«Είμαστε φτιαγμένοι από μνήμη»... Με αυτά τα λόγια ξεκινάει η κουβέντα μας με τη σκηνοθέτρια Ελένη Αλεξανδράκη, μια γυναίκα που έχει καταπιαστεί με δύσκολα θέματα κυρίως στο ντοκιμαντέρ («Τα παιδιά της Ελλάδας», «Τώνια Μαρκετάκη», «Κωστής Παπαγιώργης», «Ξεριζωμένοι» κ.ά.), αλλά και στις ταινίες μυθοπλασίας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε η νέα της ταινία «Θολός βυθός» σε σκηνοθεσία δική της και σενάριο που έγραψε μαζί με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη. Πάμε τώρα για την τρίτη εβδομάδα προβολής, καθώς οι αίθουσες γεμίζουν. Και όχι τυχαία: το ασπρόμαυρο φιλμ διάρκειας περίπου μιάμισης ώρας μεταφέρει στην οθόνη την προσωπική ιστορία του Γιάννη Ατζακά, παιδιού των παιδουπόλεων της Φρειδερίκης, όπως την αφηγείται ο ίδιος στα βιβλία του «Διπλωμένα φτερά» και «Θολός βυθός» (εκδόσεις Αγρα).
«Είμαστε φτιαγμένοι από μνήμη», συνεχίζει η σκηνοθέτις. «Το DNA της ψυχής μας είναι η μνήμη μας, κουβαλάμε χωρίς να το ξέρουμε τη μνήμη των προγόνων μας, τις εμπειρίες και την ιστορία των γονιών μας, των παππούδων μας, των προπαππούδων... Από τότε που γεννιόμαστε, μας μεταφέρονται αυτές οι μνήμες που ζουν για πάντα βαθιά μέσα μας. Στην ιστορία της χώρας μας και εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου υπήρξε μονίμως η ανάγκη της εξουσίας να μας επιβάλει την ιδέα ότι οι νικητές αυτού του πολέμου ήταν και είναι στη “σωστή πλευρά της Ιστορίας” κι ότι η άλλη πλευρά είναι άδικη, αμόρφωτη, εγκληματική και υπεύθυνη για τον όποιο διχασμό. Αυτό το ζούμε στο πετσί μας και σήμερα γιατί διαιωνίζεται και μας προκαλεί ως Ελληνες ανασφάλεια σε σχέση με την ταυτότητά μας. Ακόμα και τώρα με το θέμα του εγκληματικού δυστυχήματος των Τεμπών όπου οι συγγενείς των θυμάτων μάχονται για να διαλευκανθούν τα αίτια, να αποδοθεί δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν οι ένοχοι, προσπαθεί η κυβέρνηση να αποποιηθεί τις ευθύνες της, αποδίδοντας σε όσους αναζητούν αυτή την αλήθεια την κατηγορία ότι το κάνουν με δόλιο σκοπό. Ενοχοποιούν στην ουσία αυτά τα τραγικά πρόσωπα που έχουν χάσει τους δικούς τους και όσους τους υποστηρίζουν», τονίζει.
Πράγματι, για την ίδια δεν υπάρχει αυτό που συχνά ακούμε από όλες τις παρατάξεις, «η σωστή πλευρά της Ιστορίας»: «Δεν αποδέχομαι τον όρο. Δεν υπάρχει σωστή και λάθος πλευρά, υπάρχει η Ιστορία!», μας λέει. «Το Γιαννούδι, ο Γιάννης Ατζακάς δηλαδή ως παιδί, βίωσε στις παιδουπόλεις την προπαγάνδα που του γύρισε ανάποδα το μυαλό. Του έμαθαν πως ό,τι είχε βιώσει στο χωριό του ως σωστό ή φυσικό ήταν λάθος και κακό. Μιλώντας του ασταμάτητα για τους κομμουνιστές, τους αντάρτες, τους αντιστασιακούς ως “κατσαπλιάδες”, “εγκληματίες που κόβουν κεφάλια με κονσερβοκούτια”, “ληστοσυμμορίτες”, “εαμοβούλγαρους” κ.λπ. τον έκαναν να θελήσει να αποποιηθεί ενδόμυχα τον πατέρα του και να πείσει τον εαυτό του ότι εκείνος δεν ήταν αντάρτης αλλά στρατιώτης του εθνικού στρατού. Το παιδί βολεύτηκε μέσα σ’ αυτή την πλάνη με την κρυφή ελπίδα ότι ο πατέρας του δεν υπάρχει πια, ακόμα και να εύχεται να έχει πεθάνει. Μάλιστα στην ταινία φτάνει να τον αποκεφαλίσει μέσα στη φαντασία του», μας λέει η σκηνοθέτις.
Τη ρωτάμε ποιο θεωρεί ότι ήταν το πιο βαθύ τραύμα του ίδιου του Ατζακά, καθώς πάνω στη δική του ιστορία και ψυχοσύνθεση στήθηκε όλο το σενάριο της ταινίας: «Πρώτα ξεχνάς, μετά αρνείσαι και μετά απωθείς την αλήθεια, ακόμη κι αν πέσεις πάνω της», μας απαντά. «Ο Γιάννης Ατζακάς, τον οποίο πρωτογνώρισα το 2009 και από τότε το έβαλα σκοπό να γίνει αυτή η ταινία (σ.σ.: πίστευα τότε πως θα μου πάρει επτά χρόνια, τελικά πήρε 16!), αν και τελικά έγινε Λαμπράκης και επέστρεψε στο ιδεολογικό του σπίτι που είναι η Αριστερά, πάντα είχε μέσα του αγκάθι πως κατά κάποιο τρόπο “πρόδωσε” τον πατέρα του, ακριβώς λόγω της πλύσης εγκεφάλου που του έκαναν. Οπότε άργησε να τον συναντήσει (ο πατέρας του είχε βρει πολιτικό καταφύγιο στη Βουλγαρία, απ’ όπου δεν μπόρεσε να γυρίσει ποτέ) και πάντα υπήρχε αυτή η πληγή. Ωστόσο βρέθηκαν τελικά αρκετές φορές και μάλιστα ο Γιάννης τον θεωρούσε πολύ οξυδερκή καθώς, αν και αγράμματος, είχε πολιτική σκέψη δομημένη. Ας πούμε, του είχε μιλήσει για την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων (κάτι που έγινε από το 1989 και μετά) πολύ νωρίτερα. Το έβλεπε να έρχεται... Οταν εγώ διάβασα τα βιβλία του Γιάννη Ατζακά, ένιωσα πόνο γι’ αυτή την ουσιαστικά απροστάτευτη παιδική ψυχή και μια παράξενη συνάφεια. Καταλαβαίνω τώρα ότι κουβαλάω αυτή την “προαιώνια” μνήμη μιας συνεχούς προπαγάνδας της νικήτριας πλευράς…», συμπληρώνει.
Οι παιδουπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης (της «μητέρας μας», όπως αναγκάζονταν να τη λένε τα παιδιά εκεί) ήταν πολλές, πάνω από 50. Σε κάθε μία ήταν περισσότερα από 200 ή και 300 παιδιά. Ολα παιδιά αριστερών, ανταρτών που ήταν φτωχά ή που ήθελαν να μάθουν γράμματα. «Πρώτα φτωχοποίησαν τον πληθυσμό, τον ανάγκασαν σε κατάρρευση -δίχως εκπαίδευση, δομές, δυνατότητα βασικής επιβίωσης- και μετά ήρθαν ως αυτοί που θα τον έσωζαν από όλα τα δεινά του. Αυτό έκανε το καθεστώς τότε, και κάτι παρόμοιο συμβαίνει και σήμερα: οι τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές αντιθέσεις, η φτωχοποίηση σε κάθε επίπεδο, ο φόβος που εδραιώθηκε μέσα μας ειδικά επί Covid και μετά, όλα όσα δηλαδή δημιούργησε το ίδιο το νεοφιλελεύθερο σύστημα, οδηγούν τον κόσμο ακριβώς προς τον θύτη του: προς ακραία νεοφιλελεύθερα καθεστώτα και πολιτικές», απαντά η κ. Αλεξανδράκη.
Τη ρωτάμε αν γνωρίζει κι άλλα παιδιά που να κατόρθωσαν αργότερα να ξεφύγουν από την ιδεολογική (αλλά και υπαρξιακή) προπαγάνδα των παιδουπόλεων: «Ξέρω πως ένας γνωστός του Γιάννη τελικά αυτοκτόνησε. Ωστόσο, ο Ατζακάς πράγματι αποτελεί εξαίρεση: τα περισσότερα έγιναν δεξιοί, δηλαδή το σύστημα ήταν τόσο τέλειο ώστε πέτυχε να φτιάξει “τους αυριανούς χτίστες της χώρας”, όπως τους ήθελε. Ο ίδιος ο Ατζακάς λέει για τον εαυτό του ότι υπήρξε “κακοτεχνία του συστήματος”. Νομίζω ότι αυτή η ανάγκη των Ελλήνων μέσα στα χρόνια να ψηφίζουν ως επί το πλείστον Δεξιά οφείλεται κατά πολύ στο πώς γαλουχήθηκαν τόσα παιδιά στις παιδουπόλεις εκείνα τα χρόνια».
«Ξέρετε, είναι απίστευτο ό,τι συνέβη τότε: το σύστημα των παιδουπόλεων λειτουργούσε άψογα. Και τίθεται το ερώτημα: Τι κάνω σε ένα, κατ’ αναλογία, παρόμοιο περιβάλλον όπου η αλήθεια κρύβεται ή αλλοιώνεται, όπως γίνεται σήμερα; Η δική μου απάντηση είναι πως εναντιώνομαι με κάθε κόστος! Η αντίσταση δεν είναι “διχασμός”, όπως τον παρουσιάζει συνεχώς ο πρωθυπουργός. Δεν υπάρχουν οι “καλοί που θέλουν να πάνε μπροστά την Ελλάδα” και οι κακοί που τους εναντιώνονται, δηλαδή είναι διχαστικοί. Υπάρχει αντίδραση, γιατί υπάρχει λόγος. Και είναι εγκληματικό διαχρονικά το να προσπαθείς να πείσεις πως μόνο εσύ έχεις το δίκιο», καταλήγει.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Η ταινία παίζεται ήδη για τρίτη εβδομάδα στους κινηματογράφους και όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσει. Σε λίγες μέρες θα προβληθεί στο Φεστιβάλ της Σόφιας. Πρωταγωνιστούν μεταξύ άλλων οι: Μ. Μαυροµατάκης, Σ. Κακάλας, Ε. Σαουλίδου, Α. Καραζήσης, Α. Παππά, Π. Νεραττίνι, Κ. Γκουλιώνη, Γ. Κοκκιασµένος, Ε. Ανδρουλιδάκη, Μ. Καλλιµάνη, Αι. Τσαµάτης, Σ. Μάινας.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας