Η εξουσία στην πράξη είναι μία, δεν είναι τρεις ανεξάρτητες η μία από την άλλη οντότητες, όπως θέλει ο Μοντεσκιέ και τα πολιτικά συστήματα. Αν εξετάσουμε την έννοια της λέξης, εξουσία σημαίνει: α) auctoritas, αυταρχισμός, όπως αυτός που διέπει τα μοναρχικά και δικτατορικά καθεστώτα, β) subordination, ετεροθέσμιση και υποταγή σε οικονομικής δόμησης τάξη πραγμάτων που διέπει τα ολιγαρχικά, γ) αρχή των ισοδυνάμων («δυνατά δε οι προύχοντες πράσσουσι και οι ασθενείς ξυγχωρούσιν») στα λεγόμενα δημοκρατικά. Το παράδοξο είναι ότι στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας που επικρατεί στον Δυτικό κόσμο συναντάει κανείς και τις τρεις αυτές σημασίες της έννοιας.
Η εξουσία λοιπόν είναι μία, άσχετα από τον μανδύα που την καλύπτει, άτμητη δύναμη και θα έπρεπε να διατυπώνεται πάντοτε στον ενικό αριθμό, γιατί αλλιώς δεν θα ήταν εξουσία. Το να μιλάμε για πολλές εξουσίες, τρεις εν προκειμένω, νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική, ακούγεται ευχάριστα στα αυτιά μας, όμως στην πράξη είναι η τριχοτόμηση ενός και του αυτού πόλου. Ο άλλος πόλος, ο αντίθετος, είναι η αντιεξουσία. Αν δε οι κοινωνίες δείχνουν να ισορροπούν σχετικά και να μην καταρρέουν εξαιτίας αυτής της σύγκρουσης, αυτό δεν οφείλεται στην αρχή των ισοδυνάμων αλλά στην αντίσταση, ενεργητική και παθητική, της αντιεξουσίας με έναν ανάλογο τρόπο εφαρμογής των νόμων της θερμοδυναμικής στο πολιτικοκοινωνικό πεδίο.
Στη φύση τα υποκείμενα είναι οι αποχρώσεις του αντικειμένου και αντικείμενο είναι η σύνθεση των αποχρώσεων. Το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και στις κοινωνικές και πολιτικές διαμορφώσεις. Τα υπόλοιπα είναι η μεταφυσική του αυταρχισμού, της υποταγής και της αρχής της ισορροπίας των ισοδυνάμων. Οπότε, ερχόμενοι στο θέμα μας, έτσι εξηγείται και το άλλο παράδοξο· η λεγόμενη ανεξάρτητη Δικαιοσύνη να δυναστεύεται από τις άλλες δύο που στον πυρήνα τους είναι μία, αφού η νομοθετική λειτουργία καθορίζεται από τη βούληση της κυβέρνησης, η οποία εντέλει είναι αυτή που ελέγχει τη Βουλή και το Κράτος και ως εκ τούτου είναι η μοναδική εξουσία.
Ομως όσον αφορά τη Δικαιοσύνη, δηλαδή τη δικαστική λειτουργία, ο θεωρούμενος πρόδρομος του σοσιαλιστικού ουτοπισμού, Ανρί ντε Σεν-Σιμόν (κάθε άλλο παρά ουτοπιστής σοσιαλιστής εντέλει αποδείχθηκε ότι ήταν, μάλλον ένας οξυδερκής προφήτης του κορπορατισμού υπήρξε), είχε πει ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα ότι «δεν φτιάχνουν οι νόμοι τις κοινωνίες· οι κοινωνίες φτιάχνουν τους νόμους». Ο Νόμος δεν είναι λοιπόν εξουσία και εξ αυτού ούτε ο δικαστής. Ο νόμος είναι θεσμός αλλά συνάμα και δεσμός με σκοπό να συνέχει την κοινωνία και να δίνει λύσεις σε κοινωνικές ανάγκες με την προϋπόθεση να μην υπακούει πουθενά παρά μόνο στην κοινωνία.
Η εξουσία, λοιπόν, με πρόφαση τη φιλοσοφικοποίησή της, όπως αυτή διακηρύχτηκε και θεμελιώθηκε από τον βαρόνο Ντε Μοντεσκιέ, έχει βάλει το κάρο μπροστά από το άλογο, δηλαδή αντί η κοινωνική δικαιοσύνη να τραβάει τον νόμο, ο νόμος σέρνει τη δικαιοσύνη όχι γιατί έτσι το θέλει η νομική τάξη πραγμάτων, αλλά γιατί έτσι το θέλει ο νομοθέτης, που ελέγχεται από την εκάστοτε κυβέρνηση, δηλαδή την εξουσία, την auctoritas. Οπότε το βασικό υποτίθεται αντίβαρο στον αυταρχισμό της εξουσίας, που είναι η λεγόμενη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, καταλήγει σε πρόφαση.
Και ας πάμε στο επόμενο αντίβαρο το οποίο χρησιμοποιεί επίσης ως πρόφαση η εξουσία για να ελέγχει τις υπόλοιπες λειτουργίες του κράτους. Ακούμε πολλές φορές ότι ο δικαστής πρέπει να υπακούει όχι μόνο στον νόμο και στο Σύνταγμα αλλά και στη συνείδησή του. Οπότε τίθεται ευλόγως το ερώτημα: Τι είναι συνείδηση; Εδώ μάλλον έχουμε μπερδέψει τη συνείδηση με την ευσυνειδησία, τη συνέπεια και την εντιμότητα. Ομως συνείδηση είναι αυτό που λέει η ετυμολογία της: γνωρίζω σε βάθος. Συνεπώς, είναι μέθοδος κατανόησης του αντικειμένου που εξετάζω στο πλαίσιο ενός πεδίου παρασκευής και εφαρμογής κανόνων. Αρα, ο δικαστής έχει να κάνει με τον νόμο και τη συνειδητότητά του· με τη συνείδηση νοούμενη ως ευσυνειδησία έχει να κάνει ο δικαιοκρίτης. Αλλο το ένα, άλλο το άλλο.
Η συνείδηση ως επιστημονικά δομημένο σύστημα ατομικής αντίληψης εξαρτάται από τη θέση στην οποία βρίσκεται το άτομο. Δικαστής ήταν ο Ντε λα Βακερί που αρνήθηκε να υπακούσει στον Λουδοβίκο XI, δικαστής ήταν και ο ναζί δήμιος Φράισλερ. Και οι δύο είχαν συνείδηση επιστημονικά δομημένη, η δόμηση όμως αυτή έγινε με βάση τη θέση τους. Του ενός η θέση έγραφε «έντιμος», του άλλου «κάθαρμα». Αντίθετα, η δικαιοκρισία, όπως λέει η λέξη, είναι «δίκαιη κρίση» που διαμορφώνεται ανεξάρτητα από τον νόμο και τη συνείδηση του δικαστή, οπότε εξυπηρετεί αυτό που επιτάσσει ο κοινωνικός χαρακτήρας της έννοιας Δικαιοσύνη. Στο πλαίσιο αυτό, το σύστημα των ενόρκων υπερέχει κατά τι του ευρωπαϊκού συστήματος του επαγγελματία δικαστή. Σαφή υπεροχή είχε το σύστημα της αυτόδικης απονομής δικαιοσύνης των πολυμελών (έως 1.501 δικαστές) λαϊκών δικαστηρίων της αρχαίας Αθήνας.
Ο δικαστής εάν θέλει να αναβαθμιστεί σε δικαιοκρίτη πρέπει να υπακούει στο Σύνταγμα και τους νόμους μόνο στο πλαίσιο των τεχνικών διαδικασιών που αφορούν το αντικείμενο της κρίσης του. Το Σύνταγμα και ο νόμος είναι ένας μπούσουλας, ένα δελτίο κανόνων ώστε να μην καθίσταται η δικαστική κρίση αφηρημένη και να καταλήγει σε διδακτικού τύπου αποφάσεις. Η κρίση του δικάζοντος πρέπει να θεμελιώνεται πάνω στη βασική αρχή όχι μόνο μιας θετικιστικής αντίληψης της έννοιας του δικαίου, αλλά στην ικανότητα του ίδιου ως δικαιοκρίτη να κρίνει επ’ ωφελεία της κοινωνίας.
Συνεπώς, οι δικαστές πρέπει να καταλάβουν ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι εξουσία, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Θα έπρεπε να θεωρούν τους εαυτούς τους σαν έναν άκρως σημαντικό παράγοντα της αντιεξουσίας. Πρέπει να καταλάβουν ότι είναι ένα ανάχωμα στην αδικία, στον αυταρχισμό και στην υποταγή, κατανοώντας παράλληλα ότι τα όποια δικαιοδοτικά καθήκοντα ασκούν, τα αντλούν από την κοινωνία αποκλειστικά και σε αυτήν τελικά οφείλουν να λογοδοτούν.
*Νομικός, συγγραφέας
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας