Καλά που υπάρχει Πάσχα, Δεκαπενταύγουστος, οι εθνικές επέτειοι, μερικά υπολείμματα τοπικών πανηγυριών, όπου χορεύονται ακόμη κάποιοι από τους παραδοσιακούς μας χορούς. Διαφορετικά, θα ’πρεπε να τους αναζητάμε σε κάποια φυτοζωούντα συγκροτήματα λαϊκών (ή εθνικών) χορών ή στον απόδημο ελληνισμό (όπου δεν ντρέπονται να τους χορεύουν -και μάλιστα με εθνικές ενδυμασίες- καθότι για πολλούς ημεδαπούς είναι συνυφασμένοι με τη «βλαχιά»).
Χοροί, χοροί…
Και όμως, δεν είναι μακριά η εποχή που χορεύονταν - και όχι μόνο στην επαρχία. Η εικόνα άρχισε ν’ αλλάζει εκεί, στη δεκαετία του ’50 (τότε που η νικήτρια στον Εμφύλιο παράταξη ενθάρρυνε τον κόσμο να εγκαταλείψει την επαρχία και να γίνει πρωτευουσιάνος ή να ξαποσταλεί στην -αγύριστη- ξενιτιά).
Με τα νεανικά πάρτι και τους εισαγόμενους χορούς: ταγκό, βαλς, μπλουζ, ρούμπα, σάμπα, μάμπο, φοξ-αγκλέ, τσα-τσα-τσα, τσάρλεστον, σουίνγκ, μπούγκι (oι δύο τελευταίοι για δεινούς χορευτές). Οπου οι περισσότεροι ήθελαν τους χορευτές αγκαλιαστούς ή, τουλάχιστον, πιασμένους από το χέρι.
Οι κάπως παλιότεροι θα διατηρούν τη ρομαντική εικόνα από αυτά τα πάρτι, όπου οι κοπελιές κάθονταν και περίμεναν εκείνον που θα τις ζητήσει να χορέψουν: «Χορεύετε;» Κι αν η κοπελιά συνοδευόταν, απαραίτητη η άδεια από τον συνοδό: «Επιτρέπετε;» Εννοείται ότι το να βγεις με μια κοπέλα τα ήθη απαιτούσαν να είναι αδερφή, ξαδέρφη, αρραβωνιαστικιά ή πολύ γνωστής οικογένειας (με κάποια… προοπτική). Στη διάρκεια του χορού, και το σχετικό «ψηστήρι» ή φλερτ (και ό,τι ήθελε προκύψει…).
Και, ας προστεθεί, η ενδυματολογική μόδα απαιτούσε ομοιομορφία: για τις κοπέλες μακρύ φουστάνι, φουρό, «σάκο», μίντι και, αργότερα, για τις πιο… περπατημένες, μίνι και χοτ παντς (οι πρόδρομοι των σημερινών εξεπιτούτου φθαρμένων τζιν σορτς). Οι δε άντρες, κοστούμι και γραβάτα, όπου αυτό που άλλαζε κυρίως ήταν το σχήμα του σακακιού και το στενό–φαρδύ πέτο και το μπατζάκι του παντελονιού.
Χέρια ψηλά!
Οπου, περί το τέλος του ’50, ενέσκηψε το ροκ, που με τις παραλλαγές του κυριαρχεί ώς τις μέρες μας, καθώς δεν κατάφεραν οι χοροί και οι ήχοι που πλασαρίστηκαν στη συνέχεια (κυρίως μέσω των ξένων κινηματογραφικών ταινιών, που τις μιμήθηκαν και οι δικοί μας) να το εκπορθήσουν: καλύψω, σέικ, μπόσα-νόβα, μάντισον, χάλι–γκάλι, χούλα–χουπ (αυτό με τα πλαστικά στεφάνια), γιάνκα και, κάπως πρόσφατα, λαμπάντα, μακαρένα - αν δεν μου ξεφεύγει κάποιος.
Με τους χορευτές, του κυρίαρχου πλέον ροκ, με τα χέρια ψηλά, να μην αγγίζει ο ένας τον άλλο, να μην μπορούν, από την ένταση των ντεσιμπέλ, να συνομιλήσουν. Και ίσως να μην είναι σύμπτωση που επικράτησαν σε μια μοναξιάρικη και φασαριόζικη εποχή, όπου οι άνθρωποι δεν ήταν ποτέ τόσο κοντά και συνάμα τόσο μακριά (ξανά σε ξένα οικόπεδα, αλλά ώς εδώ…). Η δε εμφάνιση, ενδυματολογικώς και… γενικώς, χαμός.
Βέβαια κάποια στιγμή, μέσα στη… σύγχυση, είδαμε κι έναν ελληνικό χορό, τον ζεϊμπέκικο, που εξελίχθηκε στη συνέχεια σε συρτάκι, να κάνει παγκοσμίως καριέρα - με τη «Στέλλα» και τον «Ζορμπά» του Κακογιάννη, με τις μουσικές του Χατζιδάκι το πρώτο και του Θεοδωράκη το δεύτερο, συν το «Ποτέ την Κυριακή» του Ντασσέν, ξανά με Χατζιδάκι.
Σε έξαρση, εν τω μεταξύ, τα τελευταία χρόνια, στα ημέτερα εδάφη, δίπλα στα «ροκάδικα», τα «ελληνάδικα», με κυρίαρχα τα άσματα της αεί «καψούρας»: ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια, των μοναχικών επίσης χορευτών, με τα χέρια πέρα δώθε, καθώς, ούτω πως, τη «βρίσκουν».
Αλλά γιατί, θα πείτε, η κομμάτι μελαγχολική -και μάλιστα μέρες που διανύουμε- αυτή αναδρομή; Επειδή, είπαμε, Δεκαπενταύγουστος, πανηγύρια, μνήμες. Κι ακόμη επειδή τελευταία βρέθηκα σ’ έναν γάμο, όπου ούτε η νύφη ούτε ο γαμπρός ήξεραν να χορέψουν, ως είθισται, τσάμικο ή συρτό, ούτε καν ταγκό ή βαλς. Και βρήκαν τον εαυτό τους με τα χέρια ψηλά…
Στο πλαίσιο
Σε κορύφωση, όπως λένε και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, η φυγή των κατοίκων των Αθηνών και των λοιπών αστικών κέντρων. Τώρα το πόσοι και πόσο, λόγω της κρίσης, άγνωστο. Οσοι ωστόσο από τους αποδράσαντες έχουν ρίζες στην επαρχία και βρίσκονται από δουλειά στα αζήτητα, καλό θα ήταν να σκεφτούν μήπως εκεί βρίσκεται το αύριό τους.
Με γιομοφεγγαριά, πλήθη κόσμου, κι ένα κατά τα πάντα ελκυστικό καλλιτεχνικό πρόγραμμα, ξεκίνησε την 1η Αυγούστου το Α’ Φεστιβάλ Ανδρου που θα διαρκέσει ολόκληρο τον μήνα, στο νέο υπαίθριο θέατρο - απόκτημα του νησιού. «Για μένα είναι μια μαγική βραδιά, γιατί το θέατρο ζωντανεύει από τη συγκίνηση, ζωντανεύει από τη χαρά του κόσμου», είπε ο διευθυντής του, Παντελής Βούλγαρης - με διαχρονικές, δημιουργικές σχέσεις με την Ανδρο. Κρίμα που δεν κατάφερα να είμαι.
Φίλος από την Καλαμάτα μού θύμισε ότι στις 5 Αυγούστου συμπληρώθηκαν 7 χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Τσαγκάρη – του προικισμένου συνθέτη, του εκλεκτού παλιόφιλου. Οι εκεί φίλοι ετοίμασαν μια εκδήλωση μνήμης, καθώς στην Καλαμάτα, όντας διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου, άφησε την τελευταία του πνοή στα 59 του. Νοερά μαζί τους.
«Σας λέγω, με απόλυτη βεβαιότητα, ότι του είχε εγκριθεί η τιμητική σύνταξη και ένα εφάπαξ δέκα χιλιάδων ευρώ […] Από ό,τι είμαι σε θέση να γνωρίζω, ανάληψη δεν είχε κάνει, γιατί δεν έβγαινε καθόλου από το σπίτι του», μου γράφει ο συνάδελφος δημοσιογράφος Μανώλης Μηλιαράκης, φίλος του Γιώργου Ζωγράφου, που τον αναζήτησε και τον βρήκε άψυχο…
ΚΑΙ… Χωρίς (και) τον Κώστα Βίρβο: Εναν μεγάλο του λαϊκού τραγουδιστικού στίχου. Ποιοτικός, παραγωγικός. Και ως άνθρωπος, προσηνής και ευγενέστατος. Οφείλω κάτι περισσότερο.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας