Ο παπάς μου τελικά έκλεισέν τα ούλλα τζιαι άλλαξε δουλειάν. Τι να έκαμνεν. Αλλαξε θκυο τρεις δουλειές τζιαι τελικά μετακομίσαμεν στη Λεμεσό. Με να τους θωρούμε, με να μας θωρούν. Ούτε τους Τούρκους, ούτε τους δικούς μας
Ο πατέρας της Λένιας είχε ένα μπακάλικο με «αποικιακά» στη Λευκωσία και προμηθευόταν ένα ψωμί-μέλι από μια Τουρκούα καλή, φτωσσιή γυναίκα. Οταν όμως αρκέψαν οι φασαρίες, κάτι κοπέλια δικά μας, του είπαν να βρει μια Χριστιανή για το ψωμί, κι όταν εκείνος αρνήθηκε μια-δυο φορές, τον έσπασαν στο ξύλο. Φοβισμένος, έκοψε την Τουρκού, και τότε τον βρήκαν κάτι κοπέλια Τούρτζιοι της ΤΜΤ. Αν δεν αγοράζει ψουμίν από την Τουρκού, του είπαν, θα τον σκοτώσουν…
Είναι ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο από τις Φωνές από χώμα (εκδ. Πατάκη), μια νουβέλα 83 μόλις σελίδων που καθηλώνει τον αναγνώστη με εικόνες από το ματαιωμένο προξενιό της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας στις αρχές του 1960, όταν η Κυπριακή Προεδρική Δημοκρατία έκανε τα πρώτα, ανεξάρτητα, βήματά της. Συγγραφέας είναι η Κωνσταντία Σωτηρίου, που ξεχωρίζει στη δυναμικά ανερχόμενη νέα γενιά της κυπριακής λογοτεχνίας, εξερευνώντας τον φόβο του «Αλλου» και την υπέρβασή του.
Γνωρίσαμε τη Σωτηρίου το 2015 με το αξιοπρόσεκτο μυθιστόρημα Η Αϊσέ πάει διακοπές (Πατάκης, βραβείο Athens Prize for Literature). Ο τίτλος του ήταν το σύνθημα για την απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974, και πρωταγωνιστούσε μια Ελληνοκύπρια που έζησε ως Τουρκοκύπρια. Στο δεύτερο βιβλίο της μας μεταφέρει στον κομβικό Δεκέμβρη του 1963, όταν ξέσπασαν τα ακραία διακοινοτικά επεισόδια, που οδήγησαν στη διαίρεση της Λευκωσίας σε ελληνοκυπριακό και τουρκοκυπριακό τομέα με την «Πράσινη Γραμμή», η οποία το 1974 επεκτάθηκε σε 300 χλμ., χωρίζοντας «τα ελεύθερα από τα κατεχόμενα εδάφη», ώσπου το 2003 άνοιξαν τα οδοφράγματα και έγινε μερική άρση του περιορισμού διακίνησης μεταξύ του βόρειου και του νότιου τμήματος του νησιού.Η Κωνσταντία Σωτηρίου έχει μεταπτυχιακό στην Ιστορία της Μέσης Ανατολής και εργάζεται στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της κυπριακής κυβέρνησης, όμως δεν έγραψε μια πολιτική νουβέλα. Επιστράτευσε τα εργαλεία της ατόφιας λογοτεχνίας για να αναδείξει τα συναισθήματα των λαϊκών ανθρώπων που βίωσαν τα αιματηρά γεγονότα του 1963. Και με μια γλώσσα γεμάτη χυμούς φέρνει στο προσκήνιο την εμπειρία του πόνου τους, καταξιώνοντάς την ως μαρτυρία πολύτιμη, πιο σημαντική ίσως από τις απόψεις που τους έχουν φυτευτεί από τα πάνω.
Οι «φωνές από χώμα» είναι οι φωνές των τσακισμένων γυναικών, φθαρτές και αναλώσιμες, όμως όλες μαζί σημαντικές. Είναι τα σπαράγματα των αναμνήσεων από την γκρεμισμένη καθημερινότητά τους, η θύμηση της γλυκιάς κι έπειτα πικρής γεύσης από τη διαλυμένη προσωπική ζωή τους, ο αέρας από τα ταπεινά όνειρά τους που εξανεμίστηκαν, η μυρωδιά της αδικίας και του φόβου που τις τύλιξε, η αίσθηση της ταπείνωσης και της οργής που καραδοκούσε γύρω τους, η διαπίστωση της εχθρότητας που υποδαυλίστηκε από τα εσωτερικά και εξωτερικά πολιτικά παιχνίδια, τα συντρίμμια μιας συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων που πήγαινε να ισορροπήσει, η αγωνία ότι διαπράχθηκε ύβρις απέναντι στις αδικοχαμένες ζωές…
Η Αθηνούλα δεν ξεχνά ότι ο Χασάνης, που δούλευε μαζί με τον άντρα της στο υποδηματοποιείο, έμπαινε στον κόπο να πάει στην Ασσια –κι ας περνούσε από τουρκικό έλεγχο– για να της φέρει άγριες αγκινάρες εκεί στη γειτονιά του τεμένους Ταχτακαλά της Λευκωσίας, όπου ζούσαν μαζί οι δυο κοινότητες.
Η Μάρθα θυμάται τον πατέρα της στο ξυλουργείο του, να βρίζει το ραδιόφωνο όταν άκουσε τον Μακάριο να θριαμβολογεί στον Καναδά ότι η Κύπρος «ήταν και είναι ελληνικό νησί».
Η Σταυρούλα, με τον Χαράλαμπο βιδωμένο πια στο κρεβάτι με πνευμονοπάθεια, βουβό από τις τόσες αμαρτίες του, τον θυμάται αθώο 20άρη, όταν το αφεντικό του, ο εργολάβος, τον έψηνε ότι οι Τούρκοι τούς παίρνουν τις δουλειές. Και σαν να τον βλέπει που πήγε να τη δείρει λεχώνα, για να παρατήσει το μωρό και να του πλύνει τα ρούχα, «να τα κάμεις σσιόνι», τότε που είχε γυρίσει από μια «επιχείρηση» «με τα γαίματα, αλλά έν ήταν δικά του»...
Οι φωνές των «καλών γυναικών», δώδεκα συνολικά, εναλλάσσονται με τη φωνή της Τζεμαλιγιέ, της πουτάνας με τη χρυσή καρδιά, που διατρέχει τη νουβέλα. Αυτές μιλούν το ελληνοκυπριακό ιδίωμα, εκείνη όμως, ως σύμβολο παντοτινό του Αλλου, μιλά ελληνικά.
Αυτές αποτιμούν σήμερα το τραυματικό 1963. Εκείνη μιλά το 1963 για το μέλλον που ονειρεύεται, ερωτευμένη καθώς είναι με τον άφραγκο, φρεσκοπαντρεμένο ταξιτζή Ζεκή, που δεν αντέχει τη στενή ζωή του. Ωσπου η πολιτική μπαίνει στα πόδια της, και η Τζεμαλιγιέ από απελπισμένη αγάπη αρχίζει να μιλά τουρκικά, υιοθετώντας τα εθνικιστικά συνθήματα για τη «Διχοτόμηση» (Taksim) του νησιού. Εκείνη που πουλούσε έρωτα στους Σταύρους και στους Μεμέτηδες, γίνεται το φιτίλι του μίσους.
«Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι πρέπει να συγχωρέσουμε τα λάθη μας»
«Οταν ακούμε τη φράση “Κυπριακό ζήτημα”, το μυαλό μας πάει στην “Εισβολή”. Είναι η επίσημη θεωρία της δικής μας πλευράς. Πώς όμως φτάσαμε εκεί; Από πού ξεκίνησε το κακό; Αυτό θέλησα να ψάξω» μας εξηγεί η Κωνσταντία Σωτηρίου.
«Εγώ γεννήθηκα “μετά” το 1974, και η οπτική μου δεν είναι εθνοκεντρική. Είναι κριτική. Οι παλιότεροι συγγραφείς ήθελαν να επουλώσουν το τραύμα. Εμείς της γενιάς μου αναζητάμε το “γιατί”. Ανατρέχοντας λοιπόν στην πρόσφατη Ιστορία της Κύπρου, συνειδητοποίησα ότι ο διαχωρισμός των δύο κοινοτήτων το 1963 ήταν η βασική αιτία που δεν άφησε τη, νεοσύστατη τότε (1960), Δημοκρατία να υπάρξει».
Η Σωτηρίου είναι όμως προβληματισμένη και σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού. «Ως νεαρό άτομο, νιώθω ότι οι προσπάθειες που γίνονται σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών δεν φτάνουν “κάτω” στον απλό κόσμο. Δεν έχει καλλιεργηθεί μια “κουλτούρα Λύσης”. Ολα συζητιούνται σε πρακτικό επίπεδο, αλλά το ουσιαστικό, δηλαδή η συνύπαρξη και η επόμενη μέρα μεταξύ των δύο κοινοτήτων, δεν έχει γίνει προσπάθεια να συζητηθούν».
Υπάρχει ωστόσο, λέει, μια σημαντική εξέλιξη. «Γίνεται η ταυτοποίηση των αγνοουμένων και από τις δύο κοινότητες. Ανοίγουν οι ομαδικοί τάφοι από το 1963 και το 1974, γίνεται η ταυτοποίηση των οστών, και οι συγγενείς τους τα παίρνουν σε ένα κασελάκι και τα θάβουν με τη δική τους, διαφορετική, τελετή. Αυτή η διαδικασία δείχνει πόσο κοινός είναι ο βαθύς πόνος. Είναι λοιπόν σημαντικό να κοιτάξουμε στα μάτια ο ένας τον άλλο, να παραδεχτούμε τα λάθη μας και να τα συγχωρέσουμε για να προχωρήσουμε σε μια κοινή πατρίδα».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας