«Μεγάλα μάτια» είναι ο τίτλος της νέας ταινίας του Τιμ Μπάρτον μια φωτογενής, συμβατική βιογραφία δυο συναρπαστικών, στην πραγματικότητα, ανθρώπων, που δεν αφήνει ωστόσο να εκφραστεί ο μαγικός, ιδιοσυγκρασιακός και άλλοτε τολμηρός σκηνοθέτης.Η ίδια η ιστορία ανοίγουν πλήθος θεμάτων για κινηματογραφική συζήτηση.
Μεγάλα μάτια (Big Eyes)
Σκηνοθεσία: Τιμ Μπάρτον
Ηθοποιοί: Εϊμι Ανταμς, Κριστόφ Βαλτς
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η Μάργκαρετ Χόκινς προκαλεί ήδη δυσαρέσκεια ως διαζευγμένη μητέρα, πόσο μάλλον ως ζωγράφος που κάνει πορτρέτα παιδιών και τα πουλάει ένα δολάριο στις αγορές. Τα έργα της είναι ποπ και «ελαφριά», απεικονίζοντας αγόρια και κορίτσια με τεράστια, μελαγχολικά μάτια. Ο Γουόλτερ Κιν, φαφλατάς τσαρλατάνος, πρώην ζωγράφος και νυν μεσίτης, όχι μόνο θα πείσει τη Μάργκαρετ να τον παντρευτεί, αλλά και θα πλασάρει τα έργα της με τέτοια ζέση και μαεστρία που θα τα επιβάλει ως εμπορική επιτυχία. Μόνο που θα το κάνει υποδυόμενος ότι είναι δικά του, καθώς η ανδρική υπογραφή πουλάει περισσότερο. Η Μάργκαρετ αρχικά θα υπομείνει την απάτη, ζαλισμένη από τον ξαφνικό πλούτο, στην πορεία όμως θα προκαλέσει τον Γουόλτερ σε μια παροιμιώδη δικαστική διαμάχη.
Η νέα ταινία του Τιμ Μπάρτον είναι μια φωτογενής, συμβατική βιογραφία δυο συναρπαστικών, στην πραγματικότητα, ανθρώπων, χωρίς ωστόσο ν’ αφήνει να εκφραστεί ο μαγικός, ιδιοσυγκρασιακός και άλλοτε τολμηρός σκηνοθέτης. Γραμμένη από το δημιουργικό δίδυμο των Σκοτ Αλεξάντερ και Λάρι Καραζέφσκι, υπεύθυνων όχι μόνο για το «Εντ Γουντ» του Μπάρτον, αλλά και για κινηματογραφικές βιογραφίες όπως το «Υπόθεση Λάρι Φλιντ» και το «Man on the Moon», στηρίζεται περισσότερο στην εξαιρετική αισθητική και τα κοστούμια της Κολίν Ατγουντ και στις προεκτάσεις που μπορεί ο καθένας να δώσει μόνος του σε μια σύνθετη ανθρώπινη περιπέτεια, παρά στην κατεύθυνση που επιλέγει να δώσει ο Μπάρτον στο φιλμ του, το οποίο θα μπορούσε εξίσου να έχει σκηνοθετήσει οποιοσδήποτε σημερινός mainstream Αμερικανός σκηνοθέτης, σαν τον Ντέιβιντ Ο. Ράσελ.
Η Εϊμι Ανταμς είναι ούτως ή άλλως εκπληκτική στην ερμηνεία της, πολυδιάστατη κι ευαίσθητη, με λάμψη και χιούμορ, παρ’ ότι δεν της δίνεται ούτε μια μεγάλη, αληθινά απαιτητική σκηνή για να επιδείξει το ταλέντο της. Η μία, αντιπροσωπευτική και της ίδιας και του Μπάρτον σκηνή της ταινίας, όπου η Μάργκαρετ Κιν, μπερδεμένη από τις ενοχές, τα ηθικά διλήμματα και την καταπίεση, αρχίζει να βλέπει όλες τις μητέρες με τα παιδιά τους στο σουπερμάρκετ να την κοιτούν με πελώρια μάτια βγαλμένα από τους πίνακές της, δεν έχει ούτε προηγούμενο ούτε συνέχεια. Η κορύφωση της μάχης του ζευγαριού στο δικαστήριο μένει αναξιοποίητη. Ο Κριστόφ Βαλτς στον (αγγλόφωνο) ρόλο του Γουόλτερ Κιν ρέπει συχνά προς την καρικατούρα.
Η ίδια η ιστορία και η χρονική περίοδος της εξέλιξής της ανοίγουν πλήθος θεμάτων για κινηματογραφική συζήτηση: το ζήτημα της εμπορευματοποίησης της τέχνης, τον διαχωρισμό της σε «υψηλή» και λαϊκή, την εκούσια θυματοποίηση, τον ρόλο της γυναίκας στην αγορά, τη σύγκρουση της μοναξιάς του καλλιτέχνη με τη φιλοδοξία του, τη σημασία των media και της κριτικής, την αποθέωση της μπαναλιτέ το ’60 αλλά και, γιατί όχι, σήμερα. Μόνο που τα ζητήματα αυτά προκύπτουν από την αληθινή ιστορία του ζεύγους Κιν, χωρίς ώθηση από τον σκηνοθέτη. Ετσι, τα «Μεγάλα μάτια» είναι μια ολοκληρωμένη βιογραφία με ξεχωριστό αντικείμενο, αλλά όποιος περιμένει τη νέα «μεγάλη» ταινία του Τιμ Μπάρτον, θα χρειαστεί να κάνει υπομονή ώς την επόμενη ή παραπέρα.
Τα μυστικά του δάσους (Into the woods)
Σκηνοθεσία: Ρομπ Μάρσαλ
Ηθοποιοί: Μέριλ Στριπ, Τζόνι Ντεπ, Εμιλι Μπλαντ, Ανα Κέντρικ, Τζέιμς Κόρντεν, Κρις Πάιν
Ενας φούρναρης και η όμορφη γυναίκα του, άτεκνο ζευγάρι, θ’ ακολουθήσουν τη συμβουλή μιας μάγισσας και θα περιπλανηθούν νύχτα στο δάσος, αναζητώντας τα συστατικά του μαγικού φίλτρου που θα διαλύσει την κατάρα που τους σκεπάζει και θα τους φέρει ένα παιδί. Εκεί θα συναντήσουν την Κοκκινοσκουφίτσα, τη Ραπουνζέλ, τη Σταχτοπούτα, τον Τζακ με τη φασολιά του κι όλους τους κλασικούς ήρωες των παραμυθιών των αδελφών Γκριμ, στις γνωστές τους περιπέτειες αλλά με ανατρεπτική εξέλιξη.
Ο Ρομπ Μάρσαλ που πριν από 12 χρόνια, με το «Σικάγο», κατάφερε την εκπληκτικότερη κινηματογραφική μεταφορά θεατρικού μιούζικαλ της σύγχρονης εποχής, διασκευάζει τώρα τη μεγάλη επιτυχία του Στίβεν Σόντχαϊμ, σε μια ταινία πληθωρική κι απολαυστική, παρ’ ότι από τη μέση και μετά χάνει τον τόνο της.
Ο Μάρσαλ επενδύει στα βολικά του όπλα με κύρος και άνεση. Εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη διττή σημασία των, συνήθως, «σκανταλιάρικων» παραμυθιών και φέρνει στην επιφάνεια το χιούμορ και την υπερβατικότητά τους. Σ’ ένα έργο γεμάτο τραγούδια, χρησιμοποιεί ένα καστ μη τραγουδιστών ηθοποιών, επώνυμων αλλά και απρόσμενων.
Η Μέριλ Στριπ είναι θαυμάσια ως μπλε κακιά μάγισσα –παρ’ ότι η όποια κουβέντα για Οσκαρ γίνεται μόνον από κεκτημένη ταχύτητα–, η Εμιλι Μπλαντ ως φουρνάρισσα είναι ζουμερή και διασκεδαστική, ο Τζόνι Ντεπ ενσαρκώνει τον Κακό Λύκο σαν να ήταν φτιαγμένος γι’ αυτόν τον ρόλο, ο Κρις Πάιν βρίσκει τον κωμικό του εαυτό και η κάθε ερμηνεία είναι καλοδουλεμένη και απολαυστική, σ’ ένα άνευ προηγουμένου medley παραμυθιών και τραγουδιών του Μπρόντγουεϊ. Ταυτόχρονα, τα διαρκή μουσικά νούμερα είναι τόσο «δραστήρια» σκηνοθετημένα και μονταρισμένα που στιγμή δεν χρονοτριβούν, αντίθετα προχωρούν την πλοκή με βήμα ταχύ σαν από μαγικό χρυσαφί γοβάκι.
Αυτός ο πλούτος, ωστόσο, που στο πρώτο μέρος της ταινίας εκφράζεται συγκροτημένα και έξυπνα, στο δεύτερο παρασύρεται από το ίδιο του το μέγεθος και παραμελεί το σενάριο της ταινίας που εξελίσσεται, πάντα χαριτωμένα, αλλά όλο και πιο αδύναμα, μεταμορφώνοντας τη σαρκαστική κωμωδία σε φλυαρία. Ακόμα κι έτσι, ειδικά, αν όχι και μόνο, για τους λάτρεις των μιούζικαλ, η ταινία προσφέρει ένα γεμάτο δίωρο κεφιού μετά μουσικής.
Αλύγιστος (Unbroken)
Σκηνοθεσία: Αντζελίνα Τζολί
Ηθοποιοί: Τζακ Ο' Κόνελ, Γκάρετ Χέντλαντ, Ντόνολ Γκλίσον, Τακαμάσα Ισιχάρα
Ο Λούι Ζαμπερίνι, γιος Ιταλών μεταναστών στην Αμερική τη δεκαετία του ’30, βρίσκει το νόημα της ζωής στον πρωταθλητισμό στον στίβο, που θα τον οδηγήσει σε ολυμπιακό μετάλλιο. Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου ο Ζαμπερίνι θα πολεμήσει στην αεροπορία, θα βρεθεί ναυαγός σε μια σχεδία στη μέση του ωκεανού για 47 ημέρες και στη συνέχεια αιχμάλωτος των Ιαπώνων, θύμα ενός σαδιστή διοικητή σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Κι απ’ όλη αυτή την απίστευτη περιπέτεια, θα επιβιώσει χάρη στη δύναμη της θέλησής του.
Η Αντζελίνα Τζολί, στη δεύτερη σκηνοθετική της δουλειά, βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο της Λόρα Χίλενμπραντ που, με τη σειρά της, εμπνέεται από την πραγματική ιστορία του Λούι Ζαμπερίνι. Παρά τον πλούτο της παραγωγής, τα εντυπωσιακά φυσικά τοπία του γυρίσματος, τον ασταμάτητο «δανεισμό» από όλη την γκάμα των πολεμικών ταινιών, από το «Καλά Χριστούγεννα κύριε Λόρενς» μέχρι τη «Γέφυρα του ποταμού Κβάι» και, κυρίως, μια αληθινή ιστορία ικανή να εκπλήξει και να εμπνεύσει, η Τζολί σκηνοθετεί με τόσο ξύλινο τρόπο που δεν καταφέρνει να προκαλέσει καμιά συμπάθεια, ενδιαφέρον ή συγκίνηση για έναν ήρωα εξ ορισμού συναρπαστικό. Ακόμη και σ’ αυτό το επίπεδο δράμα, ωστόσο, το ταλέντο και ο μαγνητισμός στην οθόνη του νεόφερτου Βρετανού Τζακ Ο’ Κόνελ καταφέρνουν να διαπεράσουν τον πάγο και να επιβληθούν, έστω αβοήθητα.
Νορβηγία
Σκηνοθεσία: Γιάννης Βεσλεμές
Ηθοποιοί: Βαγγέλης Μουρίκης, Αλεξία Καλτσίκη, Ντάνιελ Μπόλντα, Μάρκος Λεζές
Ο Ζανό, ένας φωτοφοβικός βρικόλακας, έρχεται από την επαρχία στην Αθήνα και περνά τις νύχτες του χορεύοντας αισθαντικά, αναζητώντας όχι τόσο αίμα όσο ένα «ζεστό κορίτσι». Θα το βρει στο πρόσωπο της πόρνης Αλίκης, αλλά μαζί της και μ’ έναν Νορβηγό ντίλερ θ’ αναλάβει μια «δουλειά» που θα τον αναγκάσει να λοξοδρομήσει.
Ο Γιάννης Βεσλεμές (aka Felizol), με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι και τιμήθηκε από τη FIPRESCI στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, φρεσκάρει τα πράγματα στο ελληνικό κινηματογραφικό τοπίο, με μια εξαιρετικά διασκεδαστική και απρόσμενα τρυφερή ταινία «είδους», μια ταινία φαντασίας που, όπως οι πιο αυθεντικές της κατηγορίας, κηρύσσουν μέσα από τις εξωφρενικές ιστορίες τους την αγνή, παιδική σχεδόν, αγάπη.
Με εικόνα και αίσθηση βγαλμένη από την καρδιά της δεκαετίας του ’80 του ΠΑΣΟΚ και του ασταμάτητου κλάμπινγκ, η ταινία λοξοκοιτάζει το ρετρό αλλά κερδίζει την οικειότητα του θεατή χωρίς γραφικότητες. Η ιστορία του Ζανό εκτυλίσσεται το 1984 και η εποχή είναι ολοφάνερη στο φιλμ, όχι μόνο στο περιβάλλον, στα σκηνικά, τα κοστούμια και… τις κομμώσεις, αλλά και στην επικαιρότητα, τις εμφανίσεις του Παπανδρέου, την πρoβολή μιας γενιάς που ξοδεύτηκε στη νύχτα. Μόνο που αντί το επιλεγμένο περιβάλλον του να το σαρκάσει ή να το υπονομεύσει, το αντιμετωπίζει με μια αύρα ελαφρότητας, τρυφερότητας, ευπρόσδεκτης αφέλειας.
Ο Βαγγέλης Μουρίκης ενσαρκώνει με χιούμορ και στιλ μια υπερβατική φυσιογνωμία, σ’ έναν ρόλο που ευχαριστιέσαι να βλέπεις, αντίθετο στις συνήθειές του, πολυδιάστατο, διασκεδαστικό, έναν ρόλο που ενσωματώνεται στην καριέρα του και τη φωτίζει, έναν συνδυασμό του Τζον Γουέιν και του Κολοκοτρώνη. Δίπλα του, η Αλεξία Καλτσίκη ενώνει τη μοιραία γυναίκα, την ηρωίδα κόμικς και μια νέα βερσιόν της Σοφίας Αλιμπέρτη, με χιούμορ και γοητεία. Ο Χρήστος Καραμάνης υπογράφει τη φωτογραφία και συμβάλλει στο new wave πυροτέχνημα της εικόνας.
Στη «Νορβηγία» ο Βεσλεμές συστήνεται ως ένας σκηνοθέτης που αγαπά την αγάπη, τη φαντασία και το σινεμά, χαρακτηριστικά που αρκούν με το παραπάνω για να θέλουμε ν’ ακολουθήσουμε τη διαδρομή του. Ακόμα περισσότερο, το φιλμ διαθέτει γοητευτικά ψεγάδια και φιλόδοξο μεγαλείο, αλλά και μια ιδεολογική πρόταση που δεν θέλεις να αγνοήσεις: τη δεκαετία του 2010, όπως και του 1980, τα βαμπίρ βρίσκονται αλλού απ’ όπου νομίζουμε και ο μόνος τρόπος να νικήσεις τον θάνατο είναι ν’ αγαπήσεις.
Η «Νορβηγία» θα προβληθεί αποκλειστικά στο «Αστυ», σε 4 μεταμεσονύχτιες προβολές, τα Σάββατα 3, 10, 17 και 24 Ιανουαρίου, στις 00.30.
Ακόμα στις αίθουσες:
■ «Η Τίνκερμπελ και το Τέρας του Ποτέ», όπου προφανώς η Τίνκερμπελ και οι φίλες της τα ξωτικά κάνουν παρέα μ’ ένα τέρας κι αγκαλιάζουν τη διαφορετικότητά του, πράγματα τόσο γνώριμα στους φαν της μικρής νεράιδας που η δημοσιογραφική προβολή περίττευσε.
■ «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» του Βασίλη Μυριανθόπουλου, με τους Ρένια Λουιζίδου, Τάκη Σπυριδάκη, Παύλο Ορκόπουλο, Λεωνίδα Καλφαγιάννη, Κλέλια Ρένεση, όπου ο Μυριανθόπουλος διασκευάζει το δικό του θεατρικό έργο, με all-star cast, προτιμώντας ωστόσο ν’ αφήσει απρόσκλητους τους δημοσιογράφους στο δείπνο.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας