Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών δεν έχουν περιθώρια σύγκλισης. Οι λόγοι της απόστασης που προκύπτει είναι: η προτεραιότητα στην οποία επιμένει η κυβέρνηση, να παρακολουθεί την πολύπλευρη δράση της αντιπολίτευσης, χωρίς να έχει αποσαφηνίσει την αποστολή της χώρας (mission statement), και τις εξ αυτής προκύπτουσες στρατηγικές, ώστε να υπάρχει ένα σταθερό πλαίσιο αναφοράς. Αυτή η έλλειψη, πολιτικά δικαιολογημένη εντός μιας εύκολα διαταρασσόμενης συγκυβέρνησης, δεν είναι αναγνωρίσιμη από τους δανειστές, οι οποίοι, γι’ αυτόν τον λόγο, στηρίζονται σε εξωτερικές παραμέτρους υπολογισμών.
Εργάζονται, δηλαδή, με βάση το «χειρότερο σενάριο» (worst case scenario), του οποίου οι ευαισθησίες είναι κατ’ ανάγκη περιορισμένες, αλλά και οι υπερβολές του παρούσες, οπότε οι ευελιξίες κατά τη διαπραγμάτευση είναι ελάχιστες. Παράγοντες επιμονής σ’ αυτό το σενάριο είναι η κυβερνητική ακαταστασία, που εκδηλώνεται με βιαστικές αποφάσεις, οι οποίες προκαλούν έκπληξη και διατηρούν σε συνεχή ετοιμότητα για διορθώσεις, διευκρινίσεις και σχολιασμούς εκ μέρους των τεχνικών, των υπεύθυνων του ελληνικού προγράμματος και, ακόμα χειρότερα, των πολιτικών που, δεσμευμένοι από αποφάσεις των δικών τους κυβερνήσεων και από σαφείς ερμηνείες του «μνημονίου», αναγκάζονται να υπογραμμίζουν τα κατ’ αυτούς αυτονόητα.
Από τεχνοκρατική όσο και πολιτική σκοπιά, το κόστος αυτής της ακατάπαυστης ακαταστασίας, που λαβαίνει τη μορφή αταξίας, είναι δυσανάλογο για τη σημασία και τη σωτηρία της Ελλάδας και επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις, όχι –δυστυχώς- προς λύση, αλλά προς προστασία των δανειστών, είτε ως προσώπων είτε ως οργανισμών.
Η συνεννόηση των δανειστών με τον Ελληνα υπουργό Οικονομικών και τους άμεσους συνεργάτες του δεν προσκρούει σε διαφορές λεξιλογίου, υποθέσεων εργασίας, παραμέτρων που διαμορφώνουν τις εκδοχές και τις λεπτομέρειες πεπραγμένων και προβολών στο μέλλον. Ωστόσο, όσο και αν αυτή η συνεργασία είναι γόνιμη, οι πολιτικές διαστάσεις την περιορίζουν και την επιβαρύνουν με υποψίες, που βασίζονται σε βιασύνες της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού. Τέτοιες βιασύνες είναι οι υποσχέσεις που δεν έχουν επαρκή τεκμηρίωση, ούτε χρηματοδότηση, ο περιορισμός σε διαρκείς κινήσεις κομματικών ισορροπιών, η βραδύτητα και η αστοχία κομβικών αποφάσεων, η έκδηλη αδυναμία εφαρμογής στοιχειωδών για ευνομούμενο κράτος αποφάσεων.
Η κατά δυστυχή συγκυρία ανάγκη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας κατά την αμέσως προσεχή περίοδο εξελίχθηκε σε μια διαλυτική προεκλογική κατάσταση, που υποχρεώνει το σύνολο των κομματικών μηχανισμών σε αντιπαραθέσεις λαϊκισμού και αναγκάζει την κυβέρνηση να συνδυάζει αυτή τη συγκυρία με ανυποχώρητες -λιγότερο ή περισσότερο- θέσεις κατά τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές. Πρόσθετο ερώτημα παραμένει η εκκρεμότητα μιας ξεκάθαρης βούλησης της κυβέρνησης, που θα όριζε τα μερίδια λειτουργίας και ευθύνης μεταξύ τεχνοκρατών και πολιτικών. Πρόσφατες αποφάσεις, που δημιουργούν την εντύπωση ουσιώδους ενδυνάμωσης της πολιτικο-κομματικής δομής, περιορίζουν τους χειρισμούς των τεχνοκρατών. Περιορίζουν έτσι τις όποιες υποχωρήσεις των δανειστών, που θα έδιναν κάποια ανάσα στο «χειρότερο σενάριο».
Οι δανειστές είναι υποχρεωμένοι να λάβουν υπόψη τους γεγονότα τα οποία μπορεί να προκαλέσουν ανεπιθύμητους συστημικούς κυματισμούς στην Ευρώπη. Δεν είναι τόσο η κατάσταση στην Ιταλία και στη Γαλλία, η γκρίνια της Μεγάλης Βρετανίας, η περιορισμένη στη Γερμανία ή και αρνητική στην ευρωζώνη αναπτυξιακή πραγματικότητα και προοπτική εντός ενός νέου και απειλητικού διαχωρισμού μεταξύ Ανατολής και Δύσης υπό τη δυσχερή και αμφιταλαντευόμενη αντιμετώπιση της μεσογειακής ανισορροπίας «φονταμενταλιστών» ποικίλων αποχρώσεων και δυναμικών εμφανίσεων. Η ποσότητα και η ποιότητα αυτής της σύνθετης και κατ’ ουσία απρόβλεπτης κατάστασης υποχρεώνει σε μια δυσχερή προσπάθεια διάσωσης εκείνων στους οποίους έχει γίνει «μεταφορά τεχνογνωσίας» (know-how transfer) σε χρήμα και ανθρώπινους πόρους για τη χαλιναγώγηση των προβλημάτων τους. Ενα περιθώριο επέκτασης αυτής της προσπάθειας διάσωσης είναι διαπραγματεύσιμο. Και η ελληνική περίπτωση δεν είναι εκτός τέτοιου σχεδιασμού εντός του «χειρότερου σεναρίου», βέβαια.
Η ελληνική εκπροσώπηση στο Παρίσι υπήρξε, για πρώτη φορά, συντεταγμένη, προσεκτική και υποστήριξε με ψυχραιμία (και ελάχιστους εκνευρισμούς) τα δεδομένα που είχε ετοιμάσει. Η πρόοδος στη χρήση της αγγλικής γλώσσας από έναν ή δύο συμμετέχοντες υπήρξε ένα ακόμα θετικό στοιχείο. Και λόγω της πολύωρης διαπραγμάτευσης, είναι δικαιολογημένη η κατάχρηση εκ μέρους όσων κάπνιζαν που έβγαιναν στον δρόμο για ικανοποίηση του πάθους τους, αφήνοντας τα αποτσίγαρα στο οδόστρωμα. Η σύζυγος του Eλληνα εκπροσώπου στον ΟΟΣΑ είχε την καλοσύνη να μεριμνά για την αποκομιδή των αποτσίγαρων, η βίλα Σαϊντ, χώρος των διαπραγματεύσεων, βρίσκεται σε αριστοκρατική παρισινή γειτονιά.
Ποια θα είναι η κατάληξη παρόλο που η κατάσταση, η οποία περιγράφηκε συνοπτικά, δεν πρόκειται να αλλάξει διόλου, αν δεν χειροτερέψει. Θα είναι μια πικρή win-win λύση, η οποία θα προσδιορίσει νέες εκκρεμότητες, υποχρεώσεις, δεσμεύσεις. Το θέμα δεν είναι πια αν αυτό που θα γίνει θα είναι το δέον. Το θέμα είναι τι θα αποφασιστεί ώστε όλοι –δανειστές και κυβέρνηση– να έχουν να πουλήσουν τη σύγκλιση που δεν έχουν αγοράσει ώς τώρα. Για τα παρακάτω, καμία πρόβλεψη.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας