Το βιβλίο «Ιστορία & Κινηματογράφος: Εξιστορώντας στην οθόνη» της Ελευθερίας Θανούλη, καθηγήτριας Θεωρίας Κινηματογράφου στο Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτελείου και διευθύντριας του Εργαστηρίου για τη Μελέτη του Ελληνικού Κινηματογράφου & Τηλεόρασης, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πεδίο, σε μετάφραση Γιώργου Παπαδημητρίου (διότι αρχικά είχε κυκλοφορήσει στην αγγλική γλώσσα το 2018 από τις εκδόσεις Bloomsbury Publishing με τίτλο: «History and Film: A Tale of Two Disciplines»), αποτελεί μια μελέτη που διερευνά τη σχέση του κινηματογράφου με την επιστήμη της ιστορίας και την αναπαράσταση αυτής στην έβδομη τέχνη. Πρόκειται για μία πολύ ενδιαφέρουσα έκδοση που μπορεί να λειτουργήσει ως εγχειρίδιο για τους φοιτητές του κινηματογράφου και της ιστορίας, καθώς θα μπορέσουν και οι μεν και οι δε να κατανοήσουν τις ομοιότητες που υπάρχουν μεταξύ αυτών των δύο κλάδων.
Η Θανούλη χωρίζει το βιβλίο της σε δυο μέρη, με το καθένα να αποτελείται από τρία κεφάλαια. Στην εισαγωγή του πρώτου μέρους, μέσα από το έργο σημαντικών ακαδημαϊκών όπως των Ουόρεν Σούσμαν, Ρόμπερτ Ροζενστόουν, Ουίλιαμ Γκούιν, Μάρνι Γουόρινγκτον, τονίζει τον σημαντικό ρόλο του κινηματογράφου ως «ερμηνευτή της ιστορίας» καθώς και ότι οι ταινίες «μπορούν να μελετηθούν ως “προϊόντα” της ιστορίας [...] που εμπεριέχουν όλες τις τεχνολογικές, οικονομικές, ιδεολογικές –ακόμη και ηθικές– συνθήκες οι οποίες κατέστησαν εφικτή τη δημιουργία τους» (σελ. 22).
Στην εισαγωγή της η Θανούλη κάνει και δυο υποθέσεις οι οποίες λειτουργούν ως βάση του βιβλίου της. Στην πρώτη ισχυρίζεται ότι η ιστορική ταινία αποτελεί μια μεγεθυμένη μινιατούρα ενός ιστορικού βιβλίου. Αυτό σημαίνει «ότι μια ιστορική καταγραφή σε κινηματογραφική μορφή μεγεθύνει, ενισχύει και την ίδια στιγμή πολλαπλασιάζει όλα τα χαρακτηριστικά της γραπτής ιστορίας». Στη δεύτερη υπόθεσή της υποστηρίζει ότι η «ιστοριοφωτία» (όρο που εισήγαγε ο ιστορικός Χέιντεν Γουάιτ για να περιγράψει την αναπαράσταση της ιστορίας μέσω οπτικών μέσων, όπως ο κινηματογράφος, η φωτογραφία ή άλλα οπτικοακουστικά έργα τέχνης) «θα πρέπει να θεωρηθεί η κυρίαρχη μορφή ιστορίας στον 20ό και στον 21ο αιώνα, καθώς παράγει ιστορική γνώση με βάση ένα διακριτό πλέγμα από επιστημονικές αρχές που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη εποχή».
Προκειμένου η συγγραφέας να υποστηρίξει αυτές τις δυο υποθέσεις συνδυάζει το μακρο-επίπεδο (το οποίο καλύπτεται στα τρία πρώτα μέρη του πρώτου κεφαλαίου) και το μικρο-επίπεδο, στο οποίο αναλύει τους εξειδικευμένους μηχανισμούς της κινηματογραφικής αφήγησης μέσα από παραδείγματα ιστορικών ταινιών μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ.
Στο πρώτο μέρος ενώ αναλύει τον όρο της «ιστοριοφωτίας» παράλληλα εστιάζει τη μελέτη της στο έργο του Ζίγκφριντ Κρακάουερ, Γερμανού θεωρητικού του κινηματογράφου, και στον Γάλλο φιλόσοφο και κριτικό λογοτεχνίας Ρολάν Μπαρτ, καθώς και στο σημαντικό πειραματικό κινηματογραφικό έργο του σπουδαίου Γάλλου σκηνοθέτη Ζαν-Λικ Γκοντάρ, «Histoire(s) du cinema» (1988-1998, 266΄). Ενα έργο που αποτελείται από μια σειρά οκτώ επεισοδίων που εξερευνούν την ιστορία του κινηματογράφου, τη σχέση του με την ιστορία γενικότερα και τον τρόπο με τον οποίο ο κινηματογράφος μπορεί να αποτυπώσει, να αναπαραστήσει ή να παραποιήσει την πραγματικότητα. Συνεχίζοντας επικεντρώνεται στις ιδιαιτερότητες του κινηματογράφου ως μέσο και συγκρίνει την αναλογική με την ψηφιακή απεικόνιση ενώ κλείνει το πρώτο μέρος με αναφορές στο έργο του Γάλλου μεταμοντερνιστή και φιλόσοφου Μισέλ Φουκό. Χρησιμοποιεί τις έννοιες «αρχαιολογία της γνώσης» και «γενεαλογία», ώστε να εξηγήσει το πώς κατασκευάζονται οι αφηγήσεις του παρελθόντος όχι μόνο στις ιστορικές ταινίες αλλά και στην ίδια την καταγραφή της ιστορίας. Ιστορία και κινηματογράφος χρησιμοποιούν παρόμοιες μεθόδους για να δημιουργήσουν μια ολοκληρωμένη και συνεκτική αφήγηση χωρίς όμως να καταφέρνουν να αποφύγουν την επιρροή που τους ασκούν οι κοινωνικές, πολιτισμικές και ιδεολογικές μεταβολές της εκάστοτε εποχής.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου μπορεί να αποδειχθεί για τον αναγνώστη αρκετά απαιτητικό, καθώς υπάρχουν πολλές συμπυκνωμένες πληροφορίες, τόσο για την θεωρία του κινηματογράφου αλλά και για την ιστοριογραφία, που ίσως δυσκολευτεί να τις αφομοιώσει. Οι αρκετές σημειώσεις, η βιβλιογραφία και οι παραθέσεις σίγουρα βοηθούν ώστε να σχηματίσει κάποιος μια καλύτερη εικόνα σε όσα αναφέρονται. Παρ’ όλα αυτά όσο και απαιτητικό να είναι το πρώτο μέρος (η πρότερη γνώση κάποιων θεμάτων σίγουρα μπορεί να βοηθήσει στη γρηγορότερη κατανόηση του κειμένου), είναι απαραίτητο ώστε η Θανούλη να δομήσει τα επιχειρήματά της και να προχωρήσει στο δεύτερο μέρος όπου ο αναγνώστης θα ανταμειφθεί καθώς, μέσω παραδειγμάτων και κάποιων πινάκων, θα κατανοήσει καλύτερα τις θέσεις της και θα αντιληφθεί τη σύνδεση με τα προηγούμενα κεφάλαια.
Στο δεύτερο μέρος η Θανούλη, έχοντας ως κύρια βάση το έργο των Ντέιβιντ Μπόρντγουελ (θεωρητικού του κινηματογράφου) και Μπιλ Νίκολς (κριτικού κινηματογράφου) επιχειρεί μέσα από παραδείγματα να αποδείξει ότι κάθε ιστορική ταινία κατασκευάζεται με πολύ συγκεκριμένο τρόπο αφήγησης που με τη σειρά του κι αυτός «κρύβει» διάφορες ιδεολογικές προεκτάσεις-εξ ου και η προσπάθεια της συγγραφέα να συνδέσει αυτή τη διαδικασίας κατασκευής με τη διαδικασία που ακολουθείται στην ιστορική αφήγηση.
Αφού διαχωρίζει και εξηγεί τους μηχανισμούς της κάθε αφήγησης, η ίδια παραθέτει παραδείγματα πέντε ιστορικών ταινιών :«Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν», «Η λεπτή κόκκινη γραμμή», «Δουνκέρκη», «Η ζωή είναι ωραία», «Ο γιος του Σαούλ», «Αδωξοι Μπάσταρδη». Ολες είναι έργα μυθοπλασίας που έχουν ασχοληθεί με τα ιστορικά γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το Ολοκαύτωμα, γεγονότα που διαμόρφωσαν την ιστορική αφήγηση και στον κινηματογράφο έχουν αναπαρασταθεί ποικιλοτρόπως. Η Θανούλη αναλύει και τοποθετεί την κάθε ταινία ως προς τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων κι από εκεί αναζητά και το ιδεολογικό υπόβαθρο της κάθε ταινίας. Ιδια μέθοδος ακολουθείται και στο ντοκιμαντέρ όπου αφού παραθέτει τους πέντε τρόπους αφήγησης που συναντάμε στο είδος, αναλύει τα ντοκιμαντέρ που αφηγούνται γεγονότα από τον πόλεμο του Βιετνάμ «Η Ομίχλη του Πολέμου», «Μετά λύπης, σας πληροφορούμε», «Sir! No Sir!» καθώς και τρία ντοκιμαντέρ που σκιαγραφούν σημαντικές προσωπικότητες όπως του Τζον Κέρι στο «Going Upriver: The Long War of John Kerry», του Ρώσου σκηνοθέτη Αλεξάντρ Μεντβέντκιν στο «The Last Bolshevik» και του Γκλεν Γκουλντ στο ντοκιμαντέρ «Τριάντα δυο μικρές ταινίες για τον Γκλεν Γκουλντ».
Η μελέτη της Θανούλη προσπαθεί να αναδείξει την αξία της κινηματογραφικής αφήγησης, που δεν αποζητά απαραίτητα τη σωστή αναπαράσταση του παρελθόντος αλλά μια ερμηνεία αυτού μέσα από εικόνες. Διαβάζοντας το βιβλίο, μπορούμε πιο εύκολα να κατανοήσουμε την επίδραση του ιστορικού κινηματογράφου στις σύγχρονες κοινωνίες αλλά και πόσο σημαντικό είναι να υπάρξει συνεργασία ανάμεσα στους κινηματογραφιστές-ιστορικούς για τη δημιουργία έργων που εξερευνούν και ερμηνεύουν τη σύγχρονη ιστορία ανοίγοντας διάλογο με το κοινό. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου αρκετές φορές προτιμάται η δημιουργία ταινιών εποχής με αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα και καταστάσεις, το παρόν βιβλίο θα βοηθήσει τους κινηματογραφιστές να κατανοήσουν τη σημασία ενσωμάτωσης ιστορικών επιστημόνων σε όλη τη διαδικασία της παραγωγής αλλά ταυτόχρονα θα βοηθήσει και τους ιστορικούς να κατανοήσουν το κοινό έδαφος μεταξύ σινεμά-ιστοριογραφίας και θα μπορούν να συμβάλουν σε μια παραγωγή χωρίς προκαταλήψεις.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας