξελλών έκαναν το δημοψήφισμα να φαίνεται σαν μια απόφαση υπέρ ή κατά του ευρώ. Ηλπιζαν ότι οι Ελληνες, όπως το 1990 οι πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας, δεν θα αποφάσιζαν κατά του «δυτικού χρήματος».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, στηριζόμενος στα κινήματα διαμαρτυρίας και με την υπόσχεση να λύσει το ζήτημα μέσω διαπραγματεύσεων, κατάφερε την επιτυχία του «Οχι».
Τώρα πλέον έχουμε μπροστά μας το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.
Ακόμα κι αν πράγματι πέρασε η εποχή των διαρκών συζητήσεων για την παραμονή της Ελλάδας στον χώρο του ευρώ, παραμένει το ερώτημα: Τι προοπτικές έχει η ελληνική οικονομία σ’ αυτό το πλαίσιο;
Αυτό είναι ζήτημα δεδομένων και όχι πεποιθήσεων ή υποθέσεων.
Εντελώς ανεξάρτητα από τα μεμονωμένα σημεία του προγράμματος λιτότητας, η σταθεροποίηση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος θα έχει αναμφίβολα θετικές επιδράσεις.
Ηδη από τον Νοέμβριο του 2014 Ελληνες καταθέτες και επιχειρήσεις έκαναν αναλήψεις ύψους τουλάχιστον 40 δισεκατομμυρίων ευρώ από τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς και έκρυψαν τα χρήματα «κάτω από το στρώμα» ή τα μετέφεραν στο εξωτερικό.
Η επιστροφή ακόμα και τμήματος των χρημάτων αυτών στις ελληνικές τράπεζες θα λειτουργήσει στην ουσία σαν πρόγραμμα ανάκαμψης της οικονομίας.
Αν επιπλέον καλυφθεί η εξυπηρέτηση του χρέους του ελληνικού κράτους με ένα νέο Μνημόνιο, θα μπορούσε να δοθεί τέρμα στη βάναυση μείωση των δημόσιων δαπανών το τελευταίο τρίμηνο, που οφείλεται στη συγκέντρωση όλων των αποθεμάτων, προκειμένου να εξυπηρετηθεί το χρέος. Ισως μάλιστα να υπάρξει και ανάθεση δημόσιων συμβάσεων σε επιχειρήσεις.
Ποιες είναι όμως οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές; Ας ρίξουμε μια ματιά προς τα πίσω.
Η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας άλλαξε έντονα τα τελευταία 20 χρόνια. Από το 1995 ώς το 2007 η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε πολύ.
Κατά τη χρονική περίοδο αυτή το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 55%, χωρίς να ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός. Αν υποθέσουμε δηλαδή ότι το 1996 ανερχόταν στο 100%, το 2007 είχε φτάσει το 155%.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης, από το 2009 και μετά, σημειώθηκε δραματική πτώση στην απόδοση της οικονομίας.
Σήμερα βρίσκεται περίπου στα ίδια επίπεδα που βρισκόταν πριν από 15 χρόνια, κατά την προσχώρηση στην ευρωζώνη.
Πέρα από τις άμεσες συνέπειες της κρίσης, στη δραστική μείωση του ΑΕΠ συνέβαλαν τα προγράμματα λιτότητας και η εξυπηρέτηση του υψηλού χρέους.
Το μεγαλύτερο μέρος της «ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας» προκύπτει στην Ελλάδα, όπως και αλλού, από τους τομείς παροχής υπηρεσιών. Χωρίς τον τουρισμό και τη ναυτιλία δεν θα λειτουργούσε τίποτα.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι είναι ασήμαντοι οι κλασικοί τομείς, αντιθέτως. Ακριβώς εκεί φαίνονται οι σταθεροποιητικές και αποσταθεροποιητικές εξελίξεις της ελληνικής οικονομίας.
Ετσι, στον τομέα της γεωργίας σημειώθηκε μείωση αναφορικά με το μερίδιο ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας από το 1995 στο 2007, από 8% σε 3%, ενώ σήμερα βρίσκεται σταθερά στο 4%.
Το μερίδιο της βιομηχανίας μειώθηκε από 15% το 1995 σε 13% το 1998, μετά συγκρατήθηκε στο ίδιο επίπεδο, το 2014 βρισκόταν στο 12%.
Η έντονη διαρθρωτική κρίση της ελληνικής βιομηχανίας εντοπίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι ελπίδες για την προσχώρηση στο ευρώ αποτέλεσαν αντίδραση στην κρίση αυτή.
Εκτοτε οι διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου φαίνονται ξεκάθαρα σε έναν συγκεκριμένο τομέα: τον κατασκευαστικό.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 το μερίδιο ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στον κατασκευαστικό τομέα ανερχόταν σε 6%. Το 2004 είχε σκαρφαλώσει στο 9%. Το 2014, ωστόσο, έφτασε με το ζόρι το 2%.
Εχει αυξηθεί έντονα η εξάρτηση της μικρής αυτής χώρας από τις εισαγωγές. Το 1995 η Ελλάδα εισήγαγε προϊόντα και υπηρεσίες της τάξεως του 22% του ΑΕΠ.
Το 2000, εν όψει της προσχώρησης στο ευρώ την 1η Ιανουαρίου του 2001, το ποσοστό αυτό άγγιξε το 35%. Από τότε έμεινε στα ίδια επίπεδα.
Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό ποσοστό εισαγωγών συνεχίζει να βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (42,9%) και αρκετά κάτω από τον μέσο όρο άλλων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπως η Πορτογαλία (39,4%), η Ρουμανία (41,1%) και η Βουλγαρία (67,9%).
Οι εξαγωγές δεν μπόρεσαν να αντισταθμίσουν τις αυξανόμενες εισαγωγές. Το μεγαλύτερο έλλειμμα στο εξωτερικό εμπόριο σημειώθηκε κατά την περίοδο των ακραίων οικονομικών διακυμάνσεων (Boom and Crash): από το 2007 ως το 2010.
Στο ελληνικό εξωτερικό εμπόριο σημειώθηκαν από το 1995 μέχρι σήμερα ελλείμματα και κατά συνέπεια προκλήθηκε εξωτερικό χρέος ύψους 314 δισεκατομμυρίων ευρώ. Πάνω από τα δύο τρίτα συσσωρεύτηκαν από την προσχώρηση στο ευρώ μέχρι τα τέλη του 2010.
Για να υπάρξουν, λοιπόν, πραγματικές αλλαγές, θα ήταν αναγκαίες εκτεταμένες επενδύσεις.
Η συμφωνία των Βρυξελλών της 12ης Ιουλίου προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη διευκόλυνση της πρόσβασης της Ελλάδας σε πακέτο χρηματοδότησης για την ανάπτυξη ύψους 35 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Τι σημαίνει αυτό; Το 2008 οι επενδύσεις στην Ελλάδα ανέρχονταν στα 57,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Το 2014, έτος κατά το οποίο οι Βρυξέλλες επαίνεσαν την Ελλάδα για την επίτευξη πραγματικής ανάπτυξης, οι επενδύσεις ανήλθαν μόλις στα 21 δισεκατομμύρια.
Η χρηματοδότηση που ανακοινώθηκε, λοιπόν, δεν αντιστοιχεί καν στη μείωση των επενδύσεων σε ένα έτος. Και τα 35 δισεκατομμύρια, ακόμα και αν κατανεμηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, θα αποπληρωθούν σε περισσότερα έτη.
Δεν μπορεί κανείς να περιμένει μεγάλες αλλαγές στην ελληνική οικονομία με τέτοια μέσα. Το μόνο που υπόσχονται οι ελίτ του Βερολίνου, του Παρισιού και των Βρυξελλών στον ελληνικό λαό είναι μια σταθερή θέση στην περιφέρεια της ευρωζώνης, τίποτα παραπάνω.
Μετά από χρόνια οικονομικής παρακμής και μιας τρομακτικής κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και μόνο η αόριστη προοπτική σταθεροποίησης, η σκέψη ότι τα πράγματα δεν θα πάνε χειρότερα, αποτελεί μια θετική είδηση, η σημασία της οποίας δεν πρέπει να υποτιμηθεί.
Σε κάθε περίπτωση το νέο πρόγραμμα λιτότητας, που επιβάλλεται με τη συμφωνία της 13ης Ιουλίου, σημαίνει τη συνέχιση των προηγούμενων προγραμμάτων λιτότητας. Οι συνέπειές τους είναι γνωστές και έχουν ήδη περιγραφεί.
Οι ακόμα υψηλότεροι φόροι κατανάλωσης, με ένα γενικό συντελεστή ΦΠΑ 23%, που αποτελεί ρεκόρ στην Ε.Ε., καθώς και οι νέες μειώσεις των συντάξεων, θα μειώσουν και πάλι την εσωτερική ζήτηση, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα.
Οι αυξήσεις του ΦΠΑ στην εστίαση και η άρση των φορολογικών πλεονεκτημάτων για τα ελληνικά νησιά θα αποτελέσουν πλήγμα για τον σημαντικό τομέα του τουρισμού και θα αυξήσουν τα σχετικά πλεονεκτήματα του ανταγωνισμού, π.χ. στην Τουρκία.
Η άρση των φορολογικών πλεονεκτημάτων για τους αγρότες θα εμποδίσει την αναζωογόνηση του ήδη συρρικνωμένου τομέα της γεωργίας.
Αν εξαιρέσει λοιπόν κανείς τη βραχυπρόθεσμη τόνωση, που σχετίζεται με την πιο πρόσφατη κρίση, οι μακροοικονομικές προοπτικές είναι κάθε άλλο παρά ρόδινες.
Ομως, μετά τις μεγάλες δημόσιες κινητοποιήσεις των τελευταίων ετών, ο κόσμος στην Ελλάδα δεν θα επιστρέψει έτσι απλά στην καθημερινότητά του, ψάχνοντας τρόπους για να βγάλει τα προς το ζην στην αγορά.
Οι άνθρωποι βρίσκουν παντού λόγους για να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις. Ακόμα και οι νηφάλιες στατιστικές τούς δίνουν δίκιο: δεν υπάρχει άλλη χώρα στην ευρωζώνη που να έχει στιγματιστεί τόσο ανοιχτά από την οικονομική ανισότητα όσο η Ελλάδα.
Ναι μεν η μακρά ανάπτυξη μέχρι το 2007 οδήγησε στη μείωση του μεριδίου των επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών στο «εθνικό εισόδημα» των επίσημων στατιστικών, όμως αυτό βρισκόταν πάντοτε πάνω από το 50%, συνήθως και πάνω από το 60%.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ασυνήθιστη τιμή, ακόμα κι αν λάβει κανείς υπόψη το υψηλό ποσοστό ελεύθερων επαγγελματιών μεταξύ των εργαζόμενων, που ανέρχεται στο 30%.
Ακριβώς εκεί θα διεξαχθεί ο αγώνας για προτάσεις για μια πιο δίκαιη κοινωνικά κατανομή των βαρών της κρίσης, με ή χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αλέξης Τσίπρας, ομιλία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στις 8 Ιουλίου:
«Και θέλω να σας θυμίσω ότι η ισχυρότερη στιγμή αλληλεγγύης της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας ήταν το 1953, όταν η χώρας σας έβγαινε καταχρεωμένη και λεηλατημένη από δύο παγκόσμιους πολέμους και η Ευρώπη και οι ευρωπαϊκοί λαοί [συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, σ.σ. FCH] έδειξαν τη μέγιστη αλληλεγγύη στη σύνοδο του Λονδίνου το 1953, όταν αποφάσισαν τη διαγραφή του 60% του χρέους της Γερμανίας, καθώς και ρήτρα ανάπτυξης. Αυτή ήταν η σημαντικότερη στιγμή αλληλεγγύης της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας».
Ανώνυμος, από τα ενδότερα της συμμορίας:*
«Το Σαββατοκύριακο, όταν η ΕΚΤ έβαλε φρένο, πάθαμε το έμφραγμα. Τώρα έχουμε τα επακόλουθα. Κάποια όργανα έχουν παραλύσει. Κάποια δεν λειτουργούν πια. Αλλα προσπαθούν, αλλά δεν έχουν αρκετό αίμα. [...] Υποτιμήσαμε τη δύναμή τους. Μία δύναμη που εισχωρεί στον ίδιο τον κοινωνικό ιστό. [...] Είναι πολύ στενά τα περιθώρια επιρροής μας. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι ήδη καφκικό».
(*Στο mediapart.fr δημοσιεύτηκε στις 8 Ιουλίου μία συνέντευξη μέλους της ελληνικής αποστολής διαπραγματεύσεων, το όνομα του οποίου δεν αποκαλύπτεται. Από εκεί προκύπτει το ως άνω σχόλιο).
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας