Ο Θανάσης Καστανιώτης ξεκίνησε το ταξίδι του στον κόσμο του βιβλίου το 1968, πριν από ακριβώς 50 χρόνια. Η πρώτη εμφάνιση των Εκδόσεων Καστανιώτη στα σύγχρονα ελληνικά γράμματα έγινε με το βιβλίο «Bάσεις-Εννοιες της Kυβερνητικής» του Λουί Kουφινιάλ.
Από τότε μέχρι σήμερα έχει εκδώσει περισσότερους από 6.500 τίτλους βιβλίων γραμμένων από σημαντικούς Ελληνες και ξένους δημιουργούς, νομπελίστες, διακεκριμένους επιστήμονες, ρηξικέλευθους διανοητές και καλλιτέχνες, πρωτοεμφανιζόμενους λογοτέχνες που στη συνέχεια καταξιώθηκαν.
Ο εκδοτικός οίκος που μετράει μισό αιώνα συνεχούς παρουσίας σφραγίζοντας το πολιτιστικό τοπίο της Μεταπολίτευσης, κλυδωνίστηκε στα χρόνια της κρίσης, όμως τώρα βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης όπως λέει ο Θανάσης Καστανιώτης.
• Ξεκινήσατε τη σχέση σας με τα βιβλία πολύ νέος, μέσα στη χούντα. Πώς ήταν τότε το τοπίο του βιβλίου;
Οι συγγραφείς είχαν σιωπήσει, είτε βρίσκονταν σε φυλακές και ξερονήσια είτε είχαν αυτοεξοριστεί. Ηταν πολύ δύσκολο, σχεδόν απαγορευτικό να εκδίδεις πολιτικά βιβλία, η λογοκρισία δεν αστειευόταν, δεν το τολμήσαμε. Ωστόσο εκδώσαμε κάποια βιβλία με θέμα τη σύγχρονη τεχνολογία, τη μετα-μαθηματική φιλοσοφία όπως τη σειρά «Θεαίτητος», εµπνευσµένη από τον οµώνυµο πλατωνικό διάλογο αλλά και το βιβλίο του Τζον φον Nόιµαν «O ηλεκτρονικός υπολογιστής και ο ανθρώπινος εγκέφαλος».
Τότε έμοιαζε εξωπραγματικό να εξηγείς στον Ελληνα πώς λειτουργεί ο ηλεκτρονικός υπολογιστής σε σχέση με τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Τυπώσαμε ποίηση απ’ όλο τον κόσμο, γενικά ό,τι μπορούσε να διαφύγει τη λογοκρισία καθώς η απειλή και ο χαφιεδισμός ήταν καθημερινά. Είχα στείλει βιβλία στον Λεωνίδα Κύρκο και στον Κώστα Φιλίνη, μου είχαν μάλιστα μεταφράσει κάποια που όμως δεν βγήκαν ποτέ από δικό μου λάθος. Οι σοβαροί άνθρωποι, οι αριστεροί διανοούμενοι ήταν εξαφανισμένοι στην κυριολεξία. Κρυμμένοι, διωγμένοι, εξόριστοι, φυγάδες στο εξωτερικό.
• Λέτε πως όλοι οι σοβαροί διανοούμενοι ήταν αριστεροί. Είναι και σήμερα;
Μα δεν ήταν; Δεν αγωνίστηκαν σε μια ηρωική παράταξη που επί πολλά χρόνια βρισκόταν υπό ανηλεή διωγμό; Η Αριστερά ήταν και είναι ένας τόπος «κατοικίας» για τους διανοούμενους. Τόπος που τρέφει τη διαδικασία σκέψης, προβληματισμού και κοινωνικής ευαισθησίας για τα πράγματα της ζωής, της κοινωνίας, της τέχνης. Θεωρώ πως και σήμερα οι διανοούμενοι παραμένουν αριστεροί. Μα πού να ακουμπήσει ένας δημοκρατικός συγγραφέας;
Η συχωρεμένη Ελένη Βλάχου έλεγε πως οι καλύτεροι δημοσιογράφοι είναι οι αριστεροί. Και είδαμε πολλούς εξ αυτών να γίνονται διευθυντές εφημερίδων. Η διαλεκτική, τα χαρακτηριστικά της ανάλυσης και της σύνθεσης μπόλιαζαν τη γραφή τους κι έδωσαν εξαιρετικά βιβλία με τα οποία ο αναγνώστης κάνει σοβαρό διάλογο, σκέφτεται, προβληματίζεται.
Το πολιτικό στοιχείο δεν είναι έντονο στην Ιωάννα Καρυστιάνη, τη Ρέα Γαλανάκη; Εγώ όμως το παρατηρώ και σε νέους συγγραφείς και ποιητές, ανθρώπους εν αγωνία, σκεπτόμενους. Γράφουν σύγχρονες ιστορίες που πυροδοτούν ερεθίσματα της εποχής τους με ματιά κριτική αλλά η κοινωνία είναι παρούσα. Φυσικά υπάρχουν κι αυτοί που έχουν περάσει από την Αριστερά και, σήμερα, ο θεός κι η ψυχή τους...
• Αναρωτηθήκατε ποτέ μήπως είχατε εξιδανικεύσει τον κόσμο της Αριστεράς;
Εγώ ναι, τον είχα εξιδανικεύσει. Δεν γίνεται να μη σεβαστείς ανθρώπους που πολέμησαν για πατρίδα και ιδέες, ό,τι κι αν λέει ο αραχτός στην πλατεία καπνίζοντας και πίνοντας εσπρέσο. Ανθρώπους που είτε στο ΕΑΜ είτε στον Δημοκρατικό Στρατό είτε σε εξορίες και φυλακές πλήρωναν για τις ιδέες τους συχνά μάλιστα και με τη ζωή τους. Οταν είσαι νέος σχεδόν επιβάλλεται να εξιδανικεύεις την ιστορία της Αριστεράς.
• Και οι σημερινοί νέοι; Μπορούν να συνδεθούν με την αναγκαιότητα εκείνου του ηρωισμού;
Δεν νομίζω, το βλέπεις στις γιορτές του Πολυτεχνείου που έχουν γίνει πια τόσο θεσμικές, τόσο μακριά από την ουσιαστική σημασία του γεγονότος. Ο χαρακτήρας της επετείου θόλωσε. Για τους νέους είναι κάτι παλιομοδίτικα ηρωικό όπως η 28η Οκτωβρίου. Η ευμάρεια που μεσολάβησε, κυρίως στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, δεν βοηθάει να το νιώσουν. Στις πρώτες μεγάλες επετείους του Πολυτεχνείου κατέβαινε όλη η Αθήνα και παιδιά ακόμα.
• Ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύετε πως συνδέεται στην πράξη μ’ αυτή την Αριστερά;
Γιατί όχι; Δοκιμάστηκε σε πολύ δύσκολη περίοδο, ήταν αδύνατον να μπορέσει να εφαρμόσει μια αριστερή πολιτική για την κοινωνία. Τι να κάνει όταν η χώρα είναι στο καλαπόδι, δεσμευμένη σε μνημόνια και υποχρεώσεις; Πιστεύω πως με άλλες συνθήκες, ναι, θα μπορούσε να κάνει πολλά.
• Είμαστε ευφάνταστος λαός. Στους Ελληνες δεν στερεύουν ποτέ η φαντασία, η έμπνευση, η σάτιρα, ο αυτοσαρκασμός, η επιθυμία για γραφή. Μήπως γράφουμε υπερβολικά;
Και καλά κάνουμε. Ανάμεσα στους πολλούς υπάρχουν κάποιοι που γράφουν εξαιρετικά με αποτέλεσμα να απολαμβάνουμε τα βιβλία τους. Είναι ωραίο να πιστεύεις ότι, ίσως, καταφέρεις να δημιουργήσεις ένα έργο. Κι αν δεν τα καταφέρεις δεν χάλασε ο κόσμος. Αλλοι νομίζουν ότι είναι ωραίοι ενώ είναι άσχημοι… Γιατί να απαγορεύσεις στον άλλον να βιώσει μια δημιουργική ψευδαίσθηση;
• Δεν έχουμε όμως και επικίνδυνες ψευδαισθήσεις που μερικές φορές τις πληρώνουμε;
Πράγματι, αλλά το όραμα κινητοποιούσε πάντα τους ανθρώπους που ήθελαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Βέβαια για ν’ αλλάξεις τον κόσμο οφείλεις πρώτα ν’ αλλάξεις ο ίδιος. Να γίνεις παράδειγμα για τους άλλους.
Να είσαι ειλικρινής, δημιουργικός, χρήσιμος. Σε μένα ένα υπέροχο εκδοτικό παράδειγμα υπήρξε η Νανά Καλλιανέση του Κέδρου. Μια γυναίκα που πιστεύω πως οι περισσότεροι νέοι εκδότες την είχαν πρότυπο. Εμένα πάντως με επηρέασε. Θαύμαζα τη μεγαλοσύνη, την αγωνιστικότητά της, τον τρόπο που διαχειριζόταν τα πράγματα, το πώς περιέθαλψε χιλιάδες νέους ποιητές, πεζογράφους.
• Μπορεί ένα βιβλίο να σου αλλάξει τη ζωή;
Μπορεί να γίνει η αφορμή για ν’ αλλάξεις. Το βιβλίο ανοίγει ορίζοντες, πλαταίνει τη ματιά σου. Είναι ένας σταθερός συνομιλητής, που δεν διακόπτει, δεν αντιλέγει, αφηγείται ήσυχα ό,τι έχει να πει κι εσύ μπορείς να κάνεις τις δικές σου σκέψεις γι’ αυτά. Να το απορρίψεις, να ταυτιστείς, να θυμώσεις, να διαφωνήσεις, να συμφωνήσεις, να ξανασκεφτείς κάτι που είχες παραγνωρίσει, να συνειδητοποιήσεις κάτι σημαντικό για το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον. Πολλά μπορεί να σου συμβούν διαβάζοντας.
• Πώς ξεκινάει η αγάπη για το βιβλίο;
Η εξοικείωση με τη λογοτεχνία είναι κατάκτηση που εξασφαλίζεται κατ’ αρχάς διά της παιδείας. Είναι θέμα οικογένειας, δασκάλου, εκπαιδευτικού συστήματος. Δεν μπορείς να υποχρεώσεις κάποιον να διαβάσει. Πρέπει να κινήσεις το ενδιαφέρον με θέματα που απασχολούν τα παιδιά, πάνω στα σύγχρονα αδιέξοδα της ηλικίας τους, την επιθετικότητα, τη βία, τα ναρκωτικά. Κι αν θέλουν να γίνουν σοβαροί πολίτες πρέπει να ξέρουν να ανατρέχουν στη βιβλιογραφία.
• Σήμερα κυριαρχεί η οθόνη. Στο τάμπλετ, στον υπολογιστή, στο τηλέφωνο, στην τηλεόραση. Η εποχή δεν δυσκολεύει τον έφηβο να πάει στο βιβλίο; Το e-book δεν τράβηξε αναγνώστες αλλά και το χαρτί περνάει κρίση, το βλέπουμε κυρίως στον Τύπο.
Δεν συμφωνώ, το e-book δεν τα κατάφερε ακόμα, η ανάπτυξή του όμως είναι μονόδρομος. Ο έντυπος Τύπος πλήττεται ίσως εξαιτίας του εφήμερου των εφημερίδων, βρίσκεις πια το ίδιο θέμα σε χιλιάδες πηγές, σωστό ή λάθος. Οι μελέτες σοβαρών διεθνών αναλυτών καταλήγουν πως το ηλεκτρονικό βιβλίο αναπτύσσεται, ενώ συγχρόνως λειτουργεί ευεργετικά για το τυπωμένο καθώς αυξάνει τον μύθο του. Η καλύτερη διαφήμιση για το καλό βιβλίο είναι από στόμα σε στόμα όπως στον κινηματογράφο και το θέατρο.
• Το καλύτερο βιβλίο που διαβάσατε;
Εχω ξεχάσει τις πολλές και μεγάλες εκπλήξεις που είχα ως αναγνώστης. Μου μένει όμως καθαρά στο μυαλό η λογοτεχνία των παιδικών χρόνων. Οταν καθισμένος στα σκαλάκια του σπιτιού μου διάβαζα τους «Τρεις Σωματοφύλακες», τον «Κόμη Μοντεχρήστο», «Το Νησί των Θησαυρών» και δεν ήθελα να τελειώσουν. Βιβλία που σε βάζουν σ’ έναν μαγικό, περιπετειώδη κόσμο. Ρώτησα κάποτε τον Ντίνο Σιώτη στο πλοίο πηγαίνοντας για Τήνο αν διάβασε το βιβλίο της Ζατέλη, το πρώτο - ήταν γραμμένο σε δέκα ιστορίες. Μου απάντησε πως διαβάζει κάθε Σαββατοκύριακο από μία ιστορία για να το κρατήσει, να μην τελειώσει γρήγορα…
• Η πραγματική απόλαυση της ανάγνωσης...
Οι άνθρωποι που έχουν μάθει να διαβάζουν είναι τυχεροί. Τα βιβλία μεγαλώνουν τη ζωή σου, την εξερευνούν, την ομορφαίνουν, την αποκαλύπτουν. Ενα καλό βιβλίο δεν λέει πράγματα, υπαινίσσεται, ο αναγνώστης τα βρίσκει κάτω από τις λέξεις. Το πρόβλημα με το βιβλίο στη νεοελληνική κοινωνία είναι ότι πολλοί το φοβούνται νομίζοντας πως δεν γράφτηκε γι’ αυτούς. Πρέπει να πειστούν ότι μπορούν να απολαύσουν ένα καλό βιβλίο αλλά και τη χρησιμότητά του.
Αν ο κόσμος στην Ελλάδα ήξερε να διαβάζει θα μάθαινε πως δεν θα γινόταν πλούσιος παίζοντας στο χρηματιστήριο και δεν θα είχε χάσει τα λεφτά του. Θα μάθαινε πώς παίζεται το παιχνίδι αν είχε διαβάσει το βιβλίο για την ιστορία της φούσκας από τις τουλίπες της Ολλανδίας ώς τον Ρίγκαν. Θα είχε καταλάβει τι σημαίνει γρήγορη ανάπτυξη του χρηματιστηρίου.
• Αλλά το βιβλίο είναι συγχρόνως κι ένα αντικείμενο που πρέπει να φτιαχτεί με φροντίδα για να γίνει καλαίσθητο, ελκυστικό στα χέρια του αναγνώστη.
Αυτή είναι η δουλειά του εκδότη. Οι παλιοί στήνοντας στο χέρι τα βιβλία είχαν βρει τον χρυσό κανόνα. Προσπαθούμε να βελτιωνόμαστε. Τα βιβλία μας κυκλοφορούν πλέον σκληρόδετα με χαρτί ελαφρύ, που δεν αντανακλά το φως, είναι ευανάγνωστο και οικολογικό. Δεν επιτρέπουμε να τυπωθεί κανένα βιβλίο με λάθος, έχει τύχει να πετάξουμε τυπωμένο χαρτί. Στόχος μας είναι να φτάσει στα χέρια του αναγνώστη στην καλύτερη δυνατή έκδοση.
Εκείνος δεν χρειάζεται να ξέρει γιατί επιλέχτηκε το συγκεκριμένο χαρτί, γιατί είναι λίγο μουντό, γιατί αυτή η γραμματοσειρά, η αραίωση των στοιχείων. Ολο αυτό δεν γίνεται τυχαία. Οι γραμματοσειρές για τους υπολογιστές είναι μελετημένοι γιατί το κάθε γράμμα έχει διαφορετική ανάγκη πύκνωσης με το αντίστοιχό του μπροστά και πίσω. Δεν θέλω να βλέπω κακοτυπωμένα βιβλία στη διαρρύθμιση, τα γράμματα, τη σελιδοποίηση, το μήκος της αράδας.
• Κι αυτό το φροντισμένο βιβλίο μπορεί στη διαδικασία της ανάγνωσης να κακοποιηθεί. Να τσακιστεί, να λερωθεί, να γεμίσει υπογραμμίσεις, σημειώσεις.
Ο αναγνώστης έχει δικαίωμα να το κάνει ό,τι θέλει. Την πρώτη φορά που είδα βιβλίο διάστικτο από σημειώσεις ήταν το «Τρίτο στεφάνι» -ιδιωτική έκδοση- όπου ο Ταχτσής το είχε δώσει στην Ελλη Αλεξίου. Δεν της άρεσε κι έγραφε στο περιθώριο εξοργισμένες παρατηρήσεις. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι να πετάξεις το βιβλίο στα σκουπίδια. Είναι εύκολο να ξεσκαρτάρεις τη βιβλιοθήκη σου κι όσα βιβλία ξέρεις ότι δεν θα ξαναδιαβάσεις να τα στείλεις σε κάποια βιβλιοθήκη. Εγώ τουλάχιστον αυτό κάνω, παρ’ όλο που ορισμένες φορές διστάζω να αποχωριστώ κάποιο για συναισθηματικούς λόγους.
• Πώς «μυρίζεται» ο εκδότης έναν καλό συγγραφέα;
Πέρα από τους λογοτέχνες σταθερούς συνεργάτες μας, αναζητούμε καινούργιους συγγραφείς. Ζητάμε μια περίληψη του θέματος, μετά το διαβάζουμε, αξιολογούμε τη λογοτεχνική του επάρκεια και αποφασίζουμε. Κι έχουμε βγάλει βιβλία πολύ καλά που μεταφράστηκαν σε άλλες γλώσσες, τιμήθηκαν με καλές κριτικές, όπως το μυθιστόρημα της Ιωάννας Μπουραζοπούλου «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;», το οποίο ο «Γκάρντιαν» είχε χαρακτηρίσει ένα από τα δέκα καλύτερα βιβλία της χρονιάς.
Παρατηρήσεις ή λάθη στη δομή επισημαίνονται και διορθώνονται από την πρώτη στιγμή σε συνεργασία με τον συγγραφέα. Συχνά οι νέοι συγγραφείς θέλουν να τα πουν όλα με το πρώτο τους βιβλίο, με αποτέλεσμα να πλατειάζουν, να δυσκολεύουν την ανάγνωση. Στο τέλος έρχεται ο επιμελητής, ένας καλός αναγνώστης, σύμμαχος του δημιουργού, με τις δικές του παρατηρήσεις που συζητάει με τον συγγραφέα.
Ο ρόλος του είναι πολύ σημαντικός. Πριν από χρόνια πέθανε ο επιμελητής ενός μεγάλου συγγραφέα κι όταν ρωτήθηκε σχετικά είπε: «Τώρα δεν ξέρω τι θα κάνω χωρίς αυτόν». Ο επιμελητής, όπως και ο μεταφραστής, ακολουθεί πάντα τον συγγραφέα καθώς έχει εξοικειωθεί με τη γραφή, τον ρυθμό, τις ανάσες του.
• Ζηλέψατε βιβλίο άλλου εκδότη; Διεκδικήσατε συγγραφέα;
Ενα μόνο; Πολλά έχω ζηλέψει. Είναι πολλά τα καλά βιβλία που βγαίνουν. Ποτέ δεν διεκδίκησα συγγραφέα, το θεωρώ ανέντιμη πράξη. Αν ήθελε θα ερχόταν εκείνος σε εμάς.
• Κι αυτοί που σας εγκατέλειψαν;
Δεν συμφωνούσαμε σε ζητήματα συνήθως οικονομικά ή είχαν δελεαστικές αντιπροτάσεις. Ομως αυτό γινόταν πάντα στον χώρο.
Η εικόνα μιας χώρας είναι ο πολιτισμός της
• Τι σήμανε η απώλεια του Κωστή Παπαγιώργη, που απ’ ό,τι γνωρίζω υπήρξε και καλός φίλος σας;
Με τον Κωστή κάναμε πολλά πράγματα μαζί, είχαμε όνειρα και γι’ άλλα βιβλία, δοκίμια για την ελληνική ιστορία. Συμβαίνει συχνά στους εκδότες να νιώθουν με κάποιους συγγραφείς τους ένα ξεχωριστό χρέος. Κι αυτό, από νωρίς, το είχα πει στον γιο μου. Ο,τι κάνουμε πρέπει να γίνεται με τρόπο ώστε οι άνθρωποι που μας εκτιμούν και τους εκτιμούμε να νιώθουν ασφαλείς, αξιοπρεπείς, να χαίρονται που συνεργάζονται μαζί μας. Με τον Κωστή είχαμε τέτοια σχέση. Ετοιμάζουμε πολλά γι’ αυτόν.
Πέρα από τα δικά του βιβλία έχει γράψει για άλλους, έχει δημοσιεύσει πολλά κείμενα στον Τύπο, σε περιοδικά, για θέματα κοινωνιολογικά, ιστορικά, όπως επίσης βιβλιοκρισίες. Τον Μάρτιο θα βγάλουμε ένα βιβλίο με κριτικές Ελλήνων λογοτεχνών, αργότερα για τους διανοούμενους και τέλος για τη ξένη λογοτεχνία. Ο Παπαγιώργης ήταν ένας γλυκύτατος μουντρούχος. Τον αγαπούσα για ό,τι ήταν: για την αγοραφοβία, τις εμμονές, το πείσμα του. Είχε ενδιαφέρον ο τρόπος ζωής του, η οργάνωση της σκέψης του, τα διαβάσματά του.
Ηταν ένας διανοούμενος που ό,τι έγραφε το ήξερε καλά, σε βάθος, γιατί το είχε μελετήσει. Η γραφή του ήταν ουσιαστική αλλά απλή, ο αναγνώστης δεν δυσκολευόταν να διαβάσει φιλοσοφικά θέματα, τον Ντοστογιέφσκι, τον Παπαδιαμάντη, την Ελληνική Επανάσταση. Δεν έγραφε εύκολα, ήταν επίμονος, με αμφιβολίες, είχε όμως την άνεση του ανθρώπου που έχει διαβάσει πολύ και μπορεί να κρίνει. Ηταν αναγνώστης στις εκδόσεις για ένα διάστημα. Διάβαζε τα βιβλία που του δίναμε και οι αναφορές του όπως καταλαβαίνεις ήταν αριστουργηματικές…
• Σας έχουν «κατηγορήσει» ότι βγάζατε πολλά βιβλία.
Μα και τώρα βγάζουμε πολλά. Η δουλειά μας είναι να βγάζουμε βιβλία. Είναι τρόπος σκέψης, δουλειάς. Ο Μαρξ έλεγε ότι στην ποσότητα υπάρχει ποιότητα. Δεν έχουμε προκαταλήψεις για τίποτα εκτός από τον φασισμό και την ευτέλεια. Δεν γίνεται να συστεγάζεις στο ίδιο σπίτι -δεν είναι τυχαίο που μιλάμε για Οίκο- συγγραφείς αισθητικά ετερόκλητους.
Ομως το να βγάζεις κάποια βιβλία που δεν θεωρούνται λογοτεχνία υψηλής ποιότητας δεν συνιστά αμάρτημα. Ναι, η γκάμα μας είναι μεγάλη, διευρυμένη σε θεματολογία. Βγάλαμε την ξένη σειρά με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη, βιβλία σύγχρονου στοχασμού με τον Νίκο Κοτζιά, βιβλία για τις κοινωνικές επιστήμες με τον Δημήτρη Ποταμιάνο, φιλοσοφικά έργα με τον Κωστή Παπαγιώργη.
• Αντέξατε στα χρόνια της κρίσης;
Μας τσάκισε, αλλά αντέξαμε. Εσκασαν μεγάλα βιβλιοπωλεία, χοντρέμποροι, εκδοτικοί οίκοι. Η κατάσταση επέβαλλε μέτρα. Η παραγωγή μειώθηκε πολύ, έγιναν οικονομίες σε όλα τα επίπεδα. Μετακομίσαμε στη Θεμιστοκλέους, στο ιδιόκτητο κτίριο. Σήμερα βρισκόμαστε σε φάση ανάκαμψης και μπορώ να πω ότι βλέπουμε αισιόδοξα το μέλλον. Εχουμε τακτοποιήσει οικονομικές εκκρεμότητες και άλλα ζητήματα οδεύουν προς επίλυση. Εζησα το όνειρό μου, ακόμα το ζω. Αυτό που επιθυμώ είναι να βρίσκομαι κοντά στο βιβλίο και στους ανθρώπους του.
• Από την πολιτεία υπάρχει μέριμνα για το βιβλίο;
Η πολιτεία εδώ και χρόνια συνεχίζει να κάνει το ίδιο μεγάλο λάθος. Να μη συνειδητοποιεί πως η εικόνα της χώρας είναι ο πολιτισμός της. Δεν τους απασχολεί ο σύγχρονος πολιτισμός. Αν δεις το κριτήριο επιλογής των υπουργών Πολιτισμού καταλαβαίνεις ότι πηγαίνουν εκεί από καραμπόλες ανασχηματισμών. Δεν ακούσαμε ποτέ θέματα του συγκεκριμένου υπουργείου σε προεκλογικές εξαγγελίες. Σαν να μην υπάρχει καν στην πολιτική ατζέντα. Δυστυχώς...
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας