Ω, λ’ αμούρ λ’ αμούρ… αναφωνεί θεατρικά ο γοητευτικός γυμνός άντρας, κι αφήνει το κεφάλι του να πέσει στην άμμο ακόμα πιο θεατρικά από πριν.
Είναι χάραμα, σε μια έρημη παραλία, και βλέπει τον 30άρη φίλο του αγκαλιασμένο με το αισθαντικό κορίτσι που το προηγούμενο βράδυ τον είχε διαλέξει αυτόν. Οι δυο φίλοι την αποκάλεσαν Οριγκάμι όταν τους χάρισε μια χάρτινη μινιατούρα κιθάρας κι αφέθηκαν στη σαγήνη της. Η Οριγκάμι εισέβαλε στο δίπολο της φιλίας τους και ανέτρεψε τις ισορροπίες τους, απελευθερώνοντας σκέψεις, δεύτερες σκέψεις, εκκρεμότητες από παλιά, τη γεύση της μειονεξίας σ’ εκείνον που τώρα την κρατούσε, τη γεύση της υπεροχής σ’ αυτόν που τους κοιτούσε, φίλο παλιό και σύμμαχο απέναντι στη σκληρότητα της ζωής. «Και ξαφνικά, μου φάνηκε τόσο περιττός πια αυτός ο πόνος της διεκδίκησης, της αποκλειστικής νομής και κατοχής του άλλου…», είχε σκεφτεί ο σημερινός νικητής όταν έφταναν στην παραλία.
Αλλά όταν η Οριγκάμι θα δεχθεί να μετακομίσει στο σπίτι του, στο πρόσωπό της θα αρχίσει να σχηματίζεται μια έκφραση πικρίας. «Τι κρίμα». Αλλά δεν θα το ομολογήσουν ότι όταν ράγισαν τα πράγματα δεν έδωσαν σημασία, με τη σκέψη πως θα κατάφερναν να τα βολέψουν. Δεν θα παραδεχτούν ότι ήταν τόσο ευάλωτοι στις σιωπές που απλώθηκαν ανάμεσά τους. Ούτε καν μετά από χρόνια δεν θα το πουν στον εαυτό τους, ότι τους απέμειναν τόσα λίγα να δώσουν ο ένας στον άλλον («Οριγκάμι»).
Επτά διηγήματα σ’ αυτό το ηλεκτρισμένο κλίμα, συγκέντρωσε ο εκπαιδευτικός και άλλοτε δημοφιλής μπλόγκερ Θάνος Κάππας, στο Πώς πάνε τα πράγματα (Εκδ. Εστία). Επτά λογοτεχνικά διαμαντάκια γραμμένα την τελευταία πενταετία, για τις υποφωτισμένες λεπτομέρειες που σημαδεύουν τις ζωές μας και χαράζουν δρόμους φιδογυριστούς ανάμεσα σε ερωτήσεις, καταφάσεις και αντιφάσεις, διαψεύσεις και ματαιώσεις, ανάμεσα στην αγάπη, στην τρυφερότητα και στην κατανόηση, ανάμεσα στην ασφυξία, στην καθήλωση και στη μετατόπιση, ανάμεσα στην παραίτηση, στη συγχώρεση και στην αμφιθυμία, ανάμεσα στο παρελθόν που μας βαραίνει, στο παρόν που μας απογοητεύει και στο μέλλον που μας τρομάζει.
«Με ενδιαφέρουν τα ελάχιστα που είναι πολύ καθοριστικά για τη γεύση της ζωής που έχουμε ο καθένας και η καθεμιά», εξηγεί στην «Εφ.Συν.» ο συγγραφέας.
Εδώ και χρόνια εργάζεται ως φιλόλογος σε Εσπερινό Γυμνάσιο και έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την πιο σπαραχτική κι αδιέξοδη πραγματικότητα, που έγινε ακόμα πιο μαύρη στα χρόνια της κρίσης. Αλλοι στη θέση του, με μια τέτοια πρώτη ύλη, θα είχαν «γεννήσει» αφηγήματα ωμού ρεαλισμού και πράγματι εκδόθηκαν αρκετά αυτό το διάστημα (και μεταξύ τους πολλά ανεπεξέργαστα). Ομως εκείνος το ξεκαθάρισε: «Δεν θέλησα ποτέ να μιλήσω για όλα αυτά, και από μια διάθεση περιφρούρησης της ιδιωτικότητας αυτών των ανθρώπων. Παρότι έχω κατακλυστεί από ιστορίες, που πολλές φορές δυσκολεύεται κανείς να τις πιστέψει, θεωρώ ότι η σύνδεση μιας τέτοιας νωπής, ζοφερής, πραγματικότητας με τη λογοτεχνία παραβιάζει ένα δεοντολογικό όριο».
Ετσι, στην κορύφωση της οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης, ο Θάνος Κάππας άρχισε να εξερευνά το σταθερό, διαχρονικό, και συνήθως αόρατο υπόστρωμα των ζητημάτων της καρδιάς στις σχέσεις των ανθρώπων που δεν βολεύονται στους ρόλους τους. Και αντί να αναδείξει ακραίες ιστορίες, κατέγραψε «καθαρά αισθήματα υψηλής έντασης και θερμοκρασίας τα οποία συγγενεύουν με αιτήματα υπαρξιακά που έχουμε σήμερα άντρες και γυναίκες και που όταν έρθουν στο φως καταλαβαίνουμε τη βαρύτητά τους».
Ο συγγραφέας ξεκινά παρακολουθώντας τη δική του γενιά, τη γεννημένη το ’60, που έζησε εναλλακτικά, με ελευθεριότητα και ροκ, και ανοίγεται σε μεγαλύτερες και σε μικρότερες (περισσότερο) ηλικίες, πάντα με μια ματιά απελευθερωμένη από τις μικροαστικές αντιλήψεις. Γι’ αυτό οι παρατηρήσεις του γίνονται πιο διεισδυτικές και καίριες όταν συνδέει το προσωπικό στοιχείο με το κοινωνικό. Ο μικροαστικός κανόνας που μεταπολεμικά εγγράφηκε στην ταυτότητα της ελληνικής κοινωνίας και πρωτοαναδείχθηκε από τον Ταχτσή στο Τρίτο στεφάνι, έχει πια ξεφτίσει και ενδεχομένως δρα παραμορφωτικά όταν σκαλίζουμε το ελληνικό σήμερα.
Στο blog του, Vita Moderna, που υπήρξε πολύ ζωντανό το 2003-2013, και στη στήλη του στην Athens Voice ώς το 2008, ο Κάππας παρακολουθούσε αυτό το «σήμερα» όπως φάνηκε και στα σύντομα κείμενα του πρώτου βιβλίου του Πικρούτσικα Πικρούτσικα (εκδ. Εστία 2015). Τώρα, όμως, συνειδητά αποφεύγει τα στοιχεία της επικαιρότητας στα διηγήματά του και μόνο με αδιόρατες νύξεις προσδιορίζει τις ιδιότητες (σπουδές, βιοπορισμό, κουλτούρα) των πρωταγωνιστών/στριών του _ «έτσι κι αλλιώς τα πρόσωπα είναι ήδη φορείς ιδεολογίας». Ο κόσμος που κυκλοφορεί στο Πώς πάνε τα πράγματα είναι ο κόσμος που ασφυκτιά στο κουστούμι του, ένα χαρακτηριστικό που διατρέχει οριζόντια την ελληνική κοινωνία. Ο Κάππας τον νοιάζεται αυτόν τον κόσμο, δεν τον κρίνει, και προβάλλει ανάγλυφα τα αισθήματά του.
Εκείνες, εκείνοι και οι διαψεύσεις
Την ώρα που θάβουν την αγαπημένη τους σκύλα στη Σαλαμίνα, όταν αυτός πάει να την αγκαλιάσει για να την παρηγορήσει, εκείνη μέσα στον θρήνο της του πετάει κατάμουτρα την αλήθεια: «Η δική της αγάπη μας στήριξε, όχι η δική μας» («Λένικα»).
Στο μίνι μάρκετ της Βάρκιζας, τον προσπερνά η παλιά καλοκαιρινή του αγάπη, κι εκείνος δεν μπορεί να τη βγάλει από το μυαλό του. «Ποια ήταν;», ρωτάει η γυναίκα του και αποδέχεται το ψέμα του. Η κοιλάρα του, τα ζωηρά παιδιά τους, η μάνα του, η επικαιρότητα, η ζέστη, οι διακοπές τους που είναι στον αέρα, όλα τον τσιτώνουν. «Η περίληψη της σχέσης μας: από τον Ρούκουνα στα all inclusive» θα σκεφτεί χολερικά. Αλλά εκείνη θα τον διαλύσει: με ένα αυθόρμητο χάδι θα του πει: «Εχεις κουραστεί βρε μωρό μου».(«Ο μεγάλος ουρανός»).
Μια ώριμη γυναίκα, παντρεμένη με έναν αφοσιωμένο γιατρό, είναι το «μωρό» ενός νεότερου άντρα, μουσικού, που τη ρωτά με sms τι κάνει. Είναι πρωί. «Του απαντώ: Σε θέλω. Τώρα. Λέω αυτό που υποθέτω ότι θα κάνει τα πράγματα ενδιαφέροντα, προσπαθώ να μεγεθύνω στα λόγια ό,τι μέσα μου μένει χλιαρό». («Πώς πάνε τα πράγματα»)
Με σκηνές και λεκτικές αποστροφές που υπαινίσσονται πολλά περισσότερα απ’ όσα δηλώνουν, τα διηγήματα της συλλογής αναπτύσσονται σαν θεατρικά έργα. Ο Κάππας γνωρίζει ότι «οι λέξεις οργανώνουν τον αντιπερισπασμό τους», οπότε επιμένει στις αποχρώσεις τους και στην ποιητική συμπύκνωση των νοημάτων. Και απογειώνει τον πρωτοπρόσωπo λόγο καταφέρνοντας οι φωνές των ηρώων να ακούγονται ειλικρινείς, χωρίς ναρκισσισμό. Και κυρίως χωρίς κλισέ.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας