Για το 10ο Παγκόσμιο Συνέδριο της 4ης Διεθνούς φύγαμε από την Κολονία εγώ και ο Τζορτζ Γιούγκλας με το τρένο, το Εxpres-International, και ύστερα από αρκετές ώρες φτάσαμε «κάπου στην Ιταλία» και στο μέγαρο του τεχνικού επιμελητηρίου της πόλης όπου θα συνερχόταν το 10ο Παγκόσμιο Συνέδριο της 4ης Διεθνούς ως Διεθνές Συνέδριο Κοινωνιολόγων.
Οι αντιπρόσωποι ήταν πολλοί, κυρίως από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και ιδιαίτερα την Αργεντινή όπου ο Μορένο είχε δημιουργήσει μια δική του οργάνωση και είχαν πάρει μέρος στις προεδρικές εκλογές με μια συντρόφισσα υποψήφια ενάντια στην Εβίτα Περόν που είχε πάρει πολλές ψήφους, είχε πλησιάσει το 10% σε μια μεγάλη χώρα όπως η Αργεντινή, δηλαδή εκατομμύρια ψήφους. Η οργάνωση-ομάδα του Μορένο έπαιρνε μέρος στο 10ο Συνέδριο ως συμπαθούσα οργάνωση της 4ης Διεθνούς και με δικαίωμα ψήφου.
Προηγουμένως στο 9ο Παγκόσμιο Συνέδριο είχαμε αποφασίσει υπέρ του ένοπλου αγώνα στη Λατινική Αμερική.
Η απόφαση αυτή δεν σήμαινε οπωσδήποτε αντάρτικο, αλλά και αντάρτικο. Μπορούσαν π.χ. συγκρούσεις μέσα σε πόλεις να καταλήξουν σε ένοπλο αγώνα. Η Ρωσική Επανάσταση δεν ήταν αντάρτικο, ήταν ένοπλος αγώνας του οργανωμένου επαναστατικού προλεταριάτου και του στρατευμένου λαού μέσα στις πόλεις και κυρίως στην πρωτεύουσα της Ρωσίας, την Πετρούπολη. Οι σύντροφοι της Αργεντινής, το επίσημο Τμήμα της Διεθνούς που ήταν μια μικρή οργάνωση, παρερμηνεύοντας τις αποφάσεις του 9ου Συνεδρίου μετά το 9ο Συνέδριο πήραν τα βουνά και έκαναν αντάρτικο. Η ύπαρξή τους δεν διατηρήθηκε για πολύ καιρό. Εξοντώθηκαν από το σούπερ αντιδραστικό αστικό κράτος της Αργεντινής.
Της εξόντωσης επέζησε ο σ. Ντ’ Ανούτσιο, που με κάποιες δυνάμεις είχε καταλάβει μια έκταση προς τον Αμαζόνιο και ζητούσε αναγνώριση από τον ΟΗΕ. Νέες επιχειρήσεις του αργεντίνικου στρατού εξόντωσαν τους εναπομείναντες και τον Ντ’ Ανούτσιο. Αυτά πριν από τη δικτατορία του Βιντέλα, που κατά τη Σοβιετική Ενωση και τους τότε ομόγνωμούς της «δεν ήταν δικτατορία αλλά κάτι ρευστό», άποψη που υποστηρίχθηκε και στην ελληνική Βουλή από τον βουλευτή του ΚΚΕ, Κάππο.
Στο 10ο Παγκόσμιο Συνέδριο υπήρχαν για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής δύο απόψεις. Η πλειοψηφία, Ερνέστος Μαντέλ, Πιερ Φρανκ, Τζορτζ Γιούγκλας, Λίβιο Μαϊτάν, ο γράφων και πολλοί άλλοι, υποστηρίζοντας την άποψη του ένοπλου αγώνα, λέγαμε πως σε αυτές τις δικτατορίες το μόνο σίγουρο κόμμα της άρχουσας τάξης είναι ο αστικός στρατός. Επομένως η διεκδίκηση και των πλέον στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών θα φέρει σε σύγκρουση με τον στρατό.
Και τέτοιες συγκρούσεις πολλές φορές καταλήγουν σε ένοπλο αγώνα και σε επαναστάσεις, χωρίς να αποκλείεται και το αντάρτικο.
Η μειοψηφία, με επικεφαλής το αμερικανικό ΣΕΚ, μαζί και με τους Μορενικούς, υποστήριζε πως και μέσα σε αυτά τα καθεστώτα μπορεί να προκύψουν και να εξελιχθούν δημοκρατικές διαδικασίες. Τους είπα αυτό που λέω συνήθως: πως το χειρότερο απ’ όλα είναι να παραμορφώνεις την πραγματικότητα σύμφωνα με τις επιθυμίες σου. Γιατί τότε θα σου έρθει καμιά άγρια δικτατορία κατακέφαλα και δεν θα ξέρεις από πού σου ήρθε, όπως και έγινε. Τα γεγονότα της Αργεντινής που ακολούθησαν εκείνο τον καιρό μάς επιβεβαίωσαν τραγικά.
Από τους Μορενικούς έπαιρνα για αρκετό καιρό τα έντυπά τους. Μετά το Συνέδριο έγινε η δικτατορία του Βιντέλα με πάνω από 35.000 θύματα, που τους έριχναν στον Ειρηνικό από τα αεροπλάνα και τα ελικόπτερα.
Είναι γνωστή η πλατεία των μητέρων όπου ακόμα μαζεύονται στο Μπουένος Αϊρες αναζητώντας τα χαμένα παιδιά τους.
Στο Συνέδριο ήταν και ο Κύπριος σύντροφος Ανδρέας Γαλάτης, παλιός Αρχείος στην Ελλάδα που είχε απελαθεί στην αρχή της δεκαετίας του ‘30 με την υπόθεση του Γεωργοπαπαδάκου.
Μετά την «ανεξαρτησία» της Κύπρου το 1959 ο ράφτης Ανδρέας Γαλάτης είχε ράψει ένα κοστούμι στον Ελληνα πρεσβευτή, γεγονός που άρκεσε για να αρθεί η απέλασή του από την Ελλάδα που τον είχα γνωρίσει και εγώ πριν φύγω μετά την καταδρομή της Εκκλησίας εναντίον μου το 1960, γιατί είχα τυπώσει το έργο του Λουνατσάρσκι «Εισαγωγή στην Ιστορία των Θρησκευμάτων». Και διευκρινιστικά στη μεγάλη αυτή δίκη, ανάλογη με των Καΐρη και Λασκαράτου, δικαιώθηκα πανηγυρικά. Το βιβλίο θεωρήθηκε από το δικαστήριο επιστημονικό και όχι υβριστικό των θρησκειών. Διατάχθηκαν η άρση της κατάσχεσης και «η απόδοση των κατασχεθέντων εις χείρας ων κατεσχέθησαν». Εγώ έφυγα στο εξωτερικό, γιατί αυτός ο διωγμός με κατέστρεψε οικονομικά ως εκδότη.
Και επανέρχομαι στο Συνέδριο. Ενώ μετέφραζα από τα γερμανικά στα ελληνικά για κάποιους Ελληνες, ο Ανδρέας Γαλάτης μού είπε: «Βαγγέλη, το Τμήμα στην Κύπρο δεν υπάρχει, γιατί όλοι οι σύντροφοι έχουν μεταναστεύσει για λόγους εργασίας στο εξωτερικό. Σου έφερα λοιπόν το αρχείο του και σ’ το παραδίδω». Και μου έδωσε ένα αρκετά μεγάλο πακέτο που υπάρχει στο αρχείο μου.
Οταν τελείωσε το Συνέδριο ο Ερνέστος Μαντέλ συνόδευσε τον Τζορτζ και εμένα στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης για να επιστρέψουμε στη Γερμανία. Σ’ αυτό το ταξίδι επιστροφής είχαμε πολλές περιπέτειες.
Αρχικά το τρένο είχε καθυστέρηση και ο Τζορτζ μού είπε πως αυτό οφείλεται σε βόμβες που είχαν βάλει φασίστες στις γραμμές του μετά τη Ρώμη. Και με το χιούμορ που πάντα τον διέκρινε συμπλήρωσε: «Υστερα από αυτό εγώ είμαι με τη μειοψηφία», εννοούσε τη συζήτηση για ένοπλο αγώνα ή δημοκρατικές εξελίξεις στη Λατινική Αμερική. Κάποια στιγμή ήρθε το τρένο.
Μπήκαμε μέσα. Μια καμπίνα στο «ισόγειο» στο μέσα μέρος και στο μεσαίο κάθισμα είχε για μας δύο θέσεις κενές. Καθίσαμε και το τρένο ξεκίνησε προς Βορρά.
Οπως καθίσαμε, εγώ στο μεσαίο κάθισμα βλέπω κάτω από αυτό ένα πορτοφόλι. Το παίρνω και το ανοίγω. Ηταν γεμάτο λεφτά και πολλά λεφτά. Χοντρά χαρτονομίσματα γερμανικά και ελβετικά. Πάνω πάνω ήταν και μια απόδειξη καφενείου όπου ο κάτοχός της και του πορτοφολιού είχε πιει την προηγούμενη μέρα το μεσημέρι καφέ στο Μιλάνο.
Οπως το άνοιξα και κοίταξα μέσα το έδειξα στον Τζορτζ λέγοντάς του: Κοίτα τι βρήκα. Και ο Τζορτζ μού λέει: Ρώτα όλους όσοι είναι στο κουπέ αν έχουν το πορτοφόλι τους και αν το έχουν όλοι θα δούμε τι θα κάνουμε, θα τα διαθέσουμε για την οργάνωση.
Εγώ έχοντας το πορτοφόλι με τα πολλά λεφτά στην τσέπη μου και χωρίς να τα έχω μετρήσει τους ρώτησα όλους και το είχαν πλην ενός που κοιμόταν σε μια κουκέτα κάπως ψηλά, είπα να μην τον ξυπνήσω και να τον ρωτήσω όταν θα ξυπνήσει. Ο Τζορτζ συμφώνησε. Μετά εγώ πήγα στην τουαλέτα και γυρνώντας είδα πως το πριν από εμάς βαγόνι ήταν άδειο. Το είπα στον Τζορτζ και αμέσως δέχτηκε την πρότασή μου που θα καθόμασταν άνετα και θα είχαμε και την ευχέρεια να συζητήσουμε τα του Συνεδρίου.
Πήγαμε σ’ αυτό, δεν μετρήσαμε τα λεφτά στο πορτοφόλι, πιάσαμε τη συζήτηση για το Συνέδριο και φτάσαμε στην Bassel, στη Βασιλεία, στα ελβετογερμανικά σύνορα.
Στη διάρκεια που το τρένο βρισκόταν στον σταθμό της Bassel, ακούγαμε θορύβους από αλληλοχτυπήματα προφυλακτήρων βαγονιών που άλλαζαν μηχανές και προορισμούς. Κάποια στιγμή είπα στον Τζορτζ: «Πάω να δω αν ξύπνησε ο λεγάμενος για να τον ρωτήσω» και βγαίνω από το βαγόνι. Προχωρώντας στον διάδρομο και φτάνοντας στο τέλος του βαγονιού βλέπω πως δεν υπήρχε εκεί το βαγόνι όπου κοιμόταν μέσα ο πιθανός κάτοχος του πορτοφολιού με τα πολλά λεφτά.
Είχαν αποσπάσει τα άλλα βαγόνια από τον δικό μας συρμό που θα πήγαινε με άλλη μηχανή στο Αμβούργο μέσω Φρανκφούρτης του Main, ενώ εμείς θα πηγαίναμε δυτικότερα μέσω Μανχάιμ. Και γράφω Φρανκφούρτη του Main γιατί η Γερμανία έχει δύο Φρανκφούρτες: αυτήν που τώρα ανέφερα, όπου εδρεύει και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), στην ομόσπονδη χώρα της Εσσης, και αυτήν του Οντερνάισε, ποταμού που αποτελεί τα σημερινά φυσικά σύνορα μεταξύ της σημερινής Γερμανίας και της Πολωνίας.
Μπαίνω ξανά στο βαγόνι και λέω στον Τζορτζ τα καθέκαστα.
- Πήγαινε στον διευθυντή της αμαξοστοιχίας, μου λέει.
Πάω και του λέω το και το. Ξύπνησε και ζητάει το πορτοφόλι του, μου απάντησε. Ναι, αλλά αυτός έφυγε με άλλη αμαξοστοιχία, του λέω. Πώς να του το δώσω; «Θα κατέβεις σε αυτό το σκαλοπάτι της πόρτας του βαγονιού και με το αριστερό σου χέρι θα κρατιέσαι από τη σωλήνα της πόρτας, αυτήν που πιάνεται ο κόσμος για να ανέβει. Στο άλλο σου χέρι θα κρατάς το πορτοφόλι. Πλησιάζοντας το τρένο στο Φράιμπουργκ [ένα μικρό χωριό του Ρήνου], το τρένο θα κόψει ταχύτητα και εσύ θα βάλεις το πορτοφόλι στο χέρι ενός σιδηροδρομικού που θα στέκεται εκεί με το χέρι απλωμένο. Και μόλις του το δώσεις, το τρένο θα ανοίξει ταχύτητα».
Ετσι και έγινε. Γύρισα στο βαγόνι και συνεχίσαμε τη συζήτηση με τον Τζορτζ.
Ξημερώματα φτάσαμε στην Κολονία. Ο Τζορτζ νόμιζε πως θα τον περίμενε εκεί η γυναίκα του η Λένη, είκοσι χρόνια νεότερή του, αλλά αυτή λόγω μεγάλης καθυστέρησης του τρένου είχε φύγει, τότε ο Τζορτζ μού λέει: «Βαγγέλη, βάλε με στο τοπικό τρένο του Μπρουλ, ανατολικό προάστιο της Κολονίας, και τηλεφώνησέ της να έρθει να με πάρει από τον τοπικό σταθμό».
Τον έβαλα στο τρένο. Ο Τζορτζ ήταν πάνω από 75 χρόνων, ήταν ένας από τους τέσσερις Γερμανούς τροτσκιστές που είχαν επιζήσει των ναζιστικών στρατοπέδων.
Με την κατάληψη της Δανίας από τους χιτλερικούς -ζούσε εκεί- τον έπιασαν. Ηταν ο ιδρυτής του Δανέζικου Τμήματος της 4ης Διεθνούς. Τράβηξε τόσα στα στρατόπεδα του 3ου Ράιχ που προσπαθούσε να περπατήσει με δύο μπαστούνια στα χέρια του.
Τον έβαλα στο τοπικό τρένο του Μπρουλ. Εγώ έμενα στο Οpladen, δυτικό προάστιο της Κολονίας. Μπήκα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο για να τηλεφωνήσω στη Λένη και, ω του θαύματος, ξαναβρίσκω μέσα στον θάλαμο μια γυναικεία τσάντα. Θύμωσα κάπως γιατί με τα διαρκή ευρήματα θα αργούσα να φτάσω στο σπίτι μου που έλειπα 15 μέρες.
Πηγαίνω με την τσάντα στα χέρια στο γραφείο απολεσθέντων αντικειμένων του σιδηροδρομικού σταθμού.
Με ρωτάνε πού τη βρήκα και τους λέω μέσα στον τηλεφωνικό θάλαμο.
«Δεν είναι δική μας αρμοδιότητα, μου είπαν, είναι των ταχυδρομείων».
Τότε λειτουργούσαν ακόμα σε 24ωρη βάση τα ταχυδρομεία μέσα στους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Δυτικής Γερμανίας.
Ο υπάλληλος του ταχυδρομείου με ρώτησε σε ποιον τηλεφωνικό θάλαμο τη βρήκα. Του είπα και με ρώτησε αν ήθελα να αφήσω όνομα και τηλέφωνο, έτσι ώστε όταν θα την πάρει, αν την πάρει αυτή στην οποία ανήκει, αν θέλει να μπορεί να μου τηλεφωνήσει για να με ευχαριστήσει. Συμφώνησα και του έδωσα όνομα και τηλέφωνο που το έγραψε σε ένα χαρτί και το έβαλε μέσα στην τσάντα.
Πήγα σπίτι, είδα τη γυναίκα μου και την κόρη μου που ήταν μικρή, φάγαμε και τελειώνοντας το φαγητό, πριν σηκωθούμε από το τραπέζι χτυπάει το τηλέφωνο. Ηταν ο Τζορτζ: «Βαγγέλη, μου λέει, στην Κολονία βρήκες τίποτα;» «Βρήκα μια γυναικεία τσάντα», του λέω. Βάζει τα γέλια λέγοντας: «Ξέρεις τίνος ήταν η τσάντα; Της Λένης». Και συνεχίζει: «Αν την άνοιγες, θα έβλεπες την ταυτότητά της, το δίπλωμα οδήγησης και θα καταλάβαινες. Σήμερα ήταν η ημέρα των ευρημάτων».
Και η απάντησή μου: «Καλύτερα που δεν την άνοιξα, γιατί θα ερχόμουν να σας τη φέρω και θα ήμουν ακόμα στους δρόμους». Εδώ τελειώνει η αφήγηση του περιπετειώδους ταξιδιού μας της επιστροφής και της ημέρας των ευρημάτων.
Κεφαλονιά 2/9/2024
*Συγγραφέας, δημοσιογράφος
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας